Οι Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024 περνούν στην ιστορία ως αυτές που απογύμνωσαν -μέσα σε δώδεκα ώρες- το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της χώρας. Και δεν έφταιγε απλώς η αφόρητη ζέστη για το «τσιτσίδωμα». Αντιθέτως μέχρι και η απογευματινή βόλτα της Φάρλι είχε, φαίνεται, μεγαλύτερη αξία από το τελικό αποτέλεσμα.
Ήρθε το σημείο αυτό των καιρών που η αποχή του 59% δεν προκαλεί εντύπωση μετά το πρώτο σοκ που αναπόφευκτα έφερε, ο Κυριάκος Βελόπουλος μιλά για πόλο διακυβέρνησης προβάροντας τον μανδύα του πατριώτη πρωθυπουργού – σωτήρα, η Νίκη θα εκπροσωπείται σε Βρυξέλλες και Στρασβούργο από έναν γυμναστή – ηθοποιό – παίκτη reality με τοξικές απόψεις για διάφορες κοινωνικές ομάδες και η Φωνή της Αφροδίτης Λατινοπούλου, απέχοντας παρασάγγας από τη Λογική, κερδίζει την τελευταία διαθέσιμη έδρα.
Πόσο θ’ αλλάξει η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση αποδοκιμάστηκε πανταχόθεν και παντοιοτρόπως. Το κέντρο «έπνιξε» τις φιλοδοξίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, η συσπείρωση δεν επετεύχθη στο ελάχιστο και η Νέα Δημοκρατία καταβαραθρώθηκε. Εκείνο το 41% δεν θα λειτουργεί πια ως άλλοθι και οι επόμενοι μήνες μοιάζουν με τεστ αντοχών για τη «γαλάζια» παράταξη που πρόλαβε να μην πείθει, ένα χρόνο μετά, ως η καταλληλότερη δύναμη για την άσκηση εξουσίας.
Ένας ανασχηματισμός θα χάριζε χρόνο ζωής. Θα ήταν η πρώτη απόκριση πως το μήνυμα ελήφθη. Θα επέτρεπε στην κυβερνητική παράταξη να αλλάξει την κουβέντα. Ως πότε όμως; Γιατί θα πετύχει εκ των υστέρων μια ομάδα ό,τι δεν ήθελε ή δεν κατάφερε να κάνει τους πρώτους δώδεκα μήνες της δεύτερης θητείας της;
Κατά γενική ομολογία, δεν είναι τα πρόσωπα που προκάλεσαν τις ρωγμές και τη διαρροή των εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων δεξιότερα της Πειραιώς. Είναι η πολιτική κατεύθυνση σε θεμελιώδεις άξονες όπως η οικονομία, η υγεία και η παιδεία.
Πού ήταν η αυτοκριτική στον ΣΥΡΙΖΑ;
Κι αν η κυβέρνηση αρμενίζει στραβά, τα κόμματα του προοδευτικού τόξου παρέμειναν ακινητοποιημένα κι εγκλωβισμένα στα στάσιμα νερά ενός θολού βάλτου. Μοιάζουν με βατράχια που μόνο κοάζουν. Ως εκεί, τίποτα περισσότερο.
Η ιστορία έχει διδάξει πως η κυβερνητική φθορά είναι βασική πηγή αύξησης των αντιπολιτευτικών δυνάμεων. Αντ’ αυτού ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ δεν καρπώθηκαν καν τα σπόρια που έπεσαν χάμω. Είχαν ηττηθεί από τ’ αποδυτήρια (exit poll), ενόσω θα όφειλαν ν’ ανήκουν στο μπλοκ των ευνοημένων, αναγκάστηκαν σε άτακτη οπισθοχώρηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε κάτω από το 15% και το ΠαΣοΚ δεν έπιασε το 13%. Αθροιστικά δεν κατόρθωσαν εκ νέου να «ματσάρουν» το πολύ χαμηλό ποσοστό της «πληγωμένης» ΝΔ που κλείδωσε στο 28.31%.
Παραδόξως βέβαια ούτε ο Στέφανος Κασσελάκης ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης ψέλλισαν οτιδήποτε περί ευθύνης αρχηγών. Να μην ανέγνωσαν σωστά το αποτέλεσμα; Εξαιρετικά απίθανο. Πολιτική επιλογή ήταν ολωσδιόλου.
Σαν να μην είχε πετάξει άλλες τρεις ποσοστιαίες μονάδες ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρός του είπε πως δεν έχει «τύψεις για τίποτα» μέχρι σήμερα. Όλα ήταν καλώς καμωμένα. Κι ας περιστράφηκε όλη η προεκλογική καμπάνια αποκλειστικά γύρω από τον ίδιο. Αν μάλιστα οι υποψήφιοι της παράταξης που ηγείται δεν φρόντιζαν για την προβολή και κατ’ επέκταση τη συγκέντρωση προσωπικών ψήφων, οι τέσσερις έδρες θα ήταν μάλλον λιγότερες.
