«Η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από απτά επιτεύγματα, που πρώτα θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη». «Δεν πρόκειται να υπάρξει ειρήνη στην Ευρώπη εάν τα κράτη ανασυσταθούν στη βάση της εθνικής κυριαρχίας… Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ μικρές για να εγγυηθούν στους λαούς τους την αναγκαία ευημερία και κοινωνική ανάπτυξη». «Η Ευρώπη, δεν πρέπει να είναι μια «μέση λύση» μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, έχει νόημα μόνον ως οργανικό τμήμα του δυτικού κόσμου».
Αν ο Ρομπέρ Σουμάν, ο Ζαν Μονέ και ο Πολ-Ανρί Σπάακ, στους οποίους ανήκουν οι ανωτέρω αποφθεγματικές ρήσεις, ταξίδευαν με τη μηχανή του χρόνου στο 2024 με νωπά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών στις χώρες μέλη της ΕΕ, θα απογοητεύονταν για την αστοχία του -και δικής τους εμπνεύσεως- δημιουργήματος. Μια αστοχία τόσο κοινωνικοικονομική, όσο και κυρίως πολιτική.
Αρχικώς, η Ευρώπη δεν είναι ουσιαστικά ενωμένη, καθώς η Ένωση δεν κατόρθωσε να υπάρξει αρκούντως συμπεριληπτική, μην έχοντας πείσει για την αναγκαιότητά της όχι μόνον τις κατεξοχήν καχύποπτες χώρες του σκληρού ιδεοληπτικού πυρήνα της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά και χώρες με πρόσημο ισχυρά φιλελεύθερο, όπως η Νορβηγία, η Ισλανδία, αλλά και η Ελβετία. Η δε διάρρηξη του βασικού της κορμού με το Brexit σηματοδότησε την οριστική οπισθοχώρησή της από τον ρόλο της ως παγκόσμιου στρατηγικού πυλώνα επιρροής.
Στο πεδίο των οικονομικών μεγεθών και μετά από δεκαετίες μονεταριστικού φονταμενταλισμού, η Ένωση εμφανίζει μια βραδεία, αλλά σταθερή αποβιομηχάνιση και παραγωγική συρρίκνωση, έχοντας μηδενική κατ’ ουσίαν ανάπτυξη επί σειρά ετών. Η συνθήκη αυτή αντανακλάται και στους κοινωνικούς δείκτες εργασιακής απορρύθμισης και γενικευμένης ανασφάλειας, ιδίως στους κόλπους της νεολαίας, καθώς και στη μείωση της αγοραστικής δύναμης, αλλά και τη γκετοποίηση πληθυσμιακών στρωμάτων.
Ακόμη και στο αδιαμφισβήτητο πεδίο υπεροχής της, του πολιτισμού, η ΕΕ επιδεικνύει μια εμπρόθετη υποβάθμιση της ιδιοσυστασίας του και μια παραγνώριση των διαχρονικών αξιών του, προς όφελος μιας νεφελώδους εξωτερίκευσης συμπεριφορών δίχως οικουμενικό αποτύπωμα.
Ομολογουμένως, κανείς μας δεν θα προτιμούσε να αποτελεί πολίτη κάποιας χώρας μέλους των BRICS, όπου οι έννοιες της δημοκρατίας και του κράτους-δικαίου ανήκουν ακόμη στα ζητούμενα. Ούτε η λύση μπορεί να ανευρεθεί σε αφοριστικά ιδεολογικά ρεύματα, που ευκαιριακά κυριαρχούν στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Εντούτοις, πρέπει να αποδεχθούμε ότι η Ένωσή μας γερνάει: έχουν γεράσει οι άνθρωποί της, οι ηγεσίες της, τα ίδια τα οράματά της. Και εάν δεν βρεθεί ένα ελιξήριο ανανέωσης στις καίριες στρατηγικές της επιλογές, σύντομα θα εκδοθεί και η ληξιαρχική πράξη θανάτου της, ίσως μέσα από επώδυνες ρήξεις, όπως ήταν αυτές που συνέτρεξαν πριν από τη σύστασή της.
Ο Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος.