Είδωλο της κουλτούρας των ’60s, σύμβολο της φευγαλέας νεότητας και της μελαγχολίας αλλά και των τραγουδιών γιε-γιέ της εποχής, η Φρανσουάζ Αρντί συνδέθηκε μέσα από εμβληματικά τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε αλλά και τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις, με την ποπ επιδραστικότητα μιας ολόκληρης εποχής. Έγινε μύθος, αγαπήθηκε από θρύλους της μουσικής, όπως ο Ίγκι Ποπ, ο Mικ Τζάγκερ και ο Τζον Λένον και νικημένη από τον καρκίνο με τον οποίο πάλευε για χρόνια, άφησε την τελευταία της πνοή περνώντας στην αιωνιότητα στα 80 της χρόνια. Με την Ελλάδα θα τη συνδέει για πάντα η ταινία «Μια σφαίρα στην καρδιά» που γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1965 στη Σκύρο.

Η φωνή της Αρντί, φευγαλέα και αιθέρια, μιλούσε για τη μελαγχολία της, την προσκόλλησή της στη θλίψη. Η γοητεία της ωστόσο παρέμενε ζωντανή χάρη στο διαχρονικό άκουσμα των τραγουδιών της, που εξακολουθεί να περνάει από γενιά σε γενιά, όπως το μεγάλο της χιτ «Tous les Garcons et les Filles» («All the Boys and Girls») από το 1962 όταν εκείνη ήταν μόλις 18 χρονών. Η μεγάλη της αγγλική επιτυχία ήταν το «It Hurts to Say Goodbye» (1968) με την υπογραφή του Σερζ Γκενσμπούρ. Στην Ελλάδα η Αρντί ήταν γνωστή και δημοφιλής από τη δεκαετία του ’60 με επιτυχίες όπως τα τραγούδια «J’ suis d’accord», «Le premier bonheur du jour», «Le temps de l’amour», «Va pas prendre un tambour», «Maison où j’ai grandi», «Voilà» και άλλες.

Όμορφη και λεπτοκαμωμένη – η επιτομή της γαλλικής φινέτσας – η Αρντί, γεννημένη στο κατεχόμενο Παρίσι του 1944, έγινε μοντέλο για χάρη σχεδιαστών όπως ο Ιβ Σεν Λοράν, ο Αντρέ Κουρέζ και o Πάκο Ραμπάν, ενώ συνεργάστηκε με τον φωτογράφο Ζαν-Μαρί Περιέ και είχε τη χάρη να τραγουδάει στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά και τα γερμανικά. Ο Μπομπ Ντίλαν, μαγεμένος από τη γοητεία της, της απευθύνθηκε με ένα ποίημα στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ του «Another Side of Bob Dylan» (1964). Όταν πήγε στο Παρίσι για να δώσει την πρώτη του συναυλία, αρνήθηκε να επιστρέψει στη σκηνή αν δεν συμφωνούσε εκείνη να τον συναντήσει.

Η Αρντί πέρασε από τη μεγάλη οθόνη παίζοντας μεταξύ άλλων στο «Κάστρο στη Σουηδία» του Ροζέ Βαντίμ το 1963, στο «Grand Prix» του Τζον Φρανκενχάιμερ το 1966 και στο «Αρσενικό Θηλυκό» του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ την ίδια χρονιά, αλλά και στο «Αν έπρεπε να ξαναγίνει» του Κλοντ Λελούς το 1976.

Η κινηματογραφική εμφάνιση όμως που θα την συνδέει για πάντα με την Ελλάδα είναι ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δίπλα στον Σάμι Φρέι στην ταινία «Μια σφαίρα στην καρδιά» («Une balle au Coeur») του Ζαν Ντανιέλ Πολέ που γυρίστηκε στη Σκύρο με τον Μίκη Θεοδωράκη στη σύνθεση της μουσικής, τους Τζένη Καρέζη, Σπύρο Φωκά, Γιώργο Μούτσιο, Σωτήρη Μουστάκα και πολλούς ακόμα Έλληνες ηθοποιούς να δίνουν το ελληνικό χρώμα στην ταινία, καθώς και ο Κώστας Φέρρης στη θέση του βοηθού σηνοθέτη.

Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1966 χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στην πορεία χάθηκε, ανακαλύφθηκε και να αποκαταστάθηκε το 2018 από την Γαλλική Ταινιοθήκη, για να επανακυκλοφορήσει στην Ελλάδα, μετά από 54 χρόνια, το 2020.

Στα ‘70s η Φρανσουάζ Αρντί επικεντρώθηκε κυρίως στην ανατροφή του γιου της Τομά που απέκτησε με τον σύντροφό της, τον μουσικό και ηθοποιό Ζαν Ντιτρόν. Οι κυκλοφορίες των δίσκων της επανεκκίνησαν με το Star το ’77 και η Αρντί αγκάλιασε -όχι πάντα με ενθουσιασμό- τους ήχους της funk, της disco και της ηλεκτρονικής pop. Ένα μεγαλύτερο διάλειμμα στη δεκαετία του 1980 διακόπηκε από το «Décalages» του 1988, που χαρακτηρίστηκε ως το τελευταίο της άλμπουμ, αν και επέστρεψε το 1996 με το «Le Danger», αλλάζοντας την παλέτα της σε σύγχρονο ροκ. Κυκλοφόρησε άλλα έξι άλμπουμ, ολοκληρώνοντας με το «Personne D’Autre» το 2018.

Η γοητεία της Φρανσουάζ Αρντί άντεξε στον χρόνο μέσα από δικά της comeback στη μουσική και συνεργασίες της με δημοφιλείς μπάντες όπως με τους Blur στα 90s, ενώ είχε διαρκή παρουσία στο σινεμά των Γάλλων δημιουργών, που πάντα την τιμούσαν επαναφέροντας τα τραγούδια της σε ταινίες τους, όπως έκανε ο Φρανσουάζ Οζόν στις «8 γυναίκες» (2002) και στο «Jeune et Jolie» (2013).

Έχοντας γνωριστεί για πρώτη φορά το 1967, παντρεύτηκε τον σύντροφο της ζωής της, τον μουσικό Ζακ Ντιτρόν το 1981 – «μια αδιάφορη τυπικότητα», όπως είχε πει η ίδια για τον γάμο γενικά. Οι δυο τους χώρισαν το 1988.

«Ήμουν πολύ αφελής, μια καλοαναθρεμμένη νεαρή γυναίκα», είχε δηλώσει η ίδια στους New York Times το 2018, περιγράφοντας τις επιλογές που έκανε στην καριέρα της. «Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς θα μπορούσα να απορρίψω προτάσεις από γνωστούς σκηνοθέτες. Ωστόσο, προτιμούσα κατά πολύ τη μουσική από τον κινηματογράφο. Η μουσική και τα τραγούδια σου επιτρέπουν να εμβαθύνεις στον εαυτό σου και στο πώς νιώθεις, ενώ στον κινηματογράφο παίζεις έναν ρόλο, έναν χαρακτήρα που μπορεί να απέχει χιλιόμετρα από αυτό που είσαι».

Αναγνωρίζοντας την θρυλική διαχρονικότητα της Φρανσουάζ Αρντί, το περιοδικό Rolling Stone την κατέταξε το 2023 στο νούμερο 162 της λίστας με τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες όλων των εποχών. Ήταν η μόνη Γαλλίδα ερμηνεύτρια στη λίστα. Όπως έγραψε ο δημογράφος Γουίλ Ερμές: «Τα λόγια της Φρανσουάζ Αρντί ενίσχυαν το ύφος της. Γράφοντας το δικό της, ασυνήθιστο υλικό, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ειδικά για γυναίκες, ηχογράφησε επίσης έργα από δασκάλους όπως ο Σερζ Γκενσμπούρ, ενώ η ερμηνεία της στο «Suzanne» του Λέοναρντ Κοέν είναι ίσως η πιο υποβλητική που έχει ηχογραφηθεί ποτέ, συμπεριλαμβανομένου και του δικού του. Οι δίσκοι της εξακολουθούν να κάνουν τον υπαρξισμό να ακούγεται απίστευτα κομψός».