Πέθανε η γαλλίδα ηθοποιός Ανούκ Εμέ, πρωταγωνίστρια ταινιών όπως οι «Ένας άνδρας και μια γυναίκα», «Λόλα» και «Ντόλτσε Βίτα».
Η Ανούκ Εμέ απεβίωσε σήμερα στο Παρίσι σε ηλικία 92 ετών, όπως ανακοίνωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καλλιτεχνικός πράκτοράς της.
Η ηθοποιός «έφυγε σήμερα το πρωί», δήλωσε ο καλλιτεχνικός πράκτορας Σεμπαστιάν Περολά του πρακτορείου TimeArt.
Η Μανουέλα Παπατάκη, η κόρη της Ανουκ Εμέ και του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Νίκου Παπατάκη, γνωστοποίησε επίσης το θάνατό της εκφράζοντας την «απέραντη θλίψη» της στο λογαριασμό της στο Instagram.
View this post on Instagram
Ποια ήταν η Ανούκ Εμέ
Η Ανούκ Εμέ (Anouk Aimee, πραγματικό ονοματεπώνυμο Nicole Françoise Florence Dreyfus Παρίσι, 27 Απριλίου 1932-18 Ιουνίου 2024) ήταν Γαλλίδα ηθοποιός που εμφανίσθηκε σε 70 κινηματογραφικές ταινίες από το 1947, έχοντας πραγματοποιήσει το ξεκίνημα της καριέρας της από την ηλικία των 14 ετών.
Στα πρώτα της βήματα σπούδασε υποκριτική και χορό, παράλληλα με τη βασική της εκπαίδευση. Αν και τα περισσότερα έργα στα οποία πρωταγωνίστησε ή συμμετείχε ήταν γαλλικά, εντούτοις έλαβε επίσης μέρος και σε ταινίες που παρήχθησαν σε μια σειρά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως σε Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία και Γερμανία, αλλά και στην Αμερική.
Μεταξύ των γνωστότερων ταινιών της περιλαμβάνεται το Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελίνι (1960), μετά από το οποίο η Εμέ θεωρήθηκε ένα «ανερχόμενο, εκπληκτικό αστέρι» στον κόσμο του κινηματογραφικού θεάματος. Ακολούθως, έπαιξε στα έργα Λόλα, η γυναίκα της ακολασίας (1961) του Ζακ Ντεμί, «8½» (Φελίνι, 1963), George Cukor’s Justine (Ντεμί, 1969), Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (1981) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Πρετ-α-πορτέ του Ρόμπερτ Άλτμαν (1994). Χάρις στην ερμηνεία της στην ταινία Ένας άντρας και μια γυναίκα (1966), η οποία τιμήθηκε με βραβείο Όσκαρ, κατέκτησε την παγκόσμια αναγνώριση.
Έχει καταγραφεί σαν μια ηθοποιός εκπάγλου καλλονής και μια από τους 100 πιο ελκυστικούς ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 1995 που διενέργησε το περιοδικό Empire. Το πρότυπο που ενσάρκωνε ήταν αυτό της «μοιραίας γυναίκας», με μελαγχολική αύρα.
Στα ’60ς, το περιοδικό Life έγραψε ότι «μετά από κάθε ταινία, η αινιγματική ομορφιά της ενισχύεται στη μνήμη του κοινού» και την αποκάλεσε ως την ομορφότερη κάτοικο της «Αριστερής Όχθης» του Σηκουάνα, εννοώντας ότι οι ρόλοι που απέδιδε ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής κουλτούρας.
Στα 1967 η Εμέ βραβεύθηκε με τον «Χρυσό Σκούφο» σαν καλύτερη δραματική ηθοποιός και επιπλέον της απονεμήθηκε το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού του Φεστιβάλ των Καννών του 1980. Στα 2002 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Κινηματογράφου (César) της Γαλλίας.