Ο Κ.ΒΗΤΑ δίνει κατά κανόνα τις συνεντεύξεις του ηλεκτρονικά. Η ασύγχρονη επικοινωνία δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη θέρμη των απαντήσεων του. Η θέση του, άλλωστε, πίσω από μία οθόνη να «φτιάχνει» κάτι είναι μια εικόνα οικεία ήδη από το ξεκίνημα του στη δισκογραφία με τους στέρεο νόβα το 1992 μέχρι και σήμερα. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε «Το χέρι» (Sky Vector Music), τη 10η προσωπική δουλειά του και σε λίγες μέρες θα δώσει μια συναυλία στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής (εισιτήρια εδώ), στην οποία θα παρουσιάσει τα νέα του κομμάτια, αλλά και τραγούδια από το σύνολο της δισκογραφίας του.
Η τελευταία σας δουλειά έχει τίτλο «Το χέρι» και καθώς ακούς τα κομμάτια σου μένει μια αίσθηση «χειροποίητου». Είναι έτσι κι για εσάς; Θέλατε να αποπνέει κάτι τέτοιο;
O κάθε ακροατής έχει μία πολύ δική του αίσθηση για κάτι που ακούει, ας πούμε είναι σίγουρο ότι και οι δύο μας θα ακούμε εντελώς διαφορετικά ένα τραγούδι του Ζαμπέτα ή του Μάλερ και είναι απόλυτα λογικό. Χειροποίητο λέγαμε παλιά πως είναι ένα ταγάρι ή ένα πουλόβερ που έπλεκε η μάνα μας, προσπαθώ να καταλάβω και να σκεφτώ πώς να απαντήσω για ένα άλμπουμ που έχω φτιάξει αποκλειστικά από μηχανές, από κομπιούτερ, από συνθετικούς ήχους και έχει μόνο λίγη κιθάρα σε 4 τραγούδια. Ναι, θα μπορούσε να είναι χειροποίητο ας πούμε με την έννοια του κολλάζ, διάφορα συναισθήματα και εικόνες εδώ κι εκεί, περιέχει τέτοια στοιχεία. Χειροποίητο θα μπορούσε να είναι στις πολύ αρχές που το έφτιαχνα, όταν κρατούσα σημειώσεις στους στίχους. Θα μπορούσε… το σίγουρο είναι ότι ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει κι έχει μια εντελώς διαφορετική γνώμη για ένα καλλιτεχνικό έργο. Και να ήθελα να αποπνέει μια συγκεκριμένη αίσθηση είναι σίγουρο ότι κανείς δεν θα το καταλάβαινε… Όταν έκανα τις πρώτες ακροάσεις σε φίλους τα σχόλια ήταν χαοτικά…. Όταν είχα πει σε μια παρέα πως ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ είναι το On Land του Brian Eno, μου είπαν πως αυτό δεν είναι μουσική, είναι βατράχια που κλαίνε…
Ο τίτλος μου θύμισε και τον στίχο σας: «αγάπη μοιάζει μ’ ένα χέρι ζεστό που θεραπεύει όταν αγγίζει το μέτωπο». Είναι αυτό η μουσική για εσάς;
Ναι είναι ένα παλιό τραγούδι των στέρεο νόβα «το κρεβάτι και ο σκύλος», δεν το είχα σκεφτεί αλλά είναι πολύ κοντά ή αίσθηση που αποπνέει αυτός ο στίχος με τον τίτλο του καινούργιου άλμπουμ. Πολλοί συνθέτες έχουν καταφέρει να κάνουν αυτό που λες, να είναι η μουσική ένα χέρι ζεστό μέσα μας, θα το ήθελα κι εγώ αυτό , το εύχομαι ναι λειτουργεί η μουσική μου μέσα από δυναμικές τέτοιες. Ένα μεγάλο μέρος της μουσικής μου είναι νευρικό, συναισθηματικό, ταξιδιάρικο ίσως… δεν ξέρω, εννοώ πως σίγουρα δεν ξέρω πως νιώθει ο κόσμος όταν ακούει τη μουσική μου…
«Δεν ξέρω αληθινά τι μπορεί να λείπει από τη σχέση μας, θα έλεγα με σιγουριά όμως πως όλοι μας βιώνουμε το έλλειμμα της αγάπης».
