Ποιοι ήταν οι Κουταλιανοί; Η παράσταση «Κουταλιανοί ή Το βάρος της ιστορίας» φωτίζει στιγμές από τη ζωή των Κουταλιανών, όπως ονομάστηκαν οι μικρασιάτες μασίστες σε διάφορες ιστορικές περιόδους: o μυθικός Παναγής Κουταλιανός και ο απόγονός του Δημήτρης, ο Χάρης Καρπόζηλος και o Γιάννης Κεσκελίδης ή Σαμψών, ο γίγαντας του ελληνικού κατς «Αττίλιο» ή «Ασιάτης» (sic). Οι έλληνες μασίστες τέμνουν ακόμα την ιστορική μας μνήμη ως υπόμνηση: στα χωράφια, στις πλατείες, στους καλογυαλισμένους μυς και τις αλυσίδες τους προβάλλαμε τους πόθους για τις συλλογικές μας νίκες –και τις ήττες μας.
Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά στον αρχαιολογικό χώρο της Ανακτορούπολης, λίγο έξω από την Καβάλα τον Αύγουστο το 2022, στο πλαίσιο του θεσμού του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός 2022» στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τώρα η μουσικοεικαστική αυτή καντάτα – συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών με την Εθνική Λυρική Σκηνή – θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής.
Η ζωή των πλανόδιων παλαιστών
Ρωτάμε τη μεσόφωνο Αναστασία Κότσαλη της Ομάδας Μουσικού Θεάτρου Ραφή, πώς συνομιλεί το έργο με τους χώρους όπου παίζεται, αρχικά με την Ανακτορούπουλη, στη συνέχεια με την σκηνή του Μεγάρου.
«Στο τέλος μια μακράς παραλίας γεμάτης ταβέρνες και υποστατικά Βαλκανίων παραθεριστών ξεκινάει ο χωματόδρομος με τα ελαιόδεντρα που οδηγεί στο κάστρο πάνω απ’τη θάλασσα. Μέσα σε αυτή την παράταιρη ησυχία παρουσιάστηκαν πρώτη φορά οι Κουταλιανοί, με την εικαστική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη να απλώνει ρίζες στο τοπίο», μας περιγράφει η Αναστασία Κότσαλη.
«Αναλόγια δίπλα σε καθίσματα-αχυρόμπαλες, σκηνικό που στήνεται και ξεστήνεται σαν την πραμάτεια των Κουταλιανών. Το έργο είναι εν τη συλλήψει του περιπατητικό και περιπλανόμενο, όπως και η ζωή των πλανόδιων παλαιστών, προσαρμοστικό στη διαφορετική συνθήκη – από το χωματένιο κάστρο μέχρι τη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής, έτοιμο και για το επόμενο ταξίδι του», εξηγεί στο ΒΗΜΑ η μεσόφωνος.
Οι Κουταλιανοί παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Αθήνα και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας της Ομάδας Μουσικού Θεάτρου Ραφή, του μουσικού συνόλου Oros Εnsemble, του συνθέτη Αποστόλη Κουτσογιάννη, του ποιητή Μάριου Χατζηπροκοπίου και του εικαστικού Πέτρου Τουλούδη.
Μέσα από τον θρυλικό βίο αυτών των προσώπων, αναδύεται με αλληγορικό τρόπο η μετάβαση από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ού αιώνα, με τους αλλεπάλληλους εκτοπισμούς, τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα ασφυκτικά πλέον σύνορα του νεοελληνικού κράτους.
Ποιες στιγμές στην πορεία αυτών των Μικρασιατών παλαιστών και προσφύγων αναδεικνύει το λιμπρέτο και για ποιο λόγο; Ποια ιστορία ξεχωρίζει;
«Ο ποιητής Μάριος Χατζηπροκοπίου δημιουργεί ένα κείμενο -κραυγή, διατρέχει τα λογοτεχνικά είδη και τις χώρες, συνομιλεί με τον Νίκο Εγγονόπουλο με άξονα τον μυθιστορηματικο βίο του κοσμοπολίτη Παναγή Κουταλιανού – μια ζωή σαν παραμύθι, αντάξια των πιο διάσημων λαϊκων ηρώων της οικουμένης», σχολιάζει η Αναστασία Κότσαλη.
