Με την ολοκλήρωση της προεκλογικής περιόδου οι περισσότερες από τις δημοσκοπήσεις φαίνεται να συγκλίνουν ως προς κάποια βασικά συμπεράσματα, τηρώντας ωστόσο μια επιφύλαξη για τις ακριβείς δυνάμεις των κομμάτων.
Τα περιθώρια αβεβαιότητας άλλωστε έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες ημέρες, λόγω και του διαφαινόμενου ρεκόρ της αποχής, καθώς ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων αναμένεται να βρεθεί κάτω από το φράγμα των 5 εκ., δηλαδή στο ιστορικό ελάχιστο των 50 χρόνων από την μεταπολίτευση (4,91 εκ. στις εκλογές του 1974), με ορατό πλέον ακόμα και τον πήχη των 4,5 εκ.
Επιπλέον η επιστολική ψήφος, που ενδεχομένως αποτελεί «μαύρο κουτί» για τις δημοσκοπήσεις, ακριβώς σε ένα τέτοιο καθεστώς περιορισμένης προσέλευσης στις κάλπες, αποκτά αυξημένη αριθμητική βαρύτητα. Οι 160.000 ψηφοφόροι που έχουν κάνει ήδη χρήση της διαδικασίας πιθανόν να αντιστοιχούν τελικά σε περισσότερο από 3% της συνολικής συμμετοχής, ποσοστό ικανό για διασαλεύσει στις λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής.
Οι εκτιμήσεις
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις εκτιμούν ότι η ΝΔ θα κυμανθεί κοντά στον διακηρυγμένο στόχο του 33% (των προηγούμενων ευρωεκλογών), αλλά με όλες σχεδόν ανεξαιρέτως τις έρευνες τις τελευταίας εβδομάδας να παρουσιάζουν μια ελαφρά κάμψη της ως προς την πρόθεση ψήφου, σε σύγκριση με τις ακριβώς προηγούμενες μετρήσεις. Το κυβερνών κόμμα παρόλα αυτά, έχει ξεκάθαρα αποφύγει τα χειρότερα σενάρια που διαγράφονταν μέχρι τον Μάρτιο, όταν είχε φτάσει στο δημοσκοπικό ναδίρ του.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται σχετικά σταθεροποιημένος σε ποσοστά της τάξης του 16%, που πλησιάζουν μεν, αλλά δεν φτάνουν το ποσοστό των εκλογών του Ιουνίου 2023 (17,8%), ειδικά μετά τη συζήτηση για το «πόθεν έσχες» Κασσελάκη, της οποίας η επίδραση εντούτοις δεν έχει ακόμα ίσως αποτιμηθεί επαρκώς. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διασφαλίσει την επικράτηση στη μάχη για τη δεύτερη θέση, εξέλιξη που ανατρέπει τη δημοσκοπική εικόνα που έδειχνε να διαμορφώνεται πριν ένα εξάμηνο.
Όσο για το ΠαΣοΚ, δείχνει να τοποθετείται πλέον κοντά στο 12%, χωρίς όμως και αυτό με τη σειρά του να εμφανίζεται σίγουρο ότι δεν θα παρουσιάσει οριακή κάμψη σε σχέση τις βουλευτικές του περασμένου Ιουνίου (11,8%).
Ανοιχτό φαίνεται να παραμένει το ερώτημα της 4ης θέσης, με τα ποσοστά του ΚΚΕ να διατηρούνται σε ένα πιο συμπαγές 8% περίπου. Η ελαφρώς -ακόμα- προπορευόμενη Ελληνική Λύση (8%-9%) διατηρεί σε ένα βαθμό την πτωτική τάση που παρατηρείται από τις αρχές Απριλίου και μετά, παρά το γεγονός ότι είναι το μόνο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα που αναμφίβολα πλέον θα καταλήξει ενισχυμένο ως προς την επίδοσή του στις βουλευτικές εκλογές.
Από εκεί και έπειτα η ρευστότητα παρουσιάζεται αυξημένη, με την Νίκη και την Πλεύση ωστόσο να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες εισόδου στο ευρωκοινοβούλιο, με ποσοστά μάλιστα που σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζονται ως και 1% υψηλότερα τα αντίστοιχα των τελευταίων εθνικών εκλογών.
Αν πράγματι επιβεβαιωθεί η είσοδος των 7 νυν κοινοβουλευτικών κομμάτων (πλην των Σπαρτιατών) και στην ευρωβουλή, θα πρόκειται για τις πρώτες ευρωεκλογές μετά από 10 χρόνια που δεν δημιουργούν καμία ανακατάταξη, τόσο ως προς την κορυφή του κομματικού ανταγωνισμού, όσο και ως προς τη γενικότερη σύνθεση του κομματικού τοπίου.
Υπενθυμίζεται ότι οι ευρωεκλογές του 2014 είχαν προαναγγείλει την αντικατάσταση της ΔΗΜΑΡ από το Ποτάμι, ενώ εκείνες του 2019 σηματοδότησαν την έξοδο των ΑΝΕΛ, του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων (σε έναν βαθμό και της Χρυσής Αυγής), σε συνδυασμό με την είσοδο της Ελληνικής Λύσης και του ΜέρΑ 25.
Η μάχη της «ουράς»
Από εκεί και έπειτα, υπάρχει μια σειρά κομμάτων που διεκδικούν (με περισσότερες ή λιγότερες αξιώσεις) το όριο του 3%, με ισχυρότερα σε αυτήν την κούρσα να εμφανίζονται η Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ 25, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί μια έκπληξη της τελευταίας στιγμής από τη Φωνή Λογικής της Α. Λατινοπούλου, ενώ οι Δημοκράτες του Α. Λοβέρδου και οι Πατριώτες του Πρ. Εμφιετζόγλου δείχνουν να διατηρούν επίσης κάποιες πιο περιορισμένες ελπίδες, με ποσοστά εκτιμώμενα (συχνά ή όχι) άνω του 2%.
Ο εν λόγω συνωστισμός στην μάχη της «ουράς» λοιπόν, θα επέτρεπε να εκτιμηθεί ότι το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα υπερβούν το 3% μπορεί θεωρητικά να κυμανθεί σε οποιαδήποτε τιμή μεταξύ το 5%-6% και του 16%-17%, μην φτάνοντας ωστόσο τα αντίστοιχα ρεκόρ των Ευρωεκλογών του 2014 και 2019 (17,1% και 21%).
Η κατανομή των εδρών
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, και ειδικά στην περίπτωση όπου μόνο 7 κόμματα ξεπεράσουν το 3%, η κατανομή των εδρών είναι σχεδόν «κλειδωμένη», όπως φαίνεται ενδεικτικά και στο παράδειγμα της τελευταίας δημοσκόπησης της Marc (6.6.2024) στο Σενάριο Α’ του Πίνακα: 8 έδρες η ΝΔ, 4 ο ΣΥΡΙΖΑ, 3 το ΠαΣοΚ, από 2 ΚΚΕ και ΕΛΛ. ΛΥΣΗ, ενώ οι δύο τελευταίες έδρες θα μοιραστούν ανάμεσα στο 6ο και το 7ο κόμμα, δηλαδή τη Νίκη και την Πλεύση.
Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, οι έδρες κατανέμονται με βάση το σύστημα της Αναλογικής των Υπολοίπων. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι το εκλογικό μέτρο, μετά την τροποποίηση της ΝΔ τον Ιανουάριο του 2024, προκύπτει από την διαίρεση της αθροιστική δύναμης μόνο όσων κομμάτων υπερβαίνουν το 3% με τις 21 έδρες (δηλαδή στο Σενάριο Α’ ισούται με 4,07%).
Αρχικά οι έδρες παραχωρούνται στα κόμματα με βάση το εκλογικό μέτρο και στη συνέχεια οι όποιες (εν προκειμένω τρεις) αδιάθετες αποδίδονται ανά μία σε όσα από αυτά παρουσιάζουν τις περισσότερες αχρησιμοποίητες ψήφους, δηλαδή τα ισχυρότερα υπόλοιπα από τη διαίρεση της δύναμης του καθενός με το εκλογικό μέτρο.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που και κάποιο 8ο κόμμα ξεπεράσει το 3%;
Ο «εφιάλτης» του 3% και τα εκτιμώμενα όρια
Για κάθε επιπλέον κόμμα που περνάει το κατώφλι του 3%, η τιμή του εκλογικού μέτρου, με βάση τον προαναφερθέντα υπολογισμό του, αυξάνεται κατά 0,15% ή κάτι λιγότερο.
Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα, η εμφάνιση ενός ακόμη κόμματος στο 3% (Σενάριο Β’), ανεβάζει το εκλογικό μέτρο σε 4,21%, αυξάνοντας τις αδιάθετες έδρες σε 6, αλλά και μεταβάλοντας τις τιμές των υπολοίπων, ειδικά για τα τρία πρώτα κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ), τα οποία έχουν ήδη κερδίσει 7, 3 και 2 έδρες με το εκλογικό μέτρο, ενώ στη συνέχεια παίρνουν και από μία αδιάθετη το καθένα.
Μία εξ αυτών των τριών τελευταίων εδρών διεκδικεί να «κόψει» το 8ο κόμμα, κάτι για το οποίο όμως το 3% αποδεικνύεται ανεπαρκές ως εκλογική δύναμη (καθώς είναι μικρότερο από τα υπόλοιπα και των τριών πρώτων κομμάτων).
* με + στον αριθμό των εδρών διακρίνονται εκείνες που κερδίζονται βάσει εκλογικού μέτρου και οι αδιάθετες
Αναδεικνύεται δηλαδή και πάλι ότι για την εκλογή ευρωβουλευτή, η υπέρβαση του 3% αποτελεί συνθήκη αναγκαία, αλλά όχι ικανή. Μπορεί δηλαδή ένα κόμμα να βρεθεί ενώπιον του «εφιαλτικού» σεναρίου να ξεπερνάει το 3%, χωρίς να κερδίζει έδρα (βλ. του γράφοντος, «Ευρωεκλογές: Τι φέρνει ο νέος εκλογικός νόμος», Το Βήμα, 23.01.2024), με το πραγματικό «όριο ασφαλείας» να τοποθετείται στην περιοχή του 3,2%-3,3%.
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι μέχρι τις προηγούμενες ευρωεκλογές, το 3% ήταν πάντα από μόνο του και όριο ασφαλείας για εκλογή ευρωβουλευτή, καθώς το εκλογικό μέτρο υπολογιζόταν επί της συνολικής δύναμης των κομμάτων, ίσο σταθερά με 4,76%, δηλαδή εμφανώς υψηλότερο από τη σημερινή μεταβλητή μορφή του. Διαφοροποίηση που αύξανε σημαντικά τον αριθμό των αδιάθετων εδρών, σχεδόν όσο είναι και εκείνος των κομμάτων που δικαιούνται έδρα.
Στο Σενάριο Β’, δηλαδή με την παλιότερη μορφή του εκλογικού νόμου, οι αδιάθετες έδρες θα ήταν 8 συνολικά, δηλαδή μία για κάθε κόμμα, ανεξαρτήτως ποσοστού ή υπολοίπου.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα μάλιστα του Σεναρίου Β’, η εκλογή ευρωβουλευτή με τον τρόεχοντα εκλογικό νόμο από το 8ο κόμμα είναι αδύνατη με οποιοδήποτε ποσοστό μέχρι και 3,25%, εκτός κι αν κάποιο από τα τρία πρώτα κόμματα λάβει λιγότερες ψήφους. Πράγματι, για ποσοστό της ΝΔ χαμηλότερο από 32% ή του ΣΥΡΙΖΑ από 15,5% ή του ΠαΣοΚ από το 11,5%, το 8ο κόμμα είναι δυνατό να κερδίσει έδρα, ακόμα και με το οριακό 3%. Με την τελική κατανομή όμως να κινείται πλέον σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα της τυχαιότητας της αριθμητικής ανάλυσης.
Το παράδοξο
Αν όμως υπήρχε και άλλο ένα επιπλέον (9ο κόμμα) που να υπερβεί το 3%; Τότε, το εκλογικό μέτρο θα έφτανε το 4,352%, αυξάνοντας αφενός τις αδιάθετες έδρες σε 7 και αφετέρου μειώνοντας περαιτέρω τα υπόλοιπα κυρίως της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ, τόσο ώστε οριακά το 8ο και το 9ο κόμμα να εκλέγουν ευρωβουλευτή, ακόμα και με το ελάχιστο 3% των ψήφων (Σενάριο Γ’), ποσοσοτό που στο προηγούμενο Σενάριο Β’ (των 8 κομμάτων) θα ήτανε άκαρπο.
Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα κόμματα ξεπεράσουν το όριο του 3%, τόσο πιο μεγάλες οι πιθανότητες να εκλέξουν ευρωβουλευτή. Ή αντιστρόφως, όσα λιγότερα κόμματα διεκδικούν τη μοιρασιά των εδρών, τόσο πιο δύσκολο να την κερδίσουν όλα. Άλλο ένα από το πολλαπλά τεχνικά παράδοξα της Αναλογικής των Υπολοίπων.
Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης.