Πριν πολλούς μήνες είχε γίνει μια εκδήλωση με το ερώτημα, «απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;».
Το ερώτημα ακόμα μένει αναπάντητο αλλά οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν άμεσα όχι τόσο για το πρόσωπο που θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας αλλά κυρίως για το πλαίσιο που θα υπάρξει ως απάντηση προοδευτική έναντι της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το ζήτημα των προοδευτικών συγκλίσεων είναι κεντρικό για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και μένει να αποκωδικοποιηθεί πως θα γίνει, αλλά πρωτίστως πρέπει να απαντηθούν μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα που έχουν σχέση με το πως τοποθετείται η σύγχρονη κεντροαριστερά απέναντι στα προβλήματα που υπάρχουν στη σημερινή εποχή.
Το γεγονός ότι τα δυο βασικά κόμματα του χώρου, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ, δεν έπεισαν τους ψηφοφόρους, αλλά και τους νέους, πρέπει όλους να τους προβληματίσει. Ειδικά όταν σε μια κατάσταση ραγδαίας φθοράς της κυβέρνησης και με ποσοστό περίπου 20% στα δεξιά της ΝΔ, δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν ψηφοφόρους και έκαναν πάρα πολλά λάθη.
Δεν είναι της παρούσης να εστιάσει κανείς πάρα πολύ στα λάθη που έγιναν γιατί δεν θα ορίσει η ενδελεχής ανάλυσή τους τον οδικό χάρτη της επόμενης περιόδου για τον ευρύτερο χώρο. Αρκεί όμως να αναλογιστεί κανείς τα λάθη του και να μην τα επαναλάβει και από εκεί και πέρα να κατανοήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι τις συνθήκες και τι πραγματικά ενδιαφέρει τον κόσμο της κεντροαριστεράς, του ευρύτερου προοδευτικού χώρου.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μόνο ευχάριστα δεν ήταν για ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ και δεν μπορεί να πει κανείς ότι με ποσοστό 14,92 ο Στέφανος Κασσελάκης και 12,79%
ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί είτε ο ένας είτε ο άλλος να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο που φαντάζονται.
Από εδώ και πέρα, αρέσει δεν αρέσει στις ηγεσίες των δυο αυτών κομμάτων, είναι η ώρα να καθίσουν όλοι στο ίδιο τραπέζι, να δουν πως μπορεί να υπάρξει μια νέα συνθήκη, μια νέα σύνθεση που έχει ανάγκη το εγχώριο πολιτικό σύστημα ως αντίβαρο στην κεντροδεξιά και ακροδεξιά.
Η περίοδος είναι κρίσιμη για το χώρο και ουδείς μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα, εκτός εάν τον ενδιαφέρει μόνο το προσωπικό συμφέρον που δεν ταυτίζεται προφανώς με το συλλογικό συμφέρον της κεντροαριστεράς.
Σε μια περίοδο που ο προοδευτικός κόσμος ψάχνεται για το τι πρέπει να γίνει δεν ωφελεί μια συζήτηση για το χθες. Προφανώς υπάρχουν συμπεριφορές και στάσεις, αλλά και δηλώσεις που εάν τις συζητήσουμε θα καταλάβουμε ότι το χάσμα δεν μπορεί να γεφυρωθεί. Όμως αυτά πρέπει να ξεπεραστούν, όπως οφείλουν όλοι να υπερβούν στρατηγικές εσωκομματικών περιχαρακώσεων.
Πρέπει άμεσα να ξεκινήσει συζήτηση για το πως μπορεί να υπάρξουν δυνατότητες ευρύτερης συνεννόησης και δημιουργίας ενός μετώπου απέναντι στις πολιτικές της δεξιάς που δεν συγκινούν, απωθούν και οι πολίτες αναζητούν εναλλακτικές διεξόδους. Προφανώς στην πολιτική 1+1 δεν κάνει 2, αλλά μέτωπο και συμμαχία μπορεί να δημιουργηθεί.
Οι καιροί είναι κρίσιμοι και κρίσιμες πρέπει να είναι οι αποφάσεις, αρκεί να ενισχυθούν και να στηριχθούν πρωτοβουλίες που θα ενθαρρύνουν τη συνάντηση προσώπων, από διαφορετικά σημεία αλλά που βρίσκουν σημείο σύγκλισης για διάφορα ζητήματα.
Γιατί ποια είναι η διαφορά ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠαΣοΚ ή της Νέας Αριστεράς για το πως πρέπει να απαντήσει η σύγχρονη κεντροαριστερά και ο προοδευτικός χώρος στα ζητήματα της ακρίβειας, της αναδιανομής πλούτου, της φορολογίας, της δημιουργίας θέσεων εργασίας με πλήρη δικαιώματα και καλές αμοιβές, στην ενίσχυση των δημοσίων πολιτικών, στην ενδυνάμωση της διαφάνειας, στην προστασία του Κράτους Δικαίου, στην επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης και πως προστατεύονται τα ατομικά δικαιώματα, κ.α;
Οι διαφορές δεν είναι σημαντικές αλλά και όπου υπάρχουν μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος καθώς δεν τους χωρίζει και ιδεολογική άβυσσος.
Για να υπάρξει όμως αυτή η προοπτική πρέπει να υπάρξει ειλικρινής συζήτηση. Πρέπει να πνιγούν οι εγωισμοί και να μείνουν στην άκρη οι αρχηγικές φιλοδοξίες πολλών. Να μπουν οι βάσεις ώστε να υπάρξει συνεννόηση του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου.
Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν το χρέος τους. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση, η ιστορία θα είναι αμείλικτη σε όλους και κυρίως με όσους προέταξαν τις προσωπικές τους φιλοδοξίες.