Η ίδια συμπληρώνει: «Ο Σαμψών/Γιάννης Κεσκελίδης, ο Χάρης Καρπόζηλος, οι πλανόδιοι παλαιστές της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ξεπροβάλλουν άλλοτε επιβλητικοί άλλοτε αποκαμωμένοι, βαθιά ανθρώπινοι μες στην υπεράνθρωπη δύναμη τους. «Τα πάθη του νέου Σαμψών», η συγκινητική εποποιία του Γιάννη Κεσκιλίδη στις πόλεις και στα χωριά, όπως την αφηγείται και το λιμπρέτο του Μάριου, με αγγίζει ιδιαίτερα – η εικόνα του Σαμψών στην πλατεία του Θησείου παραμένει μια από τις πιο συναρπαστικές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων».
Αλήθεια, ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που συναρπάζει σήμερα στη διαδρομή των Κουτουλιανών και τι τους καθιστά θρυλικούς στη συλλογική μνήμη; Ποια είναι η θέση τους στη σύγχρονη Ελλάδα 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή;
Η Αναστασία Κότσαλη μας υπενθυμίζει ότι «ο πρόσφυγας, ο ξεριζωμένος που λυγίζει τα σίδερα και σπάει τις πέτρες για να επιβιώσει, που γίνεται υπεράνθρωπος, αποτελεί μία σύμβαση εξωπραγματική και σίγουρα ασυνήθιστη – μικρές ψηφίδες μια δύναμης σχεδόν μεταφυσικής φωλιάζουν στην καθημερινότητα μας και την αλλάζουν. Κάθε αφορμή για να ονειρευτούμε δεν είναι, έξαλλου, πολύτιμη; Κι όταν διακρίνουμε πίσω από τις χαραμάδες τον άνθρωπο που παλεύει, το φθαρτό σώμα του γεμάτο από τις πληγές της προσφυγιάς, δεν απομαγεύομαστε; Σε μια βαθιά αντιηρωική εποχή νοσταλγούμε αυτά τα μικρά θαύματα της πλατείας, σπαρταριστά έξω απ’την πόρτα του σπιτιού μας».
«Τρέμει σαν το ψάρι, στην κυρά του μπρος, αχ πως τη φοβάται, ο φτωχός Κουταλιανός»
Πάμε να θυμηθούμε και τους περίφημους στίχους «Τρέμει σαν το ψάρι, στην κυρά του μπρος, αχ πως τη φοβάται, ο φτωχός Κουταλιανός» σε μουσική του Μάνου Λουϊζου και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που στριφογυρίζει στη μνήμη. «Παίδεψε» αυτό το τραγούδι τον Αποστόλη Κουτσογιάννη όταν έγραφε τη μουσική για το έργο;
«Το «σίδερα μασάει ο Κουταλιανός», είναι μάλλον το πρώτο πράγμα που θα έρθει σε κάποιον που ακούει για τους Κουταλιανούς. Από αυτή την άποψη με παίδεψε το πώς θα μπορούσε να υπάρξει οργανικά η υπόμνηση του στο έργο, σε παραλληλία με τα εντελώς νέα τραγούδια που υπάρχουν. Νομίζω όμως ότι βρέθηκε ένας πολύ οργανικός τρόπος» μας λέει ο συνθέτης. «Ως προς το τι με ενέπνευσε, θα έλεγα ως πιο κρίσιμο την θέληση μου να γράψω μια μουσική η οποία ακροβατεί μεταξύ δύναμης και ευθραυστότητας. Με ενδιέφερε δηλαδή πως μια μουσική για τις περιπέτειες των Ελλήνων μασιστών έρχεται να κοιτάξει την εύθραυστη πλευρά “της δύναμης”, αναδεικνύοντας εν τελεί την γοητεία και το μεγαλείο της σε μια κλίμακα ανθρώπινη».
Το έργο «Κουταλιανοί ή Το βάρος της ιστορίας» βασίστηκε, μας λέει ο Αποστόλης Κουτσογιάννης, στο κείμενο του Μάριου Χατζηπροκοπίου, ως δευτερογενή πηγή για την ζωή και την δράση αυτών των ανθρώπων. «Δεν ενσωμάτωσα συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια ως υπόμνηση αλλά περισσότερο, με γνώμονα την προσωπική μου ανάμνηση, προσπάθησα να αξιοποιήσω με αφηρημένο τρόπο, στοιχεία από τα συγκεκριμένα περιβάλλοντα που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι», εξηγεί ο συνθέτης.
