Ποτέ δεν είναι αργά. Για τίποτα. Ποτέ δεν είναι αργά να ερωτευτεί κανείς ή να αρχίσει να απολαμβάνει την μοναχικότητά του. Όπως ποτέ δεν είναι αργά για έναν άνθρωπο να μάθει να παίζει ένα καινούριο όργανο μουσικής ή να αρχίσει να αφουγκράζεται απλά τις ανάγκες του, αγνοώντας τον αφόρητο κοινωνικό θόρυβο. Κυρίως, ποτέ δεν είναι αργά για να ζητήσει κανείς βοήθεια· για να αναζητήσει θεραπεία για τα τραύματά του ή, ακόμα και να τολμήσει να εκτεθεί σε συνθήκες που μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους για νέα τραύματα.
Στο πέμπτο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου του «Maestro», οι ήρωες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταρρίπτουν τη λαϊκή ρήση που θέλει τον χρόνο να είναι γιατρός και μάλιστα ο καλύτερος. Ο χρόνος δεν λύνει, δεν γιατρεύει. Ο χρόνος μαγκώνει, σκουριάζει, φθείρει και αποκαλύπτει μυστικά και ψέματα. Φέρνει την αλήθεια στη επιφάνεια. Αυτή είναι η δουλειά του. Αν λοιπόν κάποιος αναζητά γιατρειά, το μόνο που έχει να κάνει είναι να πάψει να αφήνει τον χρόνο να περνά χωρίς να κάνει κάτι. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, μα πριν αρχίσει να φαντάζει ταξιδάκι αναψυχής η ζωή όταν κουβαλάς ένα ή και παραπάνω τραύματα, θέλει δουλειά.
Συν Αθηνά…
Πριν την απογείωση κάθε αεροπλάνου, μία ή ένας αεροσυνοδός δίνει οδηγίες και συμβουλές στους επιβάτες για την περίπτωση που όλα πάνε στραβά. Μία από τις σημαντικότερες συμβουλές είναι πως, πριν επιχειρήσεις να βοηθήσεις οποιονδήποτε συνεπιβάτη σου, πρέπει πρώτα να βεβαιωθείς ότι έχεις πάρει όλες τις προβλεπόμενες προφυλάξεις καταρχάς για τον εαυτό σου. Η Μαρία, λοιπόν, όχι μόνο βοηθά, αλλά βοηθιέται κιόλας. Το ταξίδι της στην Κέρκυρα, αν και σύντομο, ήταν καθοριστικό. Έτσι, με την επιστροφή της στους Παξούς, ξεκινά θεραπεία. Ψυχοθεραπεία.
Ετοιμάζεται για την πρώτη της συνεδρία με τη χαριτωμένη αγωνία σχολιαρόπαιδου πριν το πρώτο ραντεβού. Βάζει λακ, λίγο κραγιόν, βεβαιώνεται πως η κάμερα του υπολογιστή την κολακεύει και ξεκινά. Η Μαρία θα λάβει βοήθεια ουσιαστική επιτέλους και θα πάψει να μιλά σε νεωκόρους που πρόθυμα μεν την ακούν κι ακόμα πιο πρόθυμα προσφέρουν μια – όποια – συμβουλή, η βοήθεια όμως που δύνανται να προσφέρουν είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, η Μαρία, που όπως έχει πει η ίδια για τον εαυτό της «δεν της έμαθε κανείς να ντρέπεται», κάνει μια απόλυτα ειλικρινή αναδρομή στο κοινό παρελθόν της με τον Χαράλαμπο, από τον οποίο μοιάζει πια να θυμάται μόνο τα ψέματα, την προδοσία και, κυρίως, το ξύλο. Δεν θυμάται καν πώς οι δυο τους παντρεύτηκαν ή την ημέρα που της έκανε πρόταση γάμου. «Δεν νομίζω ότι μου το ζήτησε, δεν με ρώτησε, ήταν δεδομένο τότε…», ανακαλεί.
Μια κοινωνία φόβου
Η τραγική ειρωνεία, όμως, είναι πως κάποιοι δεν ρωτούν ούτε σήμερα που υποτίθεται οι κοινωνίες των ανθρώπων έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς την ισότητα των φύλων. Αντίθετα, αποφασίζουν και διατάσσουν. Ο Θάνος, για παράδειγμα. Οσο η Μαρία αφηγείται όσα έζησε, ο νεαρός γιατρός, που όλον αυτόν τον καιρό συμπεριφέρεται σαν να ακολουθεί κάποιον οδηγό για νεαρούς δυνάστες βήμα-βήμα, ακουμπά ένα μικρό κουτάκι στην παλάμη της Κλέλιας. Μέσα εκεί έχει καταφέρει να χωρέσει ένα πανάκριβο δαχτυλίδι και ολάκερη την πατριαρχική ατζέντα.