Σε μια εποχή 24ωρης δικτύωσης, μα αβυσσαλέας αποξένωσης είναι ένα χέρι αυτό που λείπει από τις κάθε είδους σχέσεις μας;
Δεν μπορώ να ξέρω τι ανάγκες έχει αυτή η αβυσσαλέα αποξένωση, ίσως να προκαλεί ακόμη περισσότερη σύγχυση στο κόσμο, μπορεί να θέλει να πιεί ή να κάνει διάφορα άλλα ακραία προκειμένου να προσγειωθεί στη πραγματικότητα. Είναι πολύ δύσκολη, απρόβλεπτη, αψυχολόγητη, ακραία συναισθηματική η κατάσταση του σημερινού ανθρώπου. Φαίνεται παντού άλλωστε, ο τρόπος που εκφράζεται στα κοινωνικά μέσα, οι φωτογραφίες που προβάλλει, το εγώ του, η αποπροσανατολισμένη κατεύθυνσή του. Βέβαια υπάρχει και ο κόσμος που έχει συνείδηση, καθαρότητα στη σκέψη, ενσυναίσθηση, πολιτική σκέψη, μια διευρυμένη συνείδηση. Το χέρι ενός ανθρώπου μπορεί να είναι βίαιο αλλά και στοργικό. Δεν ξέρω αληθινά τι μπορεί να λείπει από τη σχέση μας, θα έλεγα με σιγουριά όμως πως όλοι μας βιώνουμε το έλλειμμα της αγάπης.
Η αγάπη αποτελεί μια σταθερή διακειμενική αναφορά στα τραγούδια σας. Τι έχετε μάθει για την αγάπη; Τι μπορείτε να μας πείτε για την αγάπη;
Δεν ξέρω πολλά για την αγάπη να σας πω, την αναφέρω γιατί είναι ένας δρόμος που θα ‘θελα πολύ να βαδίζω, να πηγαίνω προς τα εκεί. Απαιτεί πολύ κόπο, χρειάζεται εμβάθυνση στη συνείδηση, θέλει αφοσίωση και θυσία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι σίγουρα να σπάσει το εγώ μας, αλλιώς την αγάπη δεν θα τη δούμε ούτε ζωγραφιστή… Δεν κατοικεί στη σκληρότητα, στο σκοτάδι, στη σύγχυση. Σίγουρα όμως υπάρχει βαθιά μέσα στη ψυχή μας και γι’ αυτό πρέπει να σπάσουμε το τείχος που έχουμε δημιουργήσει γύρω της.
Αυτό το «χειροποίητο» (να τη πάλι η λέξη) αντανακλά και τον τρόπο που δουλεύετε πολλά από τα κομμάτια σας: πρώτα τα δοκιμάζετε στην κιθάρα και μετά προσθέτετε ηλεκτρονικά στοιχεία. Είναι μια προσέγγιση που τα κάνει να ακούγονται τόσο προσωπικά;
Υπάρχει αυτό που λες, συμβαίνει κυρίως με τα τραγούδια, κάποια από αυτά τα γράφω στη κιθάρα και μετά τα μεταφέρω στο κομπιούτερ. Υπάρχουν και τραγούδια όπως η «Αχτίδα» που ήταν ηλεκτρονική από την αρχή. Γενικά η σύνθεση για μένα είναι δύσκολη υπόθεση, επίπονη, σβήνεις, γράφεις, πετάς, οι ήχοι δεν κολλάνε εύκολα μεταξύ τους, δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί αυτό που έχεις φανταστεί, ζεις μια δύσκολη κατάσταση μέχρι να έρθει ένα αποτέλεσμα, οι στίχοι δεν είναι κάτι εύκολο επίσης, δεν θα έλεγα πως είναι μια ευχάριστη δουλειά, εννοώ ότι δεν κάθομαι δίπλα από τη θάλασσα με ένα κοκτέιλ και γράφω μουσική… όπως μου είχαν πει κάποτε.
«Έχω βαθιά και ουσιαστική σχέση με τη τέχνη μου, δεν ήρθα εδώ για να βγάλω χρήματα με βρώμικο τρόπο και ποτέ δεν ήθελα να κοροϊδέψω τον κόσμο γιατί πρώτα από όλους θα κορόιδευα τον εαυτό μου».
Είναι παρεξηγημένη η ηλεκτρονική μουσική στην Ελλάδα (καλλιτεχνικά/δισκογραφικά/ηθικά);
Και να είναι παρεξηγημένη είναι κάτι που δεν με απασχόλησε ποτέ, εμένα μου άρεσε από παιδί, την πίστεψα και τη δημιούργησα. Ακόμα και όταν πολύ παλιά μου πέταγαν μπύρες όταν έπαιζα και φώναζαν «πάρε τα μηχανήματα και φύγε», εγώ καθόμουν και έπαιζα τη μουσική μου γιατί ήξερα πως υπήρχαν έστω και δύο άτομα που θα τους άρεσε. Ακόμα συνεχίζει να είναι μια εναλλακτική μουσική. Στην Ελλάδα είναι μικρό το κοινό που ανταποκρίνεται στην ηλεκτρονική σκηνή ακόμη.
Αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης φτιάχνει μουσική που μπορεί να μοιάζει πάρα πολύ με τη δική σας, φτιάχνει μουσική που δεν θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε αν έχει ανακατευτεί κάποιο χέρι σε οποιαδήποτε φάση της δημιουργίας της. Σας ανησυχεί καθόλου αυτό για τους δρόμους που ενδεχομένως να ακολουθήσει η καλλιτεχνική/μουσική έκφραση;
Νομίζω την ίδια ανησυχία θα είχε και ο Σεζαν ή ο Πωλ Γκωγκέν όταν θα είδε για πρώτη φορά μια φωτογραφική μηχανή. Συνέχισαν να δημιουργούν και έφτιαξαν τεράστιο έργο ακόμα και όταν στις πόλεις όλοι προσπαθούσαν να φωτογραφηθούν ή να αποτυπώσουν τη φύση. Πάντα θα υπάρχουν τα αντίστοιχα ΑΙ σε κάθε εποχή. Δεν με απασχολεί το ζήτημα αυτό, ναι το γνωρίζω, έτσι είναι τα δεδομένα, υπάρχουν άνθρωποι που τα θέλουν όλα έτοιμα, γρήγορα. Έχω βαθιά και ουσιαστική σχέση με τη τέχνη μου, δεν ήρθα εδώ για να βγάλω χρήματα με βρώμικο τρόπο και ποτέ δεν ήθελα να κοροϊδέψω τον κόσμο γιατί πρώτα από όλους θα κορόιδευα τον εαυτό μου. Πάντα δημιουργώ μέσα από τη ψυχή μου, δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο.
Το 2023 ήταν μια χρονιά με πολύ στέρεο νόβα (συναυλίες, επανακυκλοφορίες, νέο υλικό). Ποια ανάγκη γέννησε αυτό το revival και πώς το αποτιμάτε; Θα το ξαναδούμε ή ήταν μια ρωγμή που πλέον έκλεισε;
Θέλαμε να φτιάξουμε ένα μίνι Lp την «Ίριδα» και μετά μας έγιναν προτάσεις, να παίξουμε σε κάποιες συναυλίες και έτσι έγινε όλη η φάση. Το ένα έφερε το άλλο, ήταν μια ωραία στιγμή και για εμάς και για τους φίλους της μουσικής μας. Όσο για το μέλλον δεν γνωρίζω, νομίζω όμως πως δεν θα έχει συνέχεια. Ήταν μια ωραία συγκυρία όλα.
«Eκείνη την εποχή έγραφα το πιο σκοτεινό άλμπουμ της ζωής μου την «Σούπερ Στέλλα», το «τυχερό αστέρι» ήταν κάτι πολύ μακριά από εμένα. Ήταν σαν να έλεγες σε ένα ρεμπέτη να σου τραγουδήσει το «Don’t you want me» των Human League…».
Στο live των στέρεο νόβα στη Ελευσίνα για την τελετή έναρξης της πολιτιστικής πρωτεύουσας παίξατε σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, με ψιλόβροχο και αρκετό κρύο. Λίγή ώρα νωρίτερα το γλυπτό μιας φάλαινας είχε αναδυθεί από τη θάλασσα και κοίταζε προς τη τοποθεσία του live. Όλα έμοιαζαν με κομμάτια ενός παζλ που τοποθετούνταν στη θέση τους. Είμαστε μόνο οι fans που κάνουμε αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις ή επηρεάζουν και εσάς πάνω στη σκηνή;
Κοίταξε και εμείς την ώρα που παίζαμε τα τραγούδια μας νιώθαμε όλο αυτό το υπέροχο τοπίο της Ελευσίνας, ήταν μια από τις πιο αγαπημένες μου συναυλίες των στέρεο νόβα. Ένιωθα πως είχε ανοίξει ένα παράθυρο και είχε έρθει ο Πήτερ Παν. Ήμουν πολύ χαρούμενος εκείνη τη νύχτα και ένιωθα πως όλοι νιώθαμε το ίδιο.
Παράλληλα, απέκτησε μια «νέα ζωή» και το «τυχερό αστέρι». Σας αφορούν καθόλου όλα αυτά ή απλώς παρατηρείτε αμέτοχος την αυτόνομη διαδρομή που ακολουθεί κάθε τραγούδι μόλις φύγει από το δημιουργό του;
Ήταν ένα θεατρικό τραγούδι που δεν πίστευα πως θα έκανε τόσο μεγάλο χιτ. Την προηγούμενη δεκαετία ήδη μου το ζήταγαν πολλοί για να το ηχογραφήσουν και έδινα την άδεια. Μετά ήρθε και η τηλεοπτική σειρά και του έδωσε ένα καινούργιο αέρα. Το τραγούδι αυτό το έγραψα μέσα σε μισή ώρα για μια θεατρική παράσταση και μετά από δύο μέρες έβαλα τον Γιάννη Παλαμίδα να το πει, ήταν συγκλονιστικός ο τρόπος που το ερμήνευσε και το έκανε δικό του για πάντα. Ήμουν νέος όταν το έγραψα, δύσκολη εποχή, έπρεπε να εξυπηρετήσω τις ανάγκες της παράστασης. Να φανταστείς ότι εκείνη την εποχή έγραφα το πιο σκοτεινό άλμπουμ της ζωής μου την «Σουπερ Στέλλα», το «τυχερό αστέρι» ήταν κάτι πολύ μακριά από εμένα για εκείνη την περίοδο. Ήταν σαν να έλεγες σε ένα ρεμπέτη να σου τραγουδήσει το «Don’t you want me» των Human League….
Η Αθήνα για την οποία γράφατε τη δεκαετία του ’90 πιστεύετε ότι υπάρχει σήμερα; Έχει απομείνει κάτι από αυτή και, αν ναι, τι είναι;
Έχουν αλλάξει όλα, οριστικά, μόνο οι συμμαθητές μας θα γυρίζουν σε σύγχρονα καφέ, παντρεμένοι, άλλοι γερασμένοι με εγγόνια στις πλατείες των δημαρχείων. Περνάει ο χρόνος και μας υπενθυμίζει μέσα από τους δείκτες του πως πρέπει να απομακρυνθούμε από το υπέρ εγώ μας και να δημιουργήσουμε γέφυρες εκεί που γκρεμίσαμε, εκεί που πίσω μας αφήσαμε το μίσος, τη σκληρότητα. Αυτός είναι ο χρόνος, η ώρα της αγάπης, αυτή η ώρα που την αφήνουμε πίσω μας γιατί έχουμε βολευτεί στη σύγχυση, στην άγνοια που έγινε η καθημερινότητά μας. Η Αθήνα πάντα θα είναι η Αθήνα, θα φτιάχνουν κτίρια, θα γκρεμίζονται άλλα, κάποιοι θα φεύγουν, άλλοι θα έρχονται. Η ουσία των πραγμάτων όμως ποια είναι. Δεν είναι τόσο τι θα απομείνει από την Αθήνα όσο τι θα απομείνει από τις πράξεις μας.
Μιλάτε μέσα από τα κομμάτια για τον καταναλωτισμό της μεγαλούπολης. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που έχει καταπιεί και ομογενοποιήσει τα πάντα (π.χ. πλέον σε μια τυχαία πόλη στον δυτικό κόσμο μπορεί να ξεφυτρώσει ένα μαγαζί που θα μπορούσε να λειτουργεί ίδιο και απαράλλακτο σε οποιαδήποτε άλλη πόλη, είτε επειδή είναι μέρος μιας αλυσίδας είτε επειδή συμμορφώνεται απόλυτα με την κυρίαρχη αισθητική και επιχειρηματική νόρμα);
Νομίζω ότι είναι και τα δύο από αυτά που ισχυρίζεσαι, είναι κάτι που το έχουμε καταλάβει όλοι, έτσι λειτουργεί το παγκόσμιο σύστημα, η παγκόσμια αγορά ή αν θέλουμε η παγκοσμιοποίηση. Είναι πολύ δυνατές αυτές οι εικόνες γύρω μας και εμένα με επηρεάζουν, κάποιες εικόνες τις βάζω στα τραγούδια μου, είναι πολλά από αυτά στα οποία χάνομαι σε καταστήματα όπου νομίζω ότι είναι τα σπίτια μου και μετά δεν είμαι εκεί αλλά αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε ένα λανθασμένο google map. Είναι περίεργες εποχές κατά βάθος, να, ας πούμε πήγα σε ένα πολύ καλό καφέ στο κέντρο, παρήγγειλα ελληνικό καφέ και μου έφεραν ένα ζουμί που έμοιαζε σε χημικό καφέ, μετά παρήγγειλα ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι και μου έφεραν χυμό συμπυκνωμένο από μπουκάλι πολύ ζαχαρωμένο και πυκνό, τους είπα ότι αυτός είναι συμπυκνωμένος και επέμεναν ότι είναι φυσικός.
«Περνάει ο χρόνος και μας υπενθυμίζει μέσα από τους δείκτες του πως πρέπει να απομακρυνθούμε από το υπέρ εγώ μας και να δημιουργήσουμε γέφυρες εκεί που γκρεμίσαμε».
Μπορούμε να βιώσουμε τις πόλεις μας ή πλέον αποτελούν «εμπειρίες» θεματικού πάρκου;
Πλάκα έχει αυτό, είναι λίγο έτσι. Νομίζω πως εμείς που ζούμε πολλά χρόνια κι έχουμε μεγαλώσει εδώ έχουμε μια διαφορετική αντίληψη για την πόλη. Δεν νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο.
Μετράτε πάνω από 30 χρόνια μουσικής διαδρομής. Η πορεία αυτή πώς έχει αναπτυχθεί μέσα σας: γραμμικά, με αρχή-μέση (και κάποια στιγμή τέλος) ή κυκλικά;
Σίγουρα με αρχή, μέση και τέλος σαν μια ευθεία την αισθάνομαι, μόνο.