Απόγευμα καθημερινής στην Αναπαύσεως στο Μετς. Σε ένα εξωτερικό τραπεζάκι γνωστού μπαρ της περιοχής, στο χείλος του ευρύχωρου πεζοδρομίου, κάτω από την παχιά σκιά ενός δέντρου, συμφωνούμε με τον Ρένο Χαραλαμπίδη να πατηθεί το κουμπί της ηχογράφησης και να ξεκινήσει η συνέντευξή μας, μερικά μόνο 24ωρα πριν από τη δημοσιογραφική προβολή της πέμπτης μεγάλου μήκους ταινίας του «Νυχτερινός Εκφωνητής», που κάνει επίσημη πρεμιέρα στα θερινά την Πέμπτη 20 Ιουνίου.
«Μισή ώρα», μου λέει, σαν να ανακοινώνει κάτι σημαντικό ή σαν να σχολιάζει το πόση ώρα κάνει να παρκάρει μια κυρία που παλεύει ακριβώς δίπλα μας να χωρέσει το ΙΧ της ανάμεσα σε δύο άλλα. «Pardon?», απαντώ μπερδεμένη. «Μισή ώρα», επαναλαμβάνει εκείνος με τον ίδιο επίσημο τόνο στη φωνή. «Αυτός είναι ο τίτλος του ποιήματος από το οποίο έχω τον στίχο “βοηθώντας κιόλας πολύ ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός” στη νέα μου ταινία. Είναι από τα “Κρυμμένα Ποιήματα” του Κωστή (Καβάφη)», εξηγεί και ξεκινά την απαγγελία, την αρχή της οποίας απολαμβάνει πλέον και η κυρία που έχει καταφέρει εν τω μεταξύ να παρκάρει και περπατά αργά και προσεκτικά πίσω από την πλάτη του. «Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο. Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει. Έτσι στο μπαρ προχθές — βοηθώντας κιόλας πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός — είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική. Και το κατάλαβες με φαίνεται, κι έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες. Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα, χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου, χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά».
Έτσι ποιητική ήταν και η ατμόσφαιρα στην ταράτσα του «Άνεσις» προχθές, το βράδυ της πρώτης προβολής ενώπιον εκπροσώπων των ΜΜΕ, πρωταγωνιστών της ταινίας και «αόρατων» συντελεστών, όπως ο Μιχάλης Ρακιντζής, ο οποίος έντυσε μουσικά αρκετά σημεία του φιλμ με το τραγούδι του «Μωρό μου φάλτσο» με το οποίο συστήθηκε στο ελληνικό κοινό τη δεκαετία του ’90. «Απόψε χτίζουμε το οχυρό του αθηναϊκού ρομαντισμού», ήταν η απάντηση του Ρένου Χαραλαμπίδη στο πρώτο παρατεταμένο χειροκρότημα που εισέπραξε για τη νέα του ταινία ενώ, ταυτόχρονα, στη μεγάλη οθόνη έπεφταν οι τίτλοι τέλους. Παρακάτω τα όσα κατέθεσε ο ίδιος στο ΒΗΜΑ μιλώντας «Σε πρώτο Ενικό» αμέσως μετά την απαγγελία του ποιήματος και λίγο πριν από τον πρώτο μικρό θρίαμβο που σημείωσε ήδη ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» στο πρώτο δείγμα αθηναϊκής φυλής που αφέθηκε γλυκά στη γοητεία του.
*Καθώς μεγάλωνα στον αναλογικό κόσμο, συνέβαινε κάτι που οι νεότεροι δεν το ξέρουν. Τις νύχτες, στις 12, η τηλεόραση έκλεινε. Όταν ήσουν έφηβος, λοιπόν, το ’80, το νυχτερινό ραδιόφωνο ήταν γεμάτο αστρόσκονη και εικόνες. Πιστεύω ότι αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης ακούγοντας κρατικό ραδιόφωνο τη νύχτα. Τρομερά θεατρικά, τρομερές συζητήσεις, τρομερές αφηγήσεις που μου επέτρεπαν να φαντάζομαι. Γι’ αυτό και η νέα μου ταινία «Νυχτερινός Εκφωνητής» είναι και μία ταινία ήχου. Έδωσα μεγάλο αγώνα για να είναι η ηχητική μπάντα ισάξια της εικόνας. Γιατί για μένα ο κινηματογράφος είναι ο συνδυασμός εικόνας και ήχου.
