«Στο τέλος αυτής της ημέρας, δεν μπορώ να κάνω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα … Γι’ αυτό αποφάσισα να σας δώσω ξανά την επιλογή του κοινοβουλευτικού μας μέλλοντος, με εκλογές». Με αυτά τα λόγια, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε το βράδυ της Κυριακής, μέσω ενός τηλεοπτικού διαγγέλματος, τη διάλυση του κοινοβουλίου και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, σε μια κίνηση – έκπληξη.

Του διαγγέλματος αυτού είχε προηγηθεί η ανακοίνωση των πρώτων εκτιμήσεων των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών από το TF1 και την Le Figaro. Η διαφορά ήταν συντριπτική: η παράταξη του Μακρόν κυμαινόταν μεταξύ 14,8% και 15,2%, λιγότερο από το ήμισυ του ποσοστού της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης (RN) της Μαρίν Λεπέν (31,5-33%) που συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της. Σημειώνεται πως κανένα γαλλικό κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει πάνω από 30% στις ευρωεκλογές τα τελευταία 40 χρόνια.

«Απογοήτευση, αλλά όχι έκπληξη»

Τα ποσοστά αυτά, αν και ιστορικά, ήταν σχετικώς αναμενόμενα. Η Le Monde χαρακτήρισε την απόδοση της παράταξης του προέδρου Μακρόν «απογοήτευση, αλλά όχι έκπληξη», αφού ήταν το αποτέλεσμα της αυξανόμενης δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση αλλά και μιας «υποτονικής», σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα, εκστρατείας με επικεφαλής την Βαλερί Αγιέ, ένα πρόσωπο άγνωστο σε πολλούς ψηφοφόρους και χωρίς ιδιαίτερη λαοφιλία.

Οι ευρωεκλογές σαν δημοψήφισμα

Στην άλλη πλευρά, για την Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν το αποτέλεσμα ήταν το αποκορύφωμα μιας εκστρατείας που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2023 και στην οποία το RN έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να δώσει στη διαδικασία εθνικό χαρακτήρα, εστιάζοντας στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Η Monde εξηγεί πως στην ουσία προσπάθησε να μετατρέψει τις ευρωεκλογές σε «δημοψήφισμα υπέρ ή κατά του Μακρόν», σε μια περίοδο που η δημοτικότητα του Γάλλου προέδρου ήταν ήδη χαμηλή.

Η προσπάθεια αυτή ενισχύθηκε από την υψηλή προβολή στα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα και τη γενικότερη δημοφιλία του επικεφαλής του RN, του 28χρονου Ζορντάν Μπαρντελά. Ο Μπαρντελά εκμεταλλεύτηκε την θετική του εικόνα σε ένα τμήμα του εκλογικού σώματος που προηγουμένως είχε απομακρυνθεί από την ακροδεξιά, ιδιαίτερα εκείνων άνω των 60 ετών, ενώ παράλληλα συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά αποδοχής και στην ηλικιακή ομάδα των 18-24.

Μάλιστα, το διάγγελμα Μακρόν, με το οποίο κήρυξε τις εκλογές για τις 30 Ιουνίου (και 7 Ιουλίου αν χρειαστεί β’ γύρος), ήρθε λίγη ώρα αφότου ο Μπαρντελά δήλωσε ότι οι γάλλοι ψηφοφόροι «εξέφρασαν ξεκάθαρα την επιθυμία για αλλαγή» και ζήτησε πρόωρες βουλευτικές εκλογές.

Ένα «επικίνδυνο παιχνίδι»

Για τον λόγο αυτό, ο Μακρόν δέχτηκε έντονη κριτική από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα, ο Ραφαέλ Γκλυκσμάν, επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος (το οποίο ήρθε τρίτο με 14%), σχολίασε πως ο Μακρόν «ενέδωσε» στον Μπαρντελά. «Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι με τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Είμαι έκπληκτος», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Αντίστοιχα και η Βαλερί Πρεσέζ, από τους συντηρητικούς Les Républicains (7%), σημείωσε πως «το να διαλύεις τη βουλή χωρίς να δίνεις σε κανέναν χρόνο να οργανωθεί και χωρίς καμία εκστρατεία είναι σαν να παίζεις ρωσική ρουλέτα με τη μοίρα της χώρας».

Το στοίχημα του Μακρόν

Πράγματι, ήδη οι αναλυτές κάνουν λόγο για «στοίχημα» του Μακρόν. Οι δημοσκοπήσεις εδώ και καιρό προέβλεπαν την ήττα της παράταξής του και θεωρούταν αρκετά πιθανό πως στη συνέχεια θα καλούταν να αντιμετωπίσει επαναλαμβανόμενες προτάσεις μομφής που ενδεχομένως να οδηγούσαν σε κατάρρευση της κυβέρνησής του – ένα σενάριο που ο Μακρόν ήθελε να αποφύγει.

Έτσι, η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης είναι ένας τρόπος για τον Μακρόν να δείξει ότι ακούει την κριτική, εξηγεί η Washington Post, ενώ «στοιχηματίζει στο ότι επρόκειτο για ψήφους διαμαρτυρίας που εκφράστηκαν στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο και ότι οι πολίτες θα ψηφίσουν διαφορετικά για τη διακυβέρνηση της Γαλλίας». Ωστόσο, με τα υπάρχοντα δεδομένα, το κόμμα της Λεπέν θεωρείται το φαβορί για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, με την ίδια να δηλώνει «έτοιμη», ενώ ξένα μέσα παρουσιάζουν ακόμη και τον Μπαρντελά ως πιθανό επόμενο πρωθυπουργό – στα 28 του, θα είναι ο νεότερος που είχε ποτέ η χώρα.

Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε το φαινόμενο που στη Γαλλία ονομάζεται «cohabitation (σ.σ. συγκατοίκηση)», όπου ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός προέρχονται από αντίπαλα κόμματα – μια κατάσταση που σύμφωνα με αναλυτές μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική παράλυση. Τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο ήταν το 1997, όταν ο τότε δεξιός πρόεδρος Ζακ Σιράκ προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες η αριστερά κέρδισε την πλειοψηφία.

Το POLITICO περιγράφει την κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας ως το πιο «δυσοίωνο προειδοποιητικό σήμα για το μέλλον της ΕΕ». Όλα τα βλέμματα είναι πλέον στραμμένα στο εάν το λαϊκιστικό, ακροδεξιό κύμα της Γαλλίας μπορεί να διατηρήσει τη δυναμική του στις επικείμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, με φόντο τις προεδρικές εκλογές του 2027 – «στις οποίες μια νίκη της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν θα απειλούσε να φέρει σε αναταραχή ολόκληρη την ΕΕ», επισημαίνει το περιοδικό.