«Ο ελληνικός λαός (ή αλλιώς το 14.92% του 41.39% των ψηφοφόρων) μού έχει δώσει ξεκάθαρα τον χρόνο να χτίσω εναλλακτική κυβερνητική πρόταση» ανέφερε ακόμη ο Στ. Κασσελάκης κι ο χρόνος πάγωσε την ίδια στιγμή. Χρόνος που δεν διατίθεται στο κόμμα του αφειδώς, η αντίστροφη μέτρηση έχει κιόλας αρχίσει. Είναι αμείλικτη η κατάσταση, άκρως πιεστική, και κάθε νέα χαμένη μέρα μπερδεύει ακόμη περισσότερο το κοινό για το μέλλον ενός χώρου που σπαταλά το ένα στοίχημα μετά το άλλο.
Εκτός κι αν έχει αποφασίσει ότι θα φτάσει ολομόναχος ως το τέλος.
Πόσο έτοιμος είναι ο Ανδρουλάκης;
Το γεγονός πως, τουλάχιστον, ο αρχηγός του ΠαΣοΚ αναγνώρισε πως «δεν συμβιβάζομαι με μία τέτοια πολύ αρνητική εξέλιξη», δηλώνοντας έτοιμος για μια πολιτική που δεν θα «προκαλεί θυμηδία, απέχθεια ή νέα αδιέξοδα», δεν αναιρεί πως κι ο ίδιος κουβαλά ένα μεγάλο βάρος στις πλάτες του.
Μίλησε σωστά ο Ν. Ανδρουλάκης για «αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες διαλόγου με τις δημιουργικές αλλά πάνω από όλα πραγματικές προοδευτικές δυνάμεις». Θα πρέπει βέβαια κι αυτός να είναι έτοιμος, αν κληθεί σχετικώς, να παραμερίσει κάνοντας χώρο. Διότι όντως επί της ηγεσίας του το ΠαΣοΚ αναθάρρησε αριθμητικά, συνολικά όμως να εδραιωθεί ως δεύτερη οντότητα δεν πέτυχε. Έτρεχε ξανά πίσω από τον εξαντλημένο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να τον φτάσει (ακόμη).
Θα είναι η μοναδική περίπτωση, εφόσον δεν βρει πρόσφορο έδαφος, για ν’ αποδείξει ο Ν. Ανδρουλάκης ότι το αφήγημα – όραμα μιας συνασπισμένης Κεντροαριστεράς δεν είναι κούφιο, δεν είναι ένα πουκάμισο αδειανό άνευ περιεχομένου. Ότι δεν συνεχίσει να καπελώνεται από το σχεδόν 20% των σχηματισμών πολύ δεξιότερα της ΝΔ. Η κουβέντα είναι απαιτητική, προϋποθέτει αναμφίβολα συμβιβασμούς. Όπως και παρεμβάσεις από πρόσωπα κοινής αποδοχής που έπαθαν κι έμαθαν να ακούν.
Τι θα συμβεί με τους λοιπούς;
Δυστυχώς η Νέα Αριστερά, αν και νωρίς για να κριθεί στο όλον της ως εγχείρημα, κουβαλά πλέον μαζί της ένα πολύ αρνητικό αποτέλεσμα. Με λιγότερες από 100.000 ψήφους και τη δέκατη θέση προσγειώθηκε απότομα στο πλαίσιο που θέλει τα κόμματα παραπλήσιας ιδεολογίας να υποφέρουν από μια ταυτοτική κρίση αναζητώντας επειγόντως νέο ακροατήριο. Αντίστοιχα το ΜέΡα25, παρά τα κέρδη των τελευταίων εβδομάδων, δεν βγήκε στον αφρό. Ο κατακερματισμός άφησε πληγές. Μόνο η Πλεύση άντεξε στις πιέσεις, αλλά η δική της πορεία είναι αποκλειστικά εξαρτημένη από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου – μια πάντα στρυφνή συνομιλήτρια.
Σε κάθε περίπτωση είχε δίκιο ο έμπειρος Χρήστος Σπίρτζης, όταν -διαβάζοντας το γενικό μήνυμα της κάλπης- υποστήριξε εύστοχα στο Mega πως όποιος νυν αρχηγός αρνηθεί την πραγματικότητα, θα τον ξεπεράσει η ιστορία. Ίσως μάλιστα έχει συμβεί ήδη!