Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία. Εδώ και καιρό υπήρχαν σημάδια και πολλές προειδοποιήσεις προς τις ηγεσίες των κομμάτων και ιδιαιτέρως προς την κυβέρνηση ότι η ευρωκάλπη θα βγάλει «δράκους», ικανούς να εγείρουν σοβαρές αμφισβητήσεις.
Πήγαζαν αυτές οι εκτιμήσεις κυρίως από τη μονομέρεια της συνολικής κυβερνητικής πολιτικής αλλά και από τον χαρακτήρα των επιμέρους επιλογών και αποφάσεων, οι οποίες κατά βάση κάλυπταν το ανώτερο ένα τρίτο της κοινωνίας και αντιθέτως έπλητταν ή ήταν αδιάφορες για τα δύο τρίτα αυτής.
Εδώ και καιρό ήταν φανερό ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν απολάμβανε σχεδόν τίποτε από τα πολυδιαφημιζόμενα επιτεύγματα της πολιτικής των κυβερνήσεων του κ. Μητσοτάκη. Κοινώς η ελληνική κοινωνία, που προικοδότησε με περίσσια εμπιστοσύνη και σχεδόν απεριόριστη ανοχή τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση και άλλα προσδοκούσε, έτεινε τελευταίως να αισθάνεται ότι χάνει παρά κερδίζει. Με αποτέλεσμα η δυσαρέσκεια να θεριεύει και να λαμβάνει διαστάσεις απροσμέτρητες. Γεγονός που οι επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου είτε δεν έβλεπαν είτε δεν ήθελαν να δουν.
Η κάλπη ωστόσο υπήρξε σκληρή και αδυσώπητη. Η κυβερνητική παράταξη απώλεσε την περασμένη Κυριακή περίπου 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους. Στις τρέχουσες ευρωεκλογές συγκέντρωσε 1.073.248 ψήφους όταν στις περσινές εθνικές εκλογές του Ιουνίου είχε συγκεντρώσει 2.115.311 ψήφους και στις ευρωεκλογές του 2019 έφτασε στις 1.873.137 ψήφους. Με όποια εκλογή και αν επιχειρήσει κανείς τη σύγκριση, οι απώλειες είναι δυσθεώρητες και ενδεικτικές της αποδοκιμασίας τόσο των πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας,όσο και του Πρωθυπουργού που φέρει και το βάρος της ευθύνης αυτών.
Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι και τα άλλα δύο ισχυρότερα κόμματα κατέγραψαν σημαντικές απώλειες και σε κάθε περίπτωση δεν επέτυχαν τους στόχους που είχαν προβάλει. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την υπερφίαλη διεκδίκηση του κ. Κασσελάκη έχασε πάνω από 400.000 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2023 και το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη ξέμεινε με τη διεκδίκηση της δεύτερης θέσης.
Παρά ταύτα, οι απώλειες του κ. Μητσοτάκη είναι ασύγκριτες. Ο Πρωθυπουργός ευτύχησε όλα τα προηγούμενα χρόνια να κυβερνά μόνος, χωρίς περισπασμούς και εμπόδια. Είχε την ευχέρεια και την ευκαιρία να μην πληγώσει και να μην απογοητεύσει τον ελληνικό λαό. Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής, ωστόσο, είχαν χαρακτήρα αποδοκιμασίας για τον ίδιο και το κόμμα του. Και ήταν αδιάψευστα, πιθανώς σόκαραν και τον ίδιο.
Αλλά έτσι είναι η πολιτική και η κάλπη, αδυσώπητες. Δεν χαρίζονται σε κανένα, ιδιαιτέρως σε εκείνους που ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς και δεν υπηρέτησαν τις προσδοκίες των πολλών ανθρώπων. Το δυστύχημα είναι ότι μέχρι τώρα τουλάχιστον ο κ. Μητσοτάκης δεν δείχνει σοβαρά σήματα λήψης των μηνυμάτων αποδοκιμασίας. Κατά τα φαινόμενα, θα επιμείνει σε αυτό το μοτίβο πολιτικής. Με αποτέλεσμα γρήγορα να βρεθεί προ ανυπέρβλητων αδιεξόδων. Αλλού η ευθύνη καταλογίστηκε πάραυτα. Το 2019, σε ένα αντίστοιχο σκηνικό αποδοκιμασίας, ο κ. Τσίπρας προκήρυξε εκλογές, παραδίδοντας κατά βάση την εξουσία. Στη Γαλλία αμέσως μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε βουλευτικές εκλογές επειδή ακριβώς αντελήφθη ότι το ηττημένο κόμμα του δεν μπορεί να κυβερνά τη χώρα. Στο Βέλγιο ο εκεί πρωθυπουργός παραιτήθηκε επειδή το κόμμα του έχασε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από τις προηγούμενες εκλογές. Εδώ άραγε θα τη βγάλουμε με έναν έστω δομικό ανασχηματισμό και κάποιες μικροδιορθώσεις σε επιμέρους πολιτικές;
Είπαμε όμως ότι η πολιτική είναι αδυσώπητη και δεν συγχωρεί. Αν ο κ. Μητσοτάκης προτιμήσει τη λήθη από την ευθύνη και δεν αναλάβει τώρα γενναίες πρωτοβουλίες, γρήγορα θα χάσει και τα αβγά και τα καλάθια. Και θα οδηγηθεί εκών άκων τάχιστα σε πρόωρες κάλπες.