*Ο «Τζουμ ντε λα Τζουμ» (Κωνσταντίνος Τζούμας) ήταν αυτός που νομίζω μου έδωσε τη σκυτάλη να συνεχίσω στον En Lefko 87,7. Θυμάμαι μου έλεγε πάντα «Ρένο, μην τα παίρνεις τα πράγματα και τόσο σοβαρά». Ή καμιά φορά του έλεγα ότι είμαι ανόητος και μου απαντούσε: «Δεν είσαι ανόητος. Ό,τι λάθη κάνεις, τα κάνεις από κεκτημένη ταχύτητα. Όταν πέσει η ταχύτητα, θα φύγει κι η χαζομάρα».
*Σε όλους τους εαυτούς όλων των προηγούμενων ταινιών μου θα έλεγα το ίδιο πράγμα: «Έσο έτοιμος». Είναι σκληρό αυτό που λέω αλλά υπήρξα απροετοίμαστος αρκετές φορές και αυτό είναι από τα λάθη της ζωής μου που τα αναγνωρίζω. Πολλές φορές πήγα στο πεδίο της μάχης όχι τόσο προετοιμασμένος όσο απαιτούσε η συνθήκη. Τώρα, λοιπόν, έχοντας κατακτήσει τη διαχρονικότητα με τα «Φτηνά Τσιγάρα» και με «Τα τέσσερα μαύρα κουστούμια» που και αυτά παίζονται πολύ, βρίσκω τη δύναμη να το πω. Θα μπορούσα να είχα προετοιμαστεί καλύτερα.
«Τώρα που κοιμήθηκαν οι γονείς μου, συνειδητοποιώ ότι ήταν οι μεγάλοι μου δάσκαλοι. Και με δίδαξαν με τις πράξεις τους, όχι με τα λόγια τους».
*Κάποτε ρώτησα τον πατέρα μου, «ποιο θα ήταν το χειρότερο πράγμα που θα άκουγες για μένα και θα ντρεπόσουν;». Αμέσως μου είπε, «είσαι το παιδί μου, ό,τι και να γινόταν, θα σε υπερασπιζόμουν». Μετά από πολύ καιρό, όμως, στο χωριό, στο Σπήλαιο στον Έβρο, μου είπε, «ξέρεις τι δεν θα άντεχα να ακούσω για σένα, ρε συ Ρένο;». Λέω, «τι ρε μπαμπά;» «Ότι είσαι δειλός». Αν, λοιπόν, δεν αναγνώριζα τα λάθη μου σε ταινίες που είχαν επιτυχία, θα ένιωθα δειλός.
*Η δεκαετία που διανύουμε τώρα ξεκίνησε για τη ζωή μου με ένα μοιραίο γεγονός που τη σημάδεψε, την κοίμηση των γονιών μου. Δεν είναι δράμα γιατί έφυγαν πλήρεις ημερών. Ήταν κομμάτι της φύσης. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είμαι θνητός, επιτρέπω στον εαυτό μου ένα πένθος με μέτρο. Ως γνωστόν, και από την εκκλησία, από τα «σαράντα» και μετά δεν πενθούμε. Τώρα που κοιμήθηκαν, συνειδητοποιώ ότι ήταν οι μεγάλοι μου δάσκαλοι. Και με δίδαξαν με τις πράξεις τους, όχι με τα λόγια τους. Αυτό εννοούμε όταν λέμε «δάσκαλος». Αυτός που διδάσκει με τα λόγια είναι ένας θεωρητικός. Ένας κριτικός κινηματογράφου.
*Η δεκαετία που διανύουμε είναι για μένα η δεκαετία της μεγάλης μαγείας. Η δεκαετία που εκτυλίσσεται η ψηφιακή επανάσταση στο μεγαλείο της. Και δεν πιστεύω ότι το AI θα κλέψει από τους καλλιτέχνες οτιδήποτε γιατί το AI δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα από τη μαγεία του λάθους.
*Ξεκίνησα και παραμένω με τον (Τζιμ) Τζάρμους. Όλες οι ταινίες μου έχουν κάτι από το αυστηρό κάδρο, από τη στατικότητα, από τον αυτοσαρκασμό, από το ανορθόδοξο αλλά και από έναν σκοτεινό ρεαλισμό. Αυτός νομίζω είναι η μεγαλύτερη επιρροή μου.
«Στον κινηματογράφο καλούμαστε να πούμε τα ίδια πράγματα με τον δικό μας τρόπο».
*Είμαι από τους σκηνοθέτες που ενώ πηγαίνω πολύ οργανωμένος στο γύρισμα, τινάζω τα πάντα στον αέρα στο σενάριο. Το σενάριο πρώτα γράφεται στο μυαλό μου. Μετά γράφεται στο χαρτί. Μετά γράφεται στο γύρισμα. Μετά ξαναγράφεται στο μοντάζ. Και στο τέλος γράφεται από την προσωπική ματιά του κάθε θεατή. Έχω σταματήσει πια να ματαιοπονώ προσπαθώντας να φέρω το σενάριό μου σε τέλεια μορφή στο χαρτί.
* Έχω, όπως οι περισσότεροι φαντάζομαι, καταιγισμό πρωτότυπων ιδεών. Που τελικά ποτέ δεν είναι πρωτότυπες. Θα ήθελα να πω στους επίδοξους σεναριογράφους και δημιουργούς ότι όχι απλά έχουν ειπωθεί όλα, έχουν ειπωθεί όλα με όλους τους τρόπους. Αυτό που δεν έχει ειπωθεί, όμως, είναι η προσωπική ματιά ενός όντος που τώρα, στη συγκεκριμένη στιγμή διαστολής του σύμπαντος, ζει πολύ λίγα χρόνια. Η ιστορία του εκάστοτε σκηνοθέτη, του εδώ και του τώρα. Άρα, στον κινηματογράφο καλούμαστε να πούμε τα ίδια πράγματα με τον δικό μας τρόπο.
*Μια συμβουλή προς όποιον θέλει να κάνει σινεμά: Θα είσαι αγχωμένος για πάντα. Η μοίρα του καλλιτέχνη είναι η μοίρα της αγωνίας.
*Εγώ και ο Τσιώλης είμαστε αδελφοί σκηνοθέτες. Όταν με συναντούσε ο Τσιώλης, μου έλεγε: «Ρένο, σου χρωστάω μια ταινία. Θέλω να παίξεις έναν δάσκαλο σε ένα απομακρυσμένο χωριό». Έλεγα, «θα ‘ναι κωμωδία;». «Τρελή», μου απαντούσε. Δεν προλάβαμε να την κάνουμε. Πιστεύω ότι ο Τσιώλης έχει τους πιο ωραίους τίτλους ταινιών. «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες». «Έρωτας στη Χουρμαδιά». «Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε». «Σχετικά με τον Βασίλη». «Μια τόσο μακρινή απουσία». Με τέτοιους τίτλους, δεν χρειάζεται να γυρίσεις ταινίες.
*Ο ορισμός της καλής ταινίας είναι ένας. Να έχει ενδιαφέρον. Τελεία.
