Αν δει κάποιος τα επιμέρους εθνικά αποτελέσματα των Ευρωεκλογών σε χώρες-κλειδιά, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ξεκάθαρα θετική.
Στη Γαλλία, το κόμμα της Λεπαίν συγκέντρωσε διπλάσιο ποσοστό από αυτό του Προέδρου Μακρόν ενώ στη Γερμανία, το κόμμα του Καγκελάριου Σουλτς καταποντίστηκε συγκεντρώνοντας μόλις το 14% των ψήφων με ανάλογα κακές επιδόσεις και από τους άλλους εταίρους του κυβερνητικού σχήματος. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) αποτελεί πλέον τη δεύτερη πολιτική δύναμη με σημαντικά ενισχυμένα ποσοστά και μια μεγάλη δόση έπαρσης, όταν ήδη πριν τις εκλογές, εκπρόσωπός του έκανε λόγο για την ανάγκη της Ευρώπης για… πάνες, δεδομένου του σοκ που αναμένονταν να δημιουργήσει το εκλογικό αποτέλεσμα στις γερασμένες ευρωπαϊκές ελίτ.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ωστόσο, η εικόνα δεν είναι τόσο αποκαρδιωτική. Οι δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, διατηρούν εν γένει τις δυνάμεις τους και εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Σίγουρα ο καταποντισμός του Renew Europe του Προέδρου Μακρόν και των Πρασίνων, με απώλειες της τάξης των είκοσι και δεκαοκτώ εδρών αντίστοιχα, δεν είναι καλά νέα ούτε για τις φιλελεύθερες δυνάμεις ούτε για τους υπέρμαχους της «πράσινης μετάβασης», αλλά αθροιστικά οι τέσσερις αυτές πολιτικές ομάδες έχουν ακόμα τη δυνατότητα να εμποδίσουν τις πιο ακραίες και αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις από το να εξελιχθούν σε κυρίαρχους ή έστω επιδραστικούς δρώντες στον επόμενο πολιτικό κύκλο της ΕΕ. Με άθροισμα βουλευτών πέριξ των 450 θα έχουν την απαραίτητη πλειοψηφία που μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτικό ανάχωμα σε ακραίες αντι-ευρωπαϊκές φωνές (θυμίζουμε ότι στο σύνολο των 720 Ευρωβουλευτών, χρειάζονται 361 ψήφοι για την απλή πλειοψηφία).
Άρα, άντεξε το όραμα της Ευρώπης ακόμα μια φορά και διαψεύστηκαν οι Κασσάνδρες που κινδυνολογούσαν για μια πρωτοφανούς βάθους πολιτική κρίση στην ΕΕ; Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε ακόμα να δώσουμε μια καθησυχαστική απάντηση για δύο λόγους. Πρώτον, σε επίπεδο ΕΕ, όλα εξαρτώνται από τις επιλογές πολιτικών συνεργασιών στην επόμενη Ευρωβουλή.
Θα επιδιώξει το ΕΛΚ μια στρατηγική σύμπραξη ή έστω μια à la carte συνεργασία με το κόμμα των Ευρωπαίων Συντηρητικών, όπως έχει διαφανεί στην προεκλογική περίοδο; Αν συμβεί κάτι τέτοιο έστω και περιστασιακά, ποια θα είναι η αντίδραση των υπολοίπων δυνητικών εταίρων και πόσο πιθανό είναι να οδηγήσει αυτή ουσιαστικά σε μια πολιτική παράλυση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προς επιχαιρεκακία των αντι-ευρωπαϊκών δυνάμεων; Δεύτερον, σε επίπεδο εθνικό, τα αποτελέσματα δημιουργούν ήδη αλυσιδωτές πολιτικές αντιδράσεις. Ο Πρόεδρος Μακρόν προχώρησε στην εσπευσμένη προκήρυξη βουλευτικών εκλογών ενώ ο Καγκελάριος Σουλτς στη Γερμανία δέχεται καταιγιστικά πυρά ώστε να πράξει το ίδιο. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι δύο αυτές χώρες-ηγέτες της ΕΕ έχουν μπει σε τροχιά εσωτερικής πολιτικής περιδίνησης, γεγονός που δεν αφήνει καμία αισιοδοξία για τολμηρές κινήσεις και πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν αλλάξει ο πολιτικός χάρτης στις χώρες αυτές, αναπόφευκτα θα πρέπει να αναθεωρήσουμε πολλές από τις σταθερές του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι οι «βάρβαροι» θα εκπροσωπηθούν στο νέο Ευρωκοινοβούλιο με μια αυξημένη αντιπροσωπεία αλλά ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους αναμένει τις εθνικές πολιτικές εξελίξεις και εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία για να ολοκληρώσει την πορεία του προς την εξουσία και να αποδομήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
*Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