«Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας»

Η παραπάνω ρήση του Μάνου Χατζιδάκι τον αντιπροσωπεύει απολύτως. Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται στις 15 Ιουνίου από τον θάνατό του (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) και η απουσία του είναι εκκωφαντική.

Ενεργός πολίτης, συνθέτης, άνθρωπος που δεν έκρυψε τις θέσεις και τις απόψεις του όχι μόνο για τη μουσική, «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του». Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον. (Το ίδιο κείμενο παράλληλα είχε δημοσιευθεί και στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»).

«Αναζητούσε το ουσιώδες, την αισθητική της ζωής σε εποχές που κυριαρχούσε (και κυριαρχεί) το επουσιώδες».

Δεκαετίες νωρίτερα έγραφε στο περιοδικό Νέα Γενιά της ΕΠΟΝ, το 1949 είχε δώσει τη διάλεξη για ρεμπέτικο, ταράζοντας τα νερά, συνέβαλε στην άνθηση του Τρίτου Προγράμματος, στην Μεταπολίτευση, ακολούθησε το περιοδικό Τέταρτο στη δεκαετία του ’80, συγκρούστηκε με τον αυριανισμό, δημιούργησε τις γιορτές των Ανωγείων, του Μουσικού Αυγούστου στο Ηράκλειο, τους Αγώνες Τραγουδιού στην Κέρκυρα και την Καλαµάτα και τόσα άλλα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είναι μόνο ο συνθέτης των «Παιδιών του Πειραιά» του Οσκαρ ή ακόμα και του «Χαμόγελου της Τζοκόντας», των «Reflections», της «Πορνογραφίας», του «Μεγάλος Ερωτικού», της «Σκοτεινής Μητέρας», του «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα», των τραγουδιών που παλιού ελληνικού κινηματογράφου, οι θεατρικές / κινηματογραφικές συνθέσεις του ή ο διευθυντής Ορχήστρας. Ο συνθέτης με τον γωνιώδη δημόσιο λόγο του όπως και με τη μουσική του αναζητούσε το ουσιώδες, την αισθητική της ζωής σε εποχές που κυριαρχούσε (και κυριαρχεί) το επουσιώδες.

Η μουσική του διανθισμένη με το λεπτό και ενίοτε καυστικό χιούμορ που διέθετε και ο ίδιος, δεν άνοιξε μόνο δρόμους αλλά αποτέλεσε έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ή μήπως παραμένει ο μεγάλος αναρχικός της αστικής τάξης;

Νατάσα Μποφίλιου: «Χάρισε μια καινούρια ζωή στις λέξεις και στα όργανα που διάλεγε για να τις πουν»

Ο Χατζιδάκις μου.

Ο ευαίσθητος. Ο αναρχικός. Ο μέγας.

Το έργο του, μήτρα που γέννησε τραγούδια που μας ξύπνησαν, μας δάκρυσαν, μας έκαναν να φύγουμε για λίγη ώρα από τα θνητά και συγκεκριμένα. Τραγούδια χωρίς εξουσία γεμάτα ομορφιά και αίμα. Χάρισε μια καινούρια ζωή στις λέξεις και στα όργανα που διάλεγε για να τις πουν. Σαν ποτέ να μην είχαμε ξανακούσει, το σ’ αγαπώ, το παιδί ή το σπαθί, τον τρελό ή το ποτάμι. Σαν να μην έπαιξε ξανά το φλάουτο και το μαντολίνο μέχρι εκείνη τη στιγμή που ο Χατζιδάκις τα διάλεξε να πουν μια ιστορία.

Θυμάμαι τον μπαμπά μου να λέει: «Ο Μίκης είναι ο πατέρας και ο Μάνος είναι η μάνα».

Ίσως γι αυτό δεν αισθάνθηκα ποτέ μέσα στην μουσική άριζη ή ορφανή.

