Η άνοδος των εθνικιστικών και ακροδεξιών ευρωσκεπτιστικών κομμάτων σε χώρες στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης όπως η Γαλλία, την Αυστρία και την Ιταλία σηματοδοτεί μια ευρύτερη δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος στην Ευρώπη.
Εκ πρώτης όψεως, τα συντηρητικά ευρωσκεπτιστικά κόμματα, όπως οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) και η ακροδεξιά ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ID), εξασφάλισαν συνολικά 131 έδρες, μόλις 13 περισσότερες από το 2019.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο συνολικός αριθμός εδρών των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων είναι ακόμη μεγαλύτερος αν συμπεριληφθούν κόμματα όπως το Fidesz της Ουγγαρίας και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) που δεν ανήκουν σε κάποια ευρωομάδα.
Αυτή η εκλογική άνοδος δεν είναι το μόνο ανησυχητικό στοιχείο. Σε αντίθεση με το 2014 και το 2019, αυτά τα κόμματα δεν είναι απλώς αντιδραστικά, αλλά δείχνουν να παίρνουν τον εαυτό τους πιο σοβαρά, πρόθυμα να «παίξουν το παιχνίδι». Εμπλέκονται ενεργότερα στο δημόσιο ευρωπαϊκό διάλογο, επιδιώκοντας να διαμορφώσουν ή να κατευθύνουν πολιτικές τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τζόρτζια Μελόνι, ενώ η Μαριν Λεπέν ηγείται προσπαθειών συσπείρωσης του χώρου σε μια ευρύτερη συμμαχία, που μπορεί να περιλαμβάνει και το Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν.
Εντούτοις, μια συμμαχία μεταξύ ECR και ID είναι δύσκολη λόγω διαφορών στις πολιτικές τους θέσεις: το ECR αντιτίθεται κυρίως στην περαιτέρω ενοποίηση της ΕΕ, ενώ το ID αμφισβητεί γενικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Επίσης, υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές στην εξωτερική πολιτική, με το ECR να είναι φιλοαμερικανικό, ενώ διάφορα μέλη του ID τείνουν να ασπάζονται επιμέρους φιλορωσικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Ουκρανικού. Παρά τη σημαντική άνοδο τους, τα ακροδεξιά κόμματα δεν κατάφεραν να αλλάξουν δραματικά την ισορροπία ισχύος στο Ευρωκοινοβούλιο λόγω του κατακερματισμού τους.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να επηρεάσουν πολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την προσπάθεια επανεκλογής της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τις επόμενες εβδομάδες.
Οι τρεις μεγάλες φιλοευρωπαϊκές ομάδες, το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ/EPP), οι κεντροαριστεροί Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (S&D) και το κεντρώο μακρονικό Renew Europe εξακολουθούν να έχουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, διατηρώντας την κυριαρχία τους. Συνεπώς, θεωρητικά η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραμένει το φαβορί για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς για να επανεκλεγεί χρειάζεται 361 ψήφους.
Παρόλο που οι παραδοσιακά μεγάλες φιλοευρωπαϊκές ομάδες (ΕΛΚ, S&D και Renew Europe) συγκεντρώνουν αθροιστικά 407 έδρες, η επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας δεν είναι εξασφαλισμένη λόγω πιθανών διαφωνιών εντός των ομάδων. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν μεμονωμένοι ευρωβουλευτές ή εθνικές αντιπροσωπείες που θα διαφοροποιηθούν, ακόμη και από το ίδιο το ΕΛΚ, την ευρω-ομάδα στην οποία ανήκει η ίδια η φον ντερ Λάιεν.
Εάν η φον ντερ Λάιεν δεν εξασφαλίσει την απαραίτητη στήριξη από τις τρεις μεγάλες ευρωομάδες, θα χρειαστεί να αναζητήσει ψήφους από άλλες ομάδες όπως οι αποδυναμωμένοι Πράσινοι ή το ECR, κάτι που θα απαιτήσει δύσκολους πολιτικούς χειρισμούς καθώς θα μπορούσε να αποξενώσει μέλη του S&D ή του Renew Europe.
