Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο, όμως οι περισσότεροι στην κυβέρνηση, στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠαΣοΚ ήλπιζαν σε κάτι διαφορετικό και απροσδιόριστο. Κατά τρόπο πρωτοφανή, και τα τρία κόμματα είχαν θέσει πολύ συγκεκριμένους αριθμητικούς στόχους και όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το πιθανότερο είναι οι πολίτες να μην σου κάνουν τη χάρη.

Η προεκλογική εικόνα θόλωσε για μία ακόμη φορά από τις δημοσκοπήσεις, αν και οι πιο παρατηρητικοί γνώριζαν ότι η αλήθεια βρισκόταν στην πρόθεση ψήφου και όχι στις αναγωγές του ποσοστού των αναποφάσιστων, οι οποίες είναι μάλλον άσκοπες και οριακά αυθαίρετες σε αναμετρήσεις με τα χαρακτηριστικά της χαλαρότητας και της εύκολης διαμαρτυρίας, όπως οι ευρωεκλογές.

Στον πέμπτο χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση καταγράφει μία πρώτη, σημαντική, αναμενόμενη αλλά και «ασφαλή» φθορά. Το ποσοστό της είναι εκτός στόχου, όμως εξακολουθεί να είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ και μεγαλύτερο από το άθροισμα του δεύτερου και του τρίτου κόμματος.

Με αυτούς τους όρους, η πολιτική σταθερότητα στη χώρα δεν απειλείται και ίσως να ήταν λάθος υπό αυτήν την έννοια να τεθεί ως δίλημμα.
Η (πολιτική) ζωή συνεχίζεται και το θέαμα θα πρέπει μάλλον να αναμένεται από τον χώρο της Κεντροαριστεράς.

Αν υπάρχει κάτι ουσιαστικό προς συζήτηση, αυτό είναι μάλλον ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσει ο Πρωθυπουργός στο εκλογικό αποτέλεσμα. Έχει περισσότερους λόγους να καλοπιάσει όσους του γύρισαν την πλάτη ή να κυνηγήσει όσους βάζουν φρένο στα διακηρυγμένα σχέδια μεταρρύθμισης και υλοποίησης όσων αλλαγών παραμένουν σε εκκρεμότητα;

Η απάντηση είναι μάλλον προφανής και εύκολη. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να κυβερνήσει, με γνώμονα την αντιμετώπιση των προβλημάτων και όχι κάποιες ασύμμετρες και άκαιρες φιλοδοξίες.