Άρης Δαβαράκης: «Ήταν ο πιο γειωμένος μεταφυσικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει (ή φανταστεί)»

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν συνδεδεμένος με το άνω τερματικό ακατάπαυστα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την δυνατή του σχέση με την εποχή του και την καθημερινότητα. Ήταν πολύ νέος – κι’ ας τον γνώρισα στα 52 του. Είχε απίστευτο χιούμορ ενώ ήταν συγχρόνως απολύτως σοβαρός και είχε μια πολύ παράξενη ιδιότητα:  Ήταν πολύ πιο όμορφος από την υλική του υπόσταση. Δεν παρίστανε ποτέ τον «διανοούμενο», δεν έλεγε μεγάλα λόγια, δεν διαφήμιζε τις γνώσεις του και δεν τον θυμάμαι ποτέ να διηγείται τι έκανε στο Broadway, τι του είπε ο Σεφέρης ή πόσο τον εκτιμούσε ο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Του άρεσε πιο πολύ να βάζει σε δύσκολη θέση τους υπουργούς του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ποτέ τον ίδιον)  μιλώντας από το κρατικό ραδιόφωνο για την εποχή που «κάπνιζε μαριχουάνα με τους φίλους του στην Νέα Υόρκη».

Δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά δεν ήθελε και να είναι κάποιος άλλος. Δεν ονειρευόταν να κάνει «διεθνή καριέρα», να διευθύνει σαν τον φον Κάραγιαν, να συνθέσει έργα για συμφωνικές ορχήστρες ή να κάνει σουξέ. Του αρκούσε και με το παραπάνω η μελωδία που άπλωνε σαν φυσικό φαινόμενο όταν τα δάχτυλα του άγγιζαν τα πλήκτρα του πιάνου. Μου είχε δώσει την πιο ακριβή συμβουλή: «Να μην αποταμιεύεις εδώ, να αποταμιεύεις στην Τράπεζα του Ουρανού». Ήταν ο πιο γειωμένος μεταφυσικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει (ή φανταστεί).

Όταν έφτανε στο «Τρίτο Πρόγραμμα» ο διάδρομος ευωδίαζε Vetiver του Lanvin. Αγαπούσε πολύ το Παρίσι.  Σου έσφιγγε το χέρι κι’ ευωδίαζες κι’ εσύ. Γελούσε, έλεγε αστεία ανάμικτα με πολύ καλυμμένες απλές συμβουλές. Είχε  νόημα. Δεν έβριζε ποτέ. Η χειρότερη «βρισιά» που έχω ακούσει να βγαίνει από το στόμα του είναι το «είναι ανόητος, βλαξ». Τον ενοχλούσε πολύ το ραδιόφωνο στα ταξί και ζητούσε αγριεμένος από τον οδηγό να το κλείσει αμέσως. Θύμωνε και φούσκωνε απ’ τον θυμό αλλά για δευτερόλεπτα. Αμέσως ανακτούσε τον έλεγχο και έλεγε ένα καλό αστείο.

Τριάντα χρόνια τώρα απουσιάζει και είναι παρών, όπως όταν ήταν επί της γης όντας συγχρόνως εκεί που είναι τώρα. Ήταν σαν το φως που δεν δίνει σημασία στα σύννεφα γιατί ταυτίζεται με την πηγή του, τον ήλιο. Όταν ο Δήμος Γλυφάδας (τότε ΠΑΣΟΚ) μάς κυνηγούσε με σκουπιδιάρες και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη επαναστατικά στο Club Αεροδρόμιο του Τάσου Μελετόπουλου μάς είχε πει να τους απαντάμε από μέσα με Μάνο Χατζιδάκι για να τους εκνευρίζουμε ακόμα πιο πολύ. Είχε προτείνει μάλιστα να παίζουμε το «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω». Φυσικά το κάναμε και, πράγματι, εκνευρίστηκαν πάρα πολύ.

Είμαι περίεργος. Την ώρα που θα φύγω και εγώ από εδώ, πώς θα ξαναβρεθούμε; Δεν ανησυχώ για το «αν». Είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί.  Το πώς είναι κι’ αυτό τυλιγμένο στο μεγάλο Μυστήριο.