Το δεύτερο ενδεχόμενο θα μπορούσε να αναγάγει τη Μελόνι σε ρυθμιστή των εξελίξεων, με αντάλλαγμα ένα δυνατό χαρτοφυλάκιο για την Ιταλία στην επόμενη Επιτροπή, ενδεικτικό του αναβαθμισμένου ρόλου άλλων πολιτικών φορέων, δεξιότερα του ΕΛΚ.
Τους προηγούμενους μήνες, στελέχη του ΕΛΚ, συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη του Μάνφρεντ Βέμπερ, άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο για δεξιά πολιτική συμμαχία με τη Μελόνι και το ECR. Ένα πιθανό σημείο σύγκλισης μεταξύ ECR και ΕΛΚ είναι η επιβράδυνση ορισμένων πτυχών της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Στο τέλος του 2023, το ΕΛΚ και το ECR συνεργάστηκαν έμπρακτα και ένωσαν τις δυνάμεις τους μαζί με ορισμένους ευρωβουλευτές του φιλελεύθερου Renew για να καταρρίψουν το νομοσχέδιο για την Αποκατάσταση της Φύσης (Nature Restoration Law).
Μια τέτοια τάση ad hoc συμπράξεων του κυρίαρχου ΕΛΚ με ευρωβουλευτές δεξιότερα του, αναμένεται να εμφανιστεί πιο συχνά μέσα στην επόμενη πενταετία, αντανακλώντας τη νέα ισορροπία ισχύος τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Το ΕΛΚ θα έχει τη δυνατότητα να συνταχθεί με το ECR και ίσως ορισμένα «πιο μετριοπαθή» μέλη του ID. Με αυτό το τρόπο θα μπορέσει να μπλοκάρει ψηφίσματα που αφορούν τη μετανάστευση και την Πράσινη Συμφωνία ή να ενώσει τις δυνάμεις του με το ECR και το κεντρώο Renew Europe για να προωθήσει περισσότερο φιλοεπιχειρηματικές πολιτικές, παραμελώντας τους Σοσιαλιστές του SD ή/και τους Πράσινους.
Ωστόσο, αυτή η τάση ανοίγει τον δρόμο για την κανονικοποίηση τέτοιων κομμάτων και μπορεί να οδηγήσει σε μια σκληρότερη γραμμή σε θέματα όπως η πράσινη μετάβαση, επιβραδύνοντας παράλληλα την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η αποδοχή της αναγκαιότητας της ύπαρξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος από τα ακροδεξιά κόμματα δεν πρέπει να θεωρείται νίκη, αλλά λόγος ανησυχίας. Αυτά τα κόμματα προσπαθούν να επηρεάσουν τις πολιτικές, διαμορφώνοντας μια Ένωση στα μέτρα τους, υιοθετώντας ηπιότερες ή φιλικότερες προς την αγορά θέσεις με σκοπό να δελεάσουν σε συνεργασίες κόμματα του κέντρου.
Παράδειγμα αποτελεί η κυβέρνηση συνασπισμού στην Ολλανδία, όπου κεντρώα και κεντροδεξιά κόμματα συνεργάστηκαν με το ακροδεξιό PVV του Geert Wilders. Οι επερχόμενες εκλογές στην Αυστρία αναμένεται να είναι άλλο ένα κρίσιμο τεστ για το πολιτικό κέντρο, με πιθανή συμμετοχή του ακροδεξιού FPO σε μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας.
Αναμφίβολα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα πολιτική πραγματικότητα όπου οι ισορροπίες μετατοπίζονται και οι πολιτικές συμμαχίες επαναπροσδιορίζονται, κάτι που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την πολιτική κατεύθυνση χωρών-βαρόμετρων όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
*Ο Γιάννης Αλεξανδρής εργάζεται ως σύμβουλος πολιτικού ρίσκου και ευρωπαικών υποθέσεων με έδρα τις Βρυξέλλες. Είναι επίσης Ερευνητής στο πρόγραμμα ΝΑ Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