Η παρουσία της Αθήνας στη σύνοδο κορυφής της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στα Σκόπια, δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Οι προκλήσεις της νέας κυβέρνησης και της προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας σχετικά με την ονομασία της χώρας τους και τη Συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για της συμμετοχή της χώρας μας. Ωστόσο, στο Μέγαρο Μαξίμου και στο υπουργείο Εξωτερικών επικράτησαν ψύχραιμες σκέψεις και στη σύνοδο παρευρέθηκαν ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, εκπροσωπώντας τον Πρωθυπουργό, και η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία έχει βαθιά γνώση των βαλκανικών ισορροπιών και παρέστη στις επαφές σε επίπεδο ΥΠΕΞ.
Η ελληνική πλευρά δεν στάθηκε στα διμερή προβλήματα με τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά αξιολόγησε την ευρύτερη κατάσταση. Η ανησυχία έχει ενταθεί για ολόκληρη την περιοχή, εξαιτίας της ρωσικής επιθετικότητας και των προσπαθειών διείσδυσης σε αυτές τις χώρες, ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, της εκρηκτικής σχέσης ανάμεσα στη Σερβία και στο Κόσσοβο, των θεμάτων κράτους δικαίου στην Αλβανία. Σε αυτό το ασταθές περιβάλλον, οι ευρωεκλογές πρόσθεσαν άλλο ένα επίπεδο δυσκολίας με την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και της ακροδεξιάς, δυνάμεων που είναι φιλορωσικές και αντίθετες στη διεύρυνση της ΕΕ.
Η πρόσφατη ιστορία δεν εμπνέει αισιοδοξία, καθώς πριν μπλοκάρει η Βουλγαρία την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας των Σκοπίων, είχε προηγηθεί το Γαλλικό και το Ολλανδικό βέτο. Αν η Λεπέν επικρατήσει στις γαλλικές εκλογές το ευρωπαϊκό εισιτήριο πιθανότατα θα γίνει μακρινό όνειρο για τη γειτονική χώρα. Υπό κανονικές συνθήκες το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Βόρεια Μακεδονία είναι η επιδείνωση των σχέσεων της με την Ελλάδα, η οποία διαχρονικά τάσσεται υπέρ της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, της σταθερότητας στην περιοχή και της περιφερειακής συνεργασίας.
Τα μηνύματα από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους της Βόρειας Μακεδονίας δεν είναι ενθαρρυντικά, η σύντομη χειραψία που είχε ο Γ. Γεραπετρίτης με την πρόεδρο Γκορντάνα Σιλάνοφσκα στο περιθώριο της συνόδου λέει πολλά.
Ο υπουργός Εξωτερικών αντιμετώπισε την κατάσταση ως μια ευκαιρία αφενός να δείξει ότι η Ελλάδα παραμείνει ενεργή στην υποστήριξη της ενταξιακής διαδικασίας των Δυτικών Βαλκανίων από τη Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης του 2003 μέχρι σήμερα. Και αφετέρου να ξεκαθαρίσει ότι η στάση της χώρας μας δεν αποτελεί λευκή επιταγή για κανέναν. Οι προϋποθέσεις που έθεσε είναι, η απόδειξη ανθεκτικότητας της δημοκρατικής κουλτούρας, ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, οι μεταρρυθμίσεις στο Κράτος δικαίου, οι σχέσεις καλής γειτονίας, και η τήρηση συμφωνηθέντων στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου.
Σε μια συγκυρία που το ευρωπαϊκό μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων κινδυνεύει να μπει στο ράφι, ίσως θα ήταν πιο σώφρων για αυτές τις χώρες να συνταχθούν με τις παραδοσιακές δυνάμεις στην ΕΕ που υποστηρίζουν το αίτημα τους και να επενδύσουν στην ευημερία και όχι στο χάος του εθνικισμού. Στην πρώτη περίπτωση, η προοπτική τους περνάει αναγκαστικά από την Αθήνα.