*Αγαπώ την «Καζαμπλάνκα» γιατί δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Η «Καζαμπλάνκα» είναι η ιστορία ενός άντρα που χάνει την ίδια γυναίκα δύο φορές. Είναι η ιστορία ενός άντρα κορόιδου. Ενός άντρα μικρόψυχου που τελικά την αφήνει να φύγει γιατί έχασε την εκτίμηση που έχει σε αυτήν. «Θα έχουμε το Παρίσι», όχι αυτό που είσαι τώρα. Θα έχουμε το ψέμα μας, όχι αυτό που είσαι. Και στο φινάλε, άμα ξαναδούμε την ταινία, στο τέλος αυτή θα μπορούσε να μη φύγει με τον επιτυχημένο επαναστάτη. Να μείνει με τον μπεκρή. Έφυγε.
*Η πρώτη ταινία που με τάραξε μέσα μου ήταν το «Rocky» ασφαλώς. Το οποίο είναι αριστούργημα και βαθιά ποιητικό.
*Aγαπώ πάρα πολύ τον (Γιώργο) Τζαβέλλα, όπως όλοι μας, και αγαπώ την «Κάλπικη Λίρα» για την ατάκα του Δημήτρη Χορν, «ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να παντρεύεται». Μεγάλη αλήθεια. Ο Τζαβέλλας είναι ο γίγαντας.
«Κάθε φορά που κλείνει ένα σινεμά, νιώθω σαν να σβήνει ένα αστέρι από τον έναστρο αττικό θόλο».
*Επειδή ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» αναφέρεται στις αρχές του ‘90, το «Μωρό μου Φάλτσο» που ακούγεται στην ταινία είναι ένα τραγούδι που τότε το ακούγαμε όλοι, έστω και μυστικά, γιατί όλοι παριστάναμε τους κουλτουριάρηδες ενώ αγαπούσαμε τον Μιχάλη Ρακιντζή. Είναι ένας μακρινός χαιρετισμός στον Μιχάλη από μια γενιά που και τον αγάπησε, και τον αμφισβήτησε. Πια, όμως, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι αναγνωρίζω το μεγάλο συνθετικό του ταλέντο και τη βαθιά συγκίνηση των στίχων του που ισορροπούν υπέροχα ανάμεσα στην παιδικότητα, στην πίκρα του απροσδόκητου έρωτα και μιας καλά κρυμμένης σοφίας που δεν βγαίνει σε πρώτο πλάνο για να μη μας βαρύνει.
*Στις σεξουαλικές σκηνές στο σινεμά ντρέπομαι.
*Εδώ και πολλά χρόνια οι ταινίες μου προβάλλονται στα καλοκαιρινά σινεμά και πηγαίνω και τις βλέπω με το κοινό. Έχω αποκτήσει, λοιπόν, πολύ δυνατή σχέση μαζί του. Αυτό με κάνει να ξεχνάω τις κριτικές. Αυτό με κάνει να ξεχνάω τα «αστεράκια». Αυτό με κάνει να νιώθω λες και η πρεμιέρα έχει γίνει. Τους ξέρω και με ξέρουν. Νιώθω ότι τη νέα ταινία μου την έχουν ήδη δει.
*Κάθε φορά που κλείνει ένα σινεμά, νιώθω σαν να σβήνει ένα αστέρι από τον έναστρο αττικό θόλο.
*Η Αθήνα είναι πολλές πόλεις. Δεν είναι μία. Μ’ αρέσει το κέντρο. Μ’ αρέσει το Περιστέρι. Μ’ αρέσει η Πετρούπολη. Μ’ αρέσουν τα Λιόσια. Μ’ αρέσει ο Άγιος Δημήτριος. Μ’ αρέσει ο Περαιάς. Μ’ αρέσουν όλα. Αν διάλεγα άλλη πόλη, θα πήγαινα να ζήσω στη Ναζαρέτ όπου θα άνοιγα ξυλουργείο. Γιατί; Για να κάνω εντύπωση.
«Ζω όπως θα ήθελα να ζήσω. Έγινα αυτός που ονειρεύτηκα».
*Όταν ακούω «ελληνικό καλοκαίρι», στο μυαλό μου έρχονται σανδάλια. Η Αθήνα είναι υπέροχη πόλη για αυτούς που θέλουν να βγάζουν τα δάχτυλά τους στον ήλιο. Είμαστε πόλη του σανδαλιού από την αρχαιότητα.
*Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα να κάνω και δεν το έχω κάνει. Είμαι πλήρης. Ζω όπως θα ήθελα να ζήσω. Έγινα αυτός που ονειρεύτηκα. Τα λεφτά που έχω μπορούν να ικανοποιήσουν όλα μου τα «θέλω».
*Κάνω μετά θάνατον σχέδια. Τι θα απογίνουν τα αρνητικά των ταινιών μου. Έχω επηρεαστεί πολύ από τους Samurai, οι οποίοι όταν πήγαιναν στη μάχη και πετύχαιναν ένα χτύπημα, είχαν υπολογίσει, σε περίπτωση που τους έκοβαν το κεφάλι, να έχουν ακόμα μια κίνηση εναντίον του εχθρού. Υπερβολές. Αλλά έτσι είμαστε εμείς.
*H αυτογνωσία είναι μια ουτοπία. Μάλλον για να πας παρακάτω βοηθητική είναι η αυτοπαρατήρηση και όχι η προσπάθεια για αυτογνωσία.
*Τι δεν θα έκανα ποτέ; Δεν θα κατέστρεφα ένα υπέροχο ψέμα για μια αδιάφορη αλήθεια.
«Κάτι που βρίσκω ανυπόφορο στους ανθρώπους είναι οι εύκολες κρίσεις».
*Πιστεύω ότι ένας επιτυχημένος έρωτας αφορά μόνο αυτούς τους δύο που το ζουν. Γιατί να ακούσω μια ιστορία που όλα πήγαν καλά; Που γνωρίστηκαν, πέρασαν υπέροχα, παντρεύτηκαν, έκαναν υπέροχα παιδιά, έζησαν πολύ ωραία; Συγχαρητήρια. Αυτό είναι κάτι που αφορά αυτούς τους δύο. Όταν όμως τα πράγματα δεν πάνε καλά και αναγκαζόμαστε να στραφούμε στην εσωτερική ενατένιση, να μισήσουμε και μετέπειτα να συγχωρέσουμε για να απεγκλωβιστούμε από τη σχέση, τότε, νομίζω, γεννιέται το υλικό που οι άνθρωποι μπορούμε να μοιραστούμε μεταξύ μας.
*Κάτι που βρίσκω ανυπόφορο στους ανθρώπους είναι οι εύκολες κρίσεις.
*Όταν συμβαίνει κάτι κακό, κλείνω τα μάτια, αφήνω να μπει μόνο λίγο φως από τη σχισμή, όλα γίνονται θολά και λέω από μέσα μου, «Ρένο, όλο αυτό που ζεις είναι κάτι το οποίο θα χαθεί. Μην το παίρνεις σοβαρά. Πάρ’ το ανάλαφρα».
*Ποιος δεν φοβάται τη φθορά;
*Ο άνθρωπος που είναι άπληστος στην πραγματικότητα δεν αγαπάει το χρήμα. Δεν αγαπάει τη μαγική συνεννόηση συναλλαγής. Ο άπληστος άνθρωπος είναι κάποιος με ένα μεγάλο κενό στην καρδιά του που προσπαθεί να το γεμίσει. Νιώθω μεγάλη συμπόνοια για αυτόν. Είναι χαμένος από χέρι.
*Να γελάσω μέχρι δακρύων μπορεί να με κάνει η βλακεία μου που δεν την έχω πάρει χαμπάρι. Μου φαίνομαι πολύ αστείος όταν διαπιστώνω κάποιες φορές ότι είμαι βλάκας.
*Ακόμα δεν ξέρω τι θα ‘θελα να γράφει το μνήμα μου. Ξέρω όμως τι θέλω να γράφει το «αυτί» της βιογραφίας που κάποτε, κάποιος θα γράψει για μένα. «Πολλές πόλεις διεκδικούν την καταγωγή του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ».
Κεντρική φωτογραφία: Δημήτρης Καπάνταης