Η κίνηση του αυτή σαστίζει σαφώς την Κλέλια. Η αντίδραση της δεν του αρέσει. Για την ακρίβεια τον εξοργίζει. Το ξέσπασμά του – ακόμα πιο έντονο από τα προηγούμενα – την κάνει να δει λίγο καλύτερα τον άνθρωπο που έχει απέναντί της και να αναρωτηθεί γιατί μπορεί να μένει μαζί του. Γιατί μπορεί οποιαδήποτε γυναίκα, οποιοσδήποτε άνθρωπος, να μένει σε μια σχέση κακοποιητική;
Όταν θα την ρωτήσει η μητέρα της ακριβώς την ίδια ερώτηση λίγες στιγμές αργότερα, η Κλέλια θα απαντήσει πως φοβάται. Όπως φοβόταν κι η Μαρία τόσα χρόνια κι έμενε με τον Χαράλαμπο. Όσο όμως πληγωμένη κι αν είναι η Κλέλια, όσο κι αν κάπου βαθιά μέσα της ξέρει πως δεν του αξίζει, θα δώσει στον Θάνο άλλη μια ευκαιρία. Γιατί απλά δεν είναι ακόμα έτοιμη να πράξει αλλιώς.
Ο παραλληλισμός των δύο ζευγαριών – της Μαρίας και του Χαράλαμπου και της Κλέλιας και του Θάνου – φέρνει στο φως μια βαθιά σκληρή αλήθεια. Άνθρωποι σαν τον Θάνο και τον Χαράλαμπο, δια στόματος του οποίου ακούγεται κιόλας η φράση, «είναι και παραμένουν προϊόντα αυτής της κοινωνίας». Όσο οι σχέσεις των ανθρώπων – όχι αποκλειστικά οι ερωτικές – δομούνται πάνω στον φόβο, τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν.
Ο φόβος αυτός δεν αφορά μόνο τις γυναίκες του «Maestro». Όσο μπορεί να φοβάται η Κλέλια, άλλο τόσο φοβάται και ο Σπύρος. Γι’ αυτό και μένει με την Γιάννα. Γι’ αυτό και μένει σε ένα νησί που δεν φαίνεται να έχει τίποτα άλλο να του δώσει, σε ένα νησί όπου δεν τολμά να είναι ο εαυτός του χωρίς να φοβάται, όπου δεν μπορεί να κρατήσει δημόσια το χέρι του ανθρώπου με τον οποίο είναι πραγματικά ερωτευμένος.
Η Μαρία, όμως, που στάθηκε τυχερή με την εξαφάνιση του Χαράλαμπου, έχει πια αποφασίσει να μην ζήσει άλλο με τον φόβο. Σε μια φανταστική αντιπαράθεση με τον πρώην δυνάστη της θα το φωνάξει δυνατά. Δεν πρόκειται να συνεχίσει να τρώει τις μέρες της αναζητώντας φταίξιμο δικό της, δεν θέλει να φοβάται πια. Κι αυτό είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα.
Οικογενειακό μπρα-ντε-φερ
Ενα πρώτο βήμα κάνει κι η Αλεξάνδρα προκειμένου να διαπραγματευτεί με τον πατέρα της, τον οποίο βλέπουμε για πρώτη φορά αλλά, ειλικρινά, αρκεί. Άσσος στη χειραγώγηση, μάστερ της προσβολής με το γάντι, ανένδοτος πατριάρχης, ο πεθερός του Ορέστη έρχεται για φαγητό και, μάλλον, για να δει την εγγονή του για πρώτη φορά τρεις μήνες μετά τη γέννησή της. Και παρεμπιπτόντως, να βάλει την κόρη του και τον γαμπρό του στις θέσεις τους, και να τους ανακοινώσει πώς θα κυλήσει η ζωή τους από εδώ και πέρα.
Η συνάντηση αυτή δεν θα εξελιχθεί ήρεμα. Η Αλεξάνδρα θα εκραγεί, θα βγάλει από μέσα της όλο το παράπονο, τον θυμό, την πικρία που καταπίνει χρόνια προκειμένου να μπορέσει να γίνει αυτό που πάντα ήθελε ο πατέρας της, να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του. Και τελικά θα καταλάβει πως αυτό που ζητά από τον πατέρα της – αγάπη και αποδοχή – αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και αδιαπραγμάτευτο, δεν θα καταφέρει να το έχει ποτέ. Και αυτό δεν είναι δικό της φταίξιμο. Απλώς ο πατέρας της είναι κι αυτός άλλο ένα «προϊόν αυτής της κοινωνίας» και, μάλιστα, από τα χειρότερα.
Έρως ανίκατε μάχαν…
Το ταξίδι στην Κέρκυρα δεν επεφύλασσε μόνο για τη Μαρία νέες δυνατότητες, αλλά και και για την Χάρις, η οποία κάνει στο νησί των Φαιάκων μια απροσδόκητη γνωριμία. Η ζωή, όμως, είναι γεμάτη τραγικές συμπτώσεις κι ο άνθρωπος που γνωρίζει δεν είναι άλλος από τον Δημοσθένη Κουβά, τον αστυνόμο που έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι να εξιχνιάσει τον θάνατο του Χαράλαμπου.