«Προσπάθησα να αναδείξω το εκκρεμές αυτών των ανθρώπων από το ελληνικό στο διεθνές, από το παλιό στο νέο, από το μεγαλόπνοο στο κωμικό, από τη δύναμη στη συντριβή»
Υπάρχουν μέρη στο έργο όπου η αυτοσχεδιαστική παράδοση του ταξιμιού (πρακτική και της μικρασιατικής μουσικής), μετουσιώνεται σε νέα οργανικά μέρη, σαν συνθετικός αυτοσχεδιασμός πάνω στο χαρτί. Όπως λέει ο Αποστόλης Κουτσογιάννης: «Έγραψα, επίσης ένα τάγκο -αναφορά στην περιπλάνηση του μασίστα, Δημήτρη Κουταλιανού στη λατινική Αμερική-του οποίου η ιδιαιτερότητα είναι ότι φλερτάρει έντονα με το να είναι, ταυτόχρονα, και ζεϊμπέκικο. Το ίδιο και στα τραγούδια της παράστασης, προσπάθησα να αναδείξω το εκκρεμές αυτών των ανθρώπων από το ελληνικό στο διεθνές, από το παλιό στο νέο, από το μεγαλόπνοο στο κωμικό, από τη δύναμη στη συντριβή, μέσα από μια ενστικτώδη χρήση των μουσικών αναφορών, χωρίς να θέλω να καταφύγω σε ασφαλή αισθητικά σχήματα “ανατολίτικης” και “δυτικότροπης” μουσικής».
Ο συνθέτης σημειώνει για τους συνεργάτες της παράστασης: «Ο Μάριος Χατζηπροκοπίου, με τον λόγο του, με βοήθησε να γράψω μουσική, εύκολα, σε ένα εντελώς συγκινησιακό πλαίσιο. Η Αναστασία Κότσαλη και η Λητώ Μεσσήνη, έχοντας την εποπτεία του έργου με εμπιστεύτηκαν με πολύ αγάπη δίνοντας μου απόλυτη ελευθερία στην σύνθεση της μουσικής. Χαίρομαι που τώρα οι ίδιες τραγουδούν επάξια τη μουσική αυτή. Τέλος, ο Πέτρος Τουλούδης, από την πρώτη μας συζήτηση μέχρι και την ολοκλήρωση της εικαστικής του εγκατάστασης, με βοήθησε να σκεφτώ ουσιαστικά πάνω στην έννοια του “βάρους” που αποτελεί και την βασική προβληματική της παράστασης».
Αν η ζωή και η ρωμαλέα δύναμη των Κουταλιανών προσφέρεται σήμερα για αλληγορικές αναγνώσεις, τι πρέπει να αναλογιστούμε σε σχέση με τον συμβολισμό τους; Πόσο πρόθυμοι είμαστε να ταυτιστούμε σήμερα με τις ζωές ξενόφερτων «υπερηρώων»;
«Η εποχή μας δίψα για (σούπερ) ήρωες, για έναν Ατλάντα να κουβαλήσει στις πλάτες του και τα δικά μας πάθη»
Η Αναστασία Κότσαλη περιγράφει γλαφυρά: «Ο βίος και η πολιτεία των Κουταλιανών γεννά στην εποχή μας σκέψεις ετερόκλητες: μια περφόρμανς ολοκληρωμένη, με αρχή μέση και τέλος, ο παλαιστής να απευθύνεται στο κοινό του λαμποκοπώντας με το στενό βρακί του, το λαδωμένο σώμα του, τη μπογιατισμένη του γενειάδα.
Μια queer εξτραβαγκάντζα για τα σημερινά μας μάτια, που διατηρεί ατόφια, όμως, τη μαγεία της – ένας άνθρωπος που σκίζει με τα δύο του χέρια έναν τηλεφωνικό κατάλογο γίνεται, οπωσδήποτε, υπεράνθρωπος. Κι αν δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με την υπερφυσική του δύναμη, την ξεριζωμένη, περιπετειώδη ζωή του, τόσο το καλύτερο. Η εποχή μας διψά για (σούπερ) ήρωες, για έναν Ατλάντα να κουβαλήσει στις πλάτες του και τα δικά μας πάθη».
INFO «Κουταλιανοί ή Το βάρος της ιστορίας», Παρασκευή 14 και Σάββατο 15 Ιουνίου, 21.00, Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας