Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου είχαν πολλές ιδιαιτερότητες και το διάστημα που τις ακολουθεί προσθέτει μία ακόμη. Παρά το γεγονός ότι δεν κρινόταν κάτι καθοριστικό, παράγουν περισσότερα πολιτικά αποτελέσματα απ’ όσα αναλογούν σε μία τέτοιας φύσεως αναμέτρηση. Δεν είναι μόνο ελληνική ιδιαιτερότητα αυτό. Συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών και στη Γαλλία και στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην ελληνική πολιτική σκηνή, με τις αναταράξεις και τις ανατροπές της τελευταίας 15ετίας να έχουν διαμορφώσει μία συνθήκη πολιτικής ανισορροπίας, οι κάλπες της προηγούμενης Κυριακής μοιάζει να προσφέρουν μία δυνατότητα ξεκαθαρίσματος και πολιτικών αποσαφηνίσεων.
Η κυβέρνηση εισέπραξε μία ελεγχόμενη αποδοκιμασία, την οποία οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της. Το πρόβλημά της ορθώς διαπιστώνεται ότι δεν οφείλεται τόσο στα δεξιά της ελλείμματα, όσο στην αποδοτικότητά της. Και ο Πρωθυπουργός, ευτυχώς, δεν σκοπεύει να κάνει ασκήσεις ιδεολογικού επαναπροσδιορισμού.
Η αντιπολίτευση εισέπραξε περισσότερα μηνύματα, τα οποία οφείλει να αναλύσει. Ενδεχομένως αυτές οι εκλογές να σήμαναν το οριστικό τέλος της α λα γκρέκα αριστεροσύνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον κάτι άλλο και όσοι παραμένουν εκεί θα πρέπει να αποφασίσουν τι είναι αυτό, όσο βρίσκονται σε καθοδική περιδίνηση.
Και το ΠαΣοΚ, πρωτίστως η ηγεσία του, βρίσκεται μπροστά στον καθρέφτη ή στην πολυθρόνα του ψυχαναλυτή και καλείται να δει την αλήθεια. Ο λόγος για τον οποίο «δεν σαλεύει», οφείλεται προφανώς στο ότι κανείς δεν θα το εμπιστευόταν ως ένα ersatz ΣΥΡΙΖΑ ή για να γκρινιάζει για τις υποκλοπές.
Η μόνη πιθανότητα για την ανάταξή του, είναι ο πολιτικός του επαναπροσδιορισμός, στον χώρο που εν τέλει το ίδιο επινόησε και δημιούργησε στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Είτε το ορίσει κανείς ως «κέντρο», είτε ως οτιδήποτε άλλο, το ζητούμενο παραμένει.
Είναι η κάλυψη του αντιπολιτευτικού κενού, με τη συγκρότηση μίας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, η οποία δεν θα απειλεί και δεν θα αμφισβητεί τις θεμελιώδεις παραδοχές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Απλό, αλλά δύσκολο.