«Η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα δοθούν στις κρίσεις αυτές». Η ρήση αυτή – στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – από τον Ζαν Μονέ, τον πνευματικό πατέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτυπώνει πλήρως τα όσα έζησα την τελευταία πενταετία ως Αντιπρόεδρος στην Επιτροπή φον ντερ Λαϊεν. Μια θητεία που σφραγίστηκε από άνευ προηγουμένου κρίσεις που ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος θα μπορούσε να φανταστεί.
Μόνο οι πρώτοι τρείς μήνες της θητείας (Δεκέμβριος 2019 – Μάρτιος 2020) ήταν μήνες σχετικής κανονικότητας. Ακολούθησαν 4,5 χρόνια «κολασμένων» διαδοχικών κρίσεων: Η πρώτη πανδημία από το 1918, η επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη μετά από 70 χρόνια με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση κι ο υψηλός πληθωρισμός, η εργαλειοποίηση της μετανάστευσης από αυταρχικούς ηγέτες και τώρα η έκρηξη στη Μέση Ανατολή.
Οι κρίσεις για την Ευρώπη ήταν πολλαπλές, βαθιές, πρωτοφανείς και πολυδιάστατες. Θα ήθελα ωστόσο εδώ να ξεχωρίσω δύο: τη διαχείριση της πανδημίας και τη μεγάλη μεταρρύθμιση στη μετανάστευση. Η πανδημία έφερε τα πάνω κάτω στην Ευρώπη, πιέζοντας τα εθνικά συστήματα υγείας, δοκιμάζοντας τα όρια τους. Μας ανάγκασε να ωριμάσουμε και να αντιληφθούμε τους κινδύνους που προκύπτουν από την έκθεση μας σε τρίτες χώρες, στην προμήθεια ιατρικού εξοπλισμού και είδη ατομικής προστασίας για παράδειγμα. Το «κενό» στην παραγωγικότητα και την αυτονομία μας.
Μας έδωσε όμως και ένα σπουδαίο κίνητρο να ξεπεράσουμε χρόνιες αγκυλώσεις και να θέσουμε ισχυρές βάσεις για μια συνεκτική και ολοκληρωμένη πολιτική, την Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας. Ενδεικτικά αναφέρω την ιστορική απόφαση για κοινή προμήθεια εμβολίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τα οποία επωφελήθηκε σχεδόν το 85% του ενήλικου πληθυσμού της Ευρώπης, το μεγαλύτερο πρόγραμμα εμβολιασμού στην ιστορία της ιατρικής. Όπως επίσης την απόφαση για το ψηφιακό πιστοποιητικό που άνοιξε την κινητικότητα και επέτρεψε στην κοινωνία και στην οικονομία να αναπνεύσουν.
Η κληρονομιά της πανδημίας περιλάμβανε ένα ακόμα ιστορικό σταθμό: Τον κοινό δανεισμό για τη δημιουργία του Μηχανισμού Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Μηχανισμό που αποσκοπεί τόσο στην ανάκαμψη από την πανδημία, όσο και στην ενίσχυση των κρατών μελών για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση – με συνολικό προϋπολογισμό 800 δισ. ευρώ. Με αυτή την γενναία τομή, η Ευρώπη πέρασε τον «Ρουβίκωνα της ωριμότητας».
Υπήρξε όμως και μια δεύτερη σημαντική πρόκληση, το δυσάρεστο ιστορικό της οποίας ξεκινά πολύ πριν αναλάβει η Επιτροπή φον ντερ Λαϊεν στο πηδάλιο της Ευρωπαϊκής ηγεσίας. Πρόκειται για την διαχείριση της μετανάστευσης. Στην Μόρια τον Σεπτέμβριο του 2020 βρέθηκα αντιμέτωπος με μια εικόνα ντροπιαστική, απάνθρωπη για την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη. Η Μόρια ήταν «το κόστος της Μη Ευρώπης σε θέματα μετανάστευσης». Είναι στην μνήμη μας για να μας θυμίζει επώδυνα που οδηγεί η έλλειψη ευρωπαϊκής συμφωνίας σε κρίσιμες πολιτικές.
Οι μεταναστευτικές κρίσεις που βιώσαμε, με τη συστηματική εργαλειοποίηση τους στον Έβρο, στα σύνορα με την Λευκορωσία, τον ισπανικό θύλακα στην Αφρική, ανέδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι τα εξωτερικά σύνορα-είτε αυτά είναι ελληνικά, πολωνικά, ισπανικά- είναι πρώτα και πάνω από όλα Ευρωπαϊκά. Και έδωσαν μια καταλυτική ώθηση για την επίτευξη του ιστορικού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Ένα Σύμφωνο που κατοχυρώνει έναν εγγυημένο μηχανισμό αλληλεγγύης με την παράλληλη υποχρέωση να διαφυλάσσουμε υπεύθυνα τα σύνορά μας. Ανοίγοντας, συγχρόνως, νόμιμες διόδους μετανάστευσης, προκειμένου να ορίζουμε εμείς τους όρους με τους οποίους μπορεί κανείς να έρχεται στην Ευρώπη.