Εκείνος, έχοντας σαφές προβάδισμα, όταν μαθαίνει ότι η Χάρις είναι από τους Παξούς – τόπος με μια χούφτα ανθρώπους όλους κι όλους – δεν παραβλέπει την πιθανότητα να έχει γοητευτεί από κάποια που μπορεί να βρεθεί μπροστά στην έρευνά του. Παρόλα αυτά, η συνάντησή τους είναι απολαυστική. Θα περάσουν χρόνο μαζί και, για μια μέρα, θα το ζήσουν σαν τους πρωταγωνιστές της τριλογίας του Λινκλέιτερ προτού ο Δημοσθένης φύγει από το νησί χωρίς να πουν αντίο.
Στο δρόμο που χάραξε η γιαγιά του, ο Αντώνης γνωρίζει κι εκείνος κάποιον μετά από καιρό χωρίς τη βοήθεια των εφαρμογών. Χαριτωμένα αδέξια στην αρχή, η γνωριμία τους θα εξελιχθεί όμορφα, ομαλά. Κι αυτό είναι κάτι που χρειάζεται πολύ ο Ορέστης: ένα ευχάριστο καμπανάκι που του δείχνει πως δεν χρειάζεται να είναι όλα δύσκολα ή τραυματικά στον έρωτα και πως δεν είναι απαραίτητα η απόρριψη η απάντηση μιας οικογένειας στις επιλογές συντρόφου ενός παιδιού.
Το αν ο Σοφοκλής είχε δίκιο ή όχι για τον έρωτα, ο Ορέστης και η Κλέλια το αναζητούν ακόμα. Συναντιούνται ξανά. Τη συνάντηση αυτή ζητά αυτή τη φορά εκείνος. Γιατί; Γιατί, όπως λέει, «δεν είχε ούτε έναν άνθρωπο να μιλήσει». Δεν είναι σίγουρα ακριβώς αυτό που θέλει η Κλέλια να ακούσει, παρόλα αυτά πυροδοτεί μια συζήτηση σχεδόν εξομολογητική. Μοιράζονται πολλά, πράγματα που δεν είχαν πει ξανά η μία στον άλλον ως τώρα. Και κάπως έτσι, θα πουν πως «δεν πειράζει που τόσα φιλιά, πριν να γίνουν παλιά, θα τα πάρει το κύμα».
Αντίστροφη μέτρηση
Η άφιξη του αστυνόμου Κουβά στους Παξούς σημαίνει την έναρξη της τελευταίας πράξης. Αυτό που όλοι φοβούνται είναι πια προ των πυλών.
Ο αστυνόμος ξεκινά την έρευνα. Τους επισκέπτεται όλους έναν-έναν. Πρώτη στάση, η οικογένεια του αποθανόντος. Δεύτερη, ο δήμαρχος του νησιού. Προσπαθούν όλοι να παίξουν τον ρόλο τους όσο καλύτερα μπορούν προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια. Καλώς ή κακώς, όμως, τίποτα δεν είναι με το μέρος τους. Ακόμα και όσοι βρίσκονται στην Αθήνα – η Κλέλια, ο Αντώνης, η Σοφία, ο Μιχάλης, ο Ορέστης – θα κληθούν όλοι να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος για τη λύση του δράματος.
Αυτή η ανατροπή αλλάζει τα πάντα. Κάποιες συμμαχίες λύονται, ενώ ιδρύονται νέες. Ο Σπύρος λέει την αλήθεια στη μητέρα του και κόβει οριστικά τα πάρε-δώσε με τον Φάνη, ο οποίος στη συνέχεια ζητά από τη Σοφία να του κάνει πλάτες. Κι ένα-ένα τα πιόνια παίρνουν θέση στο ταμπλό…
Maestro Podcast Β’ Κύκλος – Επεισόδιο 5
Στο πέμπτο επεισόδιο του επίσημου podcast της τηλεοπτικής σειράς «Maestro», o Χριστόφορος Παπακαλιάτης και ο Digital Media Director του Mega Νίκος Πιτσιλαδής συζητούν με τον Φάνη Μουρατίδη για τον ομώνυμο χαρακτήρα του στη σειρά και για την εσωτερική μάχη που δίνει ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους: την εξιδανικευμένη εικόνα που θέλει να δείχνει προς τα έξω και την πραγματικότητα που βιώνει με τις λάθος επιλογές του.
Για να μην χάσεις κανένα από όσα θα ακολουθήσουν, ακολούθησε το podcast Maestro στο Spotify και τα Apple Podcasts.
Το επίσημο Maestro Podcast είναι μία παραγωγή της Alter Ego Media.