«Θα προσπαθώ πάντα να πράττω χωρίς να πληγώσω τα αισθήματα του πατέρα μου», είχε πει ο Αλέξανδρος Ωνάσης σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του. Τα είχε όλα. Ή μάλλον σχεδόν όλα.
Κάθε του επιθυμία, διαταγή. Κι όμως εκείνο το παιδί με τα κοντά παντελόνια και τα ριγωτά μπλουζάκια ζητούσε μονάχα την αγάπη του πατέρα του.
Εκεί δεν χωρούσαν ούτε επιθυμίες, ούτε και διαταγές. Νταντάδες, οδηγοί, μαγείρισσες. Αυτά ήταν τα πρόσωπα αναφοράς του Αλέξανδρου τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Αριστοτέλης Ωνάσης – Αλέξανδρος Ωνάσης, η αρχή
Μια κάρτα με ένα «σ’ αγαπώ, ο πατέρας σου», φάνταζε αρκετή για να καλύψει συναισθηματικά ελλείμματα και ανύπαρκτη επαφή. Ο Αλέξανδρος Ωνάσης ήταν ένα παιδί μελαγχολικό, ένα παιδί απόμακρο, στοιχεία που εντάθηκαν έπειτα και από το διαζύγιο των γονιών του.
Όταν η Τίνα Λιβανού και ο Αριστοτέλης Ωνάσης χώρισαν, ο Αλέξανδρος έκανε να δει μήνες τον πατέρα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Δεν ήθελε να δεχτεί ότι οι δύο πιο σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του θα ζούσαν χώρια. Κι ας ήταν πάντα η απόσταση κομμάτι της ιδιαίτερης συμβίωσής τους.
Ο Αρίστος τον λάτρευε τον γιο του κι ας μην είχε τον τρόπο να το ομολογήσει. Κι ας ήταν σκληρός και επικριτικός. Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο για την κόρη του, Χριστίνα.
Ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος. Ο πρωτότοκος. Το αγόρι που θα συνέχιζε την αυτοκρατορία του. Η αδυναμία του. Ο μονάκριβός του, όπως συχνά τον αποκαλούσε, βυθίζοντας στη θλίψη την κόρη του.
Ο Αλέξανδρος και η Χριστίνα
Ο Αλέξανδρος Ωνάσης γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου του 1948. Ο Αριστοτέλης δεν ήθελε άλλα παιδιά. Ο γιος θα κληρονούσε την αμύθητη περιουσία του και θα έμπαινε στις επιχειρήσεις. Αυτό ήταν αρκετό.
Του δίνει το όνομα Αλέξανδρος, το όνομα του πολυαγαπημένου θείου του στη Σμύρνη. Μοιραίες που ΄ναι οι συμπτώσεις. Κι εκείνος ο Αλέξανδρος είχε τέλος τραγικό. Κρεμάστηκε από τους Τούρκους το ’22 στη μικρασιατική καταστροφή.
Η Τίνα ήθελε μεγάλη οικογένεια. Έμεινε έγκυος δύο ή τρεις φορές. Την ανάγκασε να κάνει έκτρωση. Ένα δεύτερο παιδί, μάλλον, θα περιέπλεκε τα κληρονομικά.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου, η Τίνα μαθαίνει ότι είναι και πάλι έγκυος. Τον αγνοεί. Στις 11 Δεκεμβρίου του 1950 στη Νέα Υόρκη θα έρθει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Ένα παιδί που εξωτερικά είναι ίδιος ο πατέρας του.
Σε κάθε οικογενειακή δημόσια εμφάνιση οι φωτογράφοι τρέχουν για ένα πλάνο. Όσο ο Αρίστος λατρεύει τα φλας, άλλο τόσο ο μικρός Αλέξανδρος τα απεχθάνεται.
Ο Ωνάσης στέκεται και τους χαμογελάει. Δύο σειρές κατάλευκα δόντια ξεπροβάλλουν κάτω από τα εμβληματικά γυαλιά του. Ο μικρός Αλέξανδρος είναι πίσω του.
Σκύβει και τον παίρνει στην αγκαλιά του. Τυλίγει το αριστερό χέρι του γύρω από το σβέρκο του πατέρα του και μένει να κοιτάζει τον κόσμο που έχει συγκεντρωθεί γύρω τους. Είναι σχεδόν ανέκφραστος. Τα μεγάλα μάτια του μοιάζουν θλιμμένα. Ίσως και να ‘ναι.
Έζησε οικότροφος στα καλύτερα κολέγια της Ευρώπης. Αγαπούσε την ταχύτητα και τα αεροπλάνα.
Ο γιος του ”Ari the Greek”, δηλώνει «ζω όταν βρίσκομαι ψηλά στον ουρανό» και συμπληρώνει: «εάν δεν ήμουν ο γιος του Αριστοτέλη Ωνάση, θα ήθελα να είμαι αεροπόρος».
Η απέχθεια για την Τζάκι και ο έρωτας με τη Φιόνα Φον Τίσεν
Οι σχέσεις με τον πατέρα του δυσκολεύουν όταν εκείνος συνάπτει σχέση με τη Μαρία Κάλλας και παγώνουν τελείως όταν αιφνιδίως παντρεύεται στον Σκορπιό τη χήρα του Κένεντι, Τζάκι.
Δεν θέλει να ακούει ούτε το όνομά της και δημιουργεί συχνά εντάσεις στον Σκορπιό όταν βρίσκονται όλοι μαζί. «Ο πατέρας μου λατρεύει τα μεγάλα ονόματα και η Τζάκι λατρεύει τα χρήματα», φέρεται να είχε πει στους πιο κοντινούς του ανθρώπους προσπαθώντας να εξηγήσει την απόφαση του πατέρα του.
Σκηνές παράλληλες. Ο Αλέξανδρος σε ένα πάρτι της μητέρας του γνωρίζει το μοντέλο Φιόνα Φον Τίσεν, πρώην σύζυγο του βαρόνου Τίσεν. Είναι μεγαλύτερή του κατά 16 χρόνια και μητέρα δύο παιδιών.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν θέλει να ακούει ούτε το όνομά της και δημιουργεί συχνά εντάσεις. Υπάλληλοι στη θρυλική «Λαγουδέρα» στην Ύδρα θυμούνται ακόμη τον Αρίστο να τη στολίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα.
Τη θεωρούσε την πλέον ακατάλληλη επιλογή. Έναν διαρκή περισπασμό από τον στόχο, που δεν ήταν άλλος από την αυτοκρατορία και την πλήρη αφοσίωση του Αλέξανδρου σε αυτή.
Ο Αλέξανδρος δεν έκανε πίσω. Προσπαθούσε να μην «πληγώσει τα αισθήματα του πατέρα του», αλλά να ακολουθήσει κι αυτό που πρόσταζε η καρδιά του.
Από πολύ νωρίς τον παίρνει μαζί του στα επαγγελματικά του ραντεβού. Τον μπολιάζει, τον «ψήνει». Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Αλέξανδρος αναλαμβάνει τη γενική διεύθυνση της Ολυμπιακής Αεροπορίας.
Διαγράφει μία πορεία λαμπρή, παρά την πίεση της αναπόφευκτης σύγκρισης με μία από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές ιδιοφυίες του 20ου αιώνα.
Έρχονται κοντά. Ίσως να προσπαθούν να γεμίσουν τα κενά που άφησε ο χρόνος που πέρασαν χωρίς να χτίσουν μία σχέση τρυφερή. Όλα έδειχναν πως ο Αλέξανδρος θα ήταν ο άξιος συνεχιστής του.
Η μοιραία πτήση
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης γιορτάζει τα γενέθλια του στη Νέα Υόρκη. Ένας υπάλληλος τρέχει κατά πάνω του. «Σας ζητούν στο τηλέφωνο. Είναι επείγον». Ο Αλέξανδρος είναι διασωληνωμένος στο ΚΑΤ.
«Όταν με πήρε στο τηλέφωνο ο Ωνάσης, του εξήγησα πως όλα θα τα πούμε από κοντά. Ήταν δύσκολο σε μένα να μιλήσω για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Αλέξανδρος.
Θυμάμαι την Τίνα, που είχε έρθει από τη Γερμανία, να με πιάνει κλαίγοντας από τον γιακά. “Κάνε τα πάντα, Νίκο. Τα πάντα”, μου είχε πει», θα εξομολογηθεί ο προσωπικός γιατρός της οικογένειας Ωνάση, Νικόλαος Χρηστέας, στη μοναδική συνέντευξη που είχε δώσει.
Ο Αλέξανδρος έφερε βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, έπειτα από τη συντριβή -υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες- ενός Πιάτζιο 136. Ήταν μια απλή δοκιμή.
Ο Αλέξανδρος κάθισε στη δεξιά πλευρά του πιλοτηρίου. Δίπλα του είχε τον έμπειρο Ντόναλντ Μακ Κάσκερ, ο οποίος αναμενόταν να αντικαταστήσει τον Ντόνλορ Μακ Γκρέγκορ αφού για λόγους υγείας έπρεπε να σταματήσει.
Εκείνη η πτήση στο Ελληνικό είχε προγραμματιστεί για να μάθει ο Μακ Κάσκερ το αεροσκάφος, παρουσία και του Αλέξανδρου και του Μακ Γκρέγκορ.
«Τράβα τα καλώδια κι άφησέ τον να κοιμηθεί ήσυχος»
Ο Ωνάσης επιστρέφει στην Ελλάδα, μαζί με τέσσερις κορυφαίους νευροχειρουργούς. Ο Άρης ρώτησε: «θα ζήσει;». Του απάντησαν πως ναι, αλλά δεν θα μπορεί να σκέφτεται ή να μιλά.
«Αυτό δεν θα το ανεχτώ», μονολογεί. «Κάθε προσπάθεια είναι μάταιη, άσκοπη και βασανιστική», τον ενημερώνουν οι γιατροί. Ο Αλέξανδρος είναι κλινικά νεκρός.
«Μην συνεχίζετε άλλο. Σταματήστε τα όλα», θα πει στους γιατρούς, 24 ώρες αργότερα, δίνοντας τη συγκατάθεσή του ώστε ο γιος του να αποσυνδεθεί από τη μηχανική υποστήριξη. «Τράβα τα καλώδια κι άφησέ τον να κοιμηθεί ήσυχος».
Η σορός του μεταφέρεται στον Σκορπιό. Ο πατέρας του αρνείται να τον θάψει και ταριχεύει το σώμα του, το οποίο και διατηρεί στον Σκορπιό σχεδόν για τρεις εβδομάδες.
Ο άλλοτε πομπώδης Ωνάσης, κατηφορίζει αμίλητος στο εκκλησάκι του νησιού και κάθεται για ώρες πλάι στο άψυχο σώμα του γιου του.
Ο καλός του φίλος, Μητροπολίτης Λευκάδας, τον πείθει να θάψει τον Αλέξανδρο. Λίγες ακόμα κουβέντες και φεύγει από την Ελλάδα με προορισμό τη Νέα Υόρκη.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν άντεχε να δει το φέρετρο να κατεβαίνει. Όλα τα μάτια τον αναζητούν. Ο Ωνάσης δεν θα είναι παρών στην κηδεία του Αλέξανδρου.
Θα επιστρέψει στον Σκορπιό δύο ημέρες αργότερα και θα κατευθυνθεί στο εκκλησάκι, στον τάφο του παιδιού του. Θα ξαπλώσει δίπλα στο λευκό μάρμαρο κι εκεί θα μείνει για ώρες. Ο Αλέξανδρος ήταν 25 ετών.
«Τότε, είμαι ο φτωχότερος άνθρωπος στον κόσμο»
Μετά τον θάνατο του γιου του, δίνει συνέντευξη τύπου στη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων της Ολυμπιακής, στη Λεωφόρο Συγγρού στον αριθμό 96.
Ο Ωνάσης πίστευε πως πίσω από τον θάνατο του Αλέξανδρου κρυβόταν οι μυστικές υπηρεσίες. Επικήρυξε τότε τους δολοφόνους του γιου του με 1 εκατομμύριο δολάρια.
Ο Ωνάσης φοράει μαύρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα. Σαστισμένοι οι φωτογράφοι σηκώνουν τις κάμερες. Τον βλέπουν για πρώτη φορά δακρυσμένο.
«Πώς νιώθετε κύριε για αυτό;», ρωτούν οι δημοσιογράφοι. Ψελλίζει, δεν μιλάει. «Όπως κάθε άλλος άνθρωπος. Δεν είμαι τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα το εξαιρετικό.
Όπως θα ένιωθε κάθε πατέρας. Ήταν καλό παιδί. Πολλά υποσχόμενο παιδί», απαντάει.
Στην τσέπη του σακακιού του είχε βάλει ένα λευκό μαντήλι με τα αρχικά ΑΑΩ. Εκείνο το πρωί στους βουβούς διαδρόμους του ΚΑΤ, θα ρωτήσει τον γιατρό που χειρούργησε τον Αλέξανδρο:
«Αν έδινα όλα μου τα λεφτά κι ακόμα περισσότερα, θα μπορούσε ο γιος μου να γίνει καλά;». «Δυστυχώς, όχι», απάντησε ο γιατρός. «Τότε, είμαι ο φτωχότερος άνθρωπος στον κόσμο».
Πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 15 Μαρτίου του 1975, στο αμερικανικό νοσοκομείο του Παρισιού. Θα ταφεί στον Σκορπιό, δίπλα στον Αλέξανδρο.