Ακόμη θυμάμαι τα αμήχανα «δεν ξέρω» ειδικών στις πρώτες φάσεις της πανδημίας, τα υπαρξιακά διλήμματα της καραντίνας, την αγωνία της ευρωπαϊκής ηγεσίας στον Έβρο, την ιστορικότητα των συνεδριάσεων του Κολλεγίου των Επιτροπών όταν αποφασίζαμε την αγορά εμβολίων ή το Ταμείο Ανάκαμψης, τα δάκρυα των συνεργατών μου όταν πληροφορηθήκαμε για τη φωτιά στην Μόρια. Κι όμως τα καταφέραμε. Η Ευρώπη απειλήθηκε αλλά στάθηκε όρθια. Σήμερα ανοίγει όμως ένα νέο κεφάλαιο.
Το διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι ένα και αδιαπραγμάτευτο: Πως θα συνεχίσει να εξελίσσεται η Ευρώπη με χειροπιαστές πειστικές λύσεις. Χωρίς να παριστάνω την Πυθία για το πώς θα διαμορφωθεί το επόμενο διάστημα η ήδη απρόβλεπτη διεθνής γεωπολιτική κατάσταση, υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες που αναμφίβολα θα έχουν αντίκτυπο σε όλους τους τομείς της ευρωπαϊκής πολιτικής. Πρώτο «εργοτάξιο» η οικονομία. Από τον περασμένο Απρίλιο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν καταστήσει απόλυτα σαφές ότι πρέπει να συνεχίσουμε με αμείωτο ρυθμό να θωρακίζουμε την ανάπτυξη και την ευημερία μας. Προς το σκοπό αυτό, προωθούμε μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία ανταγωνιστικότητας που θα εδράζεται σε ένα από τα ισχυρότερα πλεονεκτήματά μας – την Ενιαία Αγορά.
Ένα δεύτερο αλλά εξίσου σημαντικό «εργοτάξιο» είναι η ασφάλεια και η άμυνα. Ο πόλεμος έδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο ότι η ειρήνη στην Ευρώπη δεν είναι δεδομένη. Και ένα επιπρόσθετο, ουσιώδες, δίδαγμα αυτής της χωρίς τέλος φρίκης είναι ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται σε τρίτους για την άμυνά της. Ουδείς, εκτός από εμάς τους ίδιους, δεν θα κρατά την ασπίδα για εμάς. Τώρα είναι η ώρα να ξεπεράσουμε βαθιά ριζωμένα ταμπού δεκαετιών. Αυτό που κυρίως χρειαζόμαστε, είναι μια συμφωνία για την άμυνα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Μια συμφωνία «απεξάρτησης» που θα καθορίζει συγκεκριμένες βασικές παραμέτρους: ποιος κάνει τι, με ποια χρήματα και με ποιο στόχο. Όπως τολμήσαμε να κάνουμε για τα εμβόλια ή την ανάκαμψη. Βασικός όρος να μετατοπίσουμε την πυξίδα και να πατήσουμε γκάζι από μια κοινή αμυντική βιομηχανία σε μια πραγματικά κοινή αμυντική πολιτική.
Τρίτο, κομβικό, «εργοτάξιο», υπαρξιακής σημασίας για την Ευρώπη: Να συνεχίσουμε, περισσότερο από ποτέ, να προστατεύουμε και να προάγουμε τις ευρωπαϊκές μας αξίες και τη χρηστή διακυβέρνηση με έμφαση στη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την ελευθερία. Οι θεμελιώδεις αυτές αξίες και ελευθερίες μας αποτελούν την πιο «απειλητική απειλή» για κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, που άλλο στόχο δεν έχει από την αποδυνάμωση ή ακόμη και την εξόντωση της Ευρώπης. Όσοι θέλουν να συντρίψουν την Ευρώπη, αδιαφορώντας παντελώς για το τι κάνει, θα πρέπει να ηττηθούν στις κάλπες. Σε όσους όμως ζητούν δικαίως και επιτακτικά καλύτερη και περισσότερη Ευρώπη οφείλουμε άμεσα ευρωπαϊκές απαντήσεις. Περιθώρια για αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς δεν υπάρχουν. Η λύση είναι ευρωπαϊκή και επιτυγχάνεται αποκλειστικά και μόνο με σωστή πολιτική, με σωστές και γενναίες ευρωπαϊκές αποφάσεις.