«Του τσαγκάρη τα παιδιά περπατούν ξυπόλητα» λέει μια παλιά παροιμία και το νέο αστυνομικό δράμα του Netflix «Eric» έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό το μικρό απόσταγμα συλλογικής λαϊκής σοφίας μέσα από μια ιδιότυπη ιστορία με πρωταγωνιστές έναν οξυδερκή επαγγελματία κουκλοπαίκτη και δημιουργό της πιο δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς για παιδιά των ’80s, τον εννιάχρονο γιο του και έναν πελώριο, αθυρόστομο και, κυρίως, φανταστικό μπαμπούλα.
Θα περίμενε κανείς πως ένας άνθρωπος, η δουλειά του οποίου είναι ουσιαστικά να μοιράζει χαρά στα παιδιά όλου του κόσμου, θα ήταν ο ιδανικός μπαμπάς. Όμως, στην περίπτωση του Βίνσεντ Άντερσον, του κεντρικού χαρακτήρα της ολοκαίνουριας σειρά έξι επεισοδίων της βραβευμένης με Emmy βρετανής σεναριογράφου και παραγωγού Άμπι Μόργκαν τον οποίο υποδύεται ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η προσωπικότητα του Βίνσεντ, κυριολεκτικά, δεν θα μπορούσε να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη φύση του επαγγέλματός του. Η συμπεριφορά του, τόσο απέναντι στους συναδέλφους και φίλους του όσο και απέναντι στην οικογένειά του, είναι εντελώς αλλοπρόσαλλη και απολύτως προβληματική. Τα ξεσπάσματά του απωθούν τους πάντες. Ακόμα και την γυναίκα του, Κάσι. Ακόμα και τον ίδιο του τον γιο.
Ο Βίνσεντ είναι απόλυτα ικανός να μετατρέψει την κάθε μέρα του εννιάχρονου Έντγκαρ σε μια λαμπρή περιπέτεια. Μπορεί όμως, με την ίδια ευκολία, και να γίνει ανελέητα επικριτικός και σκληρός απέναντι στο αγόρι, δηλητηριάζοντας τη μεταξύ τους σχέση χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται. Μέχρι που πια είναι πολύ αργά. Ένα πρωί, στο δρόμο για το σχολείο, ο μικρός εξαφανίζεται. Και κάπως έτσι αρχίζουν όλα.
Νέα Υόρκη, 1985
Ακολουθώντας το φορμά σειράς true crime, στην πραγματικότητα το «Eric» πραγματεύεται πολλά περισσότερα από την εξαφάνιση ενός αγοριού. Η οικογενειακή τραγωδία αποτελεί απλώς το εναρκτήριο λάκτισμα για να ακολουθήσει μια πολύπλευρη αφήγηση, η οποία ουσιαστικά οδηγείται από την κουλτούρα της Νέας Υόρκης των ανήσυχων ’80s και τις συστημικές κοινωνικές δυσλειτουργίες που – την μακρινή πια αλλά ακόμα οικεία – εκείνη χρονική περίοδο είχαν καταστήσει την αμερικανική μητρόπολη απολύτως απάνθρωπη.
Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η Νέα Υόρκη εδώ λειτουργεί πολύ περισσότερο ως αυτοτελής χαρακτήρας παρά ως σκηνικό. Είναι τόσο μέρος της ιστορίας όσο και ο ιδιόρρυθμος Βίνσεντ του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ενώ το ευρύτερο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο καθορίζει στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της πλοκής.
Το 1985, η Νέα Υόρκη βρισκόταν όντως αντιμέτωπη με όλα όσα βλέπουμε στη σειρά: η επιδημία του HIV βρισκόταν σε έξαρση, το gentrification έκανε τα πρώτα του βήματα αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άστεγους, η διαφθορά έφθανε μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής σκηνής αλλά και του αστυνομικού σώματος, ενώ βασίλευαν ο φανατισμός, οι προκαταλήψεις, η ομοφοβία, ο συστημικός φυλετικός ρατσισμός και ένας γενικευμένος πανικός σχετικά με την ασφάλεια των παιδιών, ο οποίος καλλιεργήθηκε έντονα και από τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μετά από μια σειρά εξαφανίσεων ανηλίκων.
Όλα αυτά τα στοιχεία συνδράμουν στην όλη ιστορία που προσπαθεί να αφηγηθεί το «Eric» μέσα από το πρίσμα μιας Νέας Υόρκης που κουβαλά όλη τη «βρωμιά» μιας πρώιμης ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε.
Το λευκό και το μαύρο παιδί
Όταν εξαφανίζεται μυστηριωδώς ο εννιάχρονος Έντγκαρ, οι χάρτινες συσκευασίες γάλακτος φέρουν ακόμα, έντεκα μήνες μετά την εξαφάνισή του, τη φωτογραφία ενός άλλου 14χρονου μαύρου παιδιού, του Μάρλον Ροσέλ. Ο φάκελος της δικής του υπόθεσης όμως βρίσκεται καταχωνιασμένος σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι στα γραφεία της αστυνομίας της Νέας Υόρκης και όλοι μοιάζουν να τον έχουν ξεχάσει. Όλοι, εκτός από τη μητέρα του, που έχει χάσει την ελπίδα να τον βρει ζωντανό αλλά παραμένει αμετακίνητη στα αιτήματά της για δικαιοσύνη, και τον επίσης μαύρο ντετέκτιβ Μάικλ Λεντρόιτ.
Η δημιουργός της σειράς βάζει βαθιά το δάχτυλο στη μεγάλη ανοιχτή πληγή της Αμερικής, τον φυλετικό ρατσισμό, παρουσιάζοντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που μέχρι στιγμής κρατούσαν σιγή ιχθύος για τον Μάρλον, ιδιαιτέρως έτοιμα να σπείρουν τον πανικό για την εξαφάνιση του λευκού παιδιού. Κάνει μια πολύ αξιέπαινη προσπάθεια να πει κάτι πέρα από άλλη μια μελοδραματική ιστορία για μια δυσλειτουργική οικογένεια που έρχεται αντιμέτωπη με ακόμα μια τραγωδία. Επενδύει στο αίτημα για ισότητα και δικαιοσύνη που παραμένει πάντα επίκαιρο.
Κι ενώ υπάρχει σίγουρα κάτι το αδιαπραγμάτευτα άβολο στο να κάνεις την εξαφάνιση ενός παιδιού όχημα για να εξερευνήσεις τα ευρύτερα προβλήματα μια κοινωνίας, υπάρχει και κάτι το εξίσου αδιαπραγμάτευτα άβολο στο να παραβλέπεις ως δημιουργός το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία που θες να αφηγηθείς.
Πατρότητα και πατριαρχία
Η σειρά σκάβει βαθιά και φέρνει στην επιφάνεια πλήθος ζητημάτων. Παράλληλα, όμως, αντιμετωπίζει και την οικογένεια σαν έναν μικρόκοσμο όπου αντανακλώνται όλα όσα συμβαίνουν σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Η Μόργκαν κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα σε έναν κόσμο γεμάτο τοξικούς πατεράδες και σε μια πατριαρχία – η οποία περιλαμβάνει πολιτικούς, μεγιστάνες ακινήτων, διεφθαρμένους αστυνομικούς και ανήθικους, καιροσκόπους επιχειρηματίες – σε κατάσταση προχωρημένης σήψης.
Από τα σκοτεινά έγκατα του Μανχάταν μέχρι τα πλέον ευήλια γραφεία στους τελευταίους ορόφους του ψηλότερου ουρανοξύστη, αυτή την πόλη διαφεντεύουν οι πιο ακόλαστες και καταστροφικές πατριαρχικές ορέξεις. Όλοι οι αντρικοί χαρακτήρες του «Eric» είναι είτε σκληροί πατεράδες είτε γιοι αποξενωμένοι από τους τοξικούς πατεράδες τους είτε ένοχοι για την αποξένωση των δικών τους αγοριών. Υπάρχει, βέβαια, και ένας που κάνει τικ σε όλα από τα παραπάνω κουτάκια. Ο αυτοκαταστροφικός Βίνσεντ του Κάμπερμπατς.
Όσο περισσότερα μαθαίνουμε για αυτόν, γίνεται φανερό ότι είναι μπλεγμένος σε έναν τοξικό κύκλο γενεών. Η σχέση του με τον πατέρα του είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αυτό το φορτίο, που το κουβαλά μαζί του από την παιδική του ηλικία, επηρεάζει τη σχέση του με τον δικό του το γιο και τον τρόπο που ο ίδιος συμπεριφέρεται ως γονιός. Το ανεπίλυτο τραύμα του, άθελά του, μεταδίδεται στον Έντγκαρ, ο οποίος μάταια προσπαθεί μέσα από σκίτσα φανταστικών χνουδωτών τεράτων να επικοινωνήσει με τον πατέρα του.
Καθώς ο Βίνσεντ ρίχνεται σε μια εσωστρεφή, δονκιχωτική οδύσσεια να βρει το γιο του, τόσο θύτης όσο και θύμα της πατριαρχίας, έρχεται αντιμέτωπος με όλα αυτά· έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Διαλύεται διαρκώς, παλεύει με έναν φανταστικό μπαμπούλα ονόματι Έρικ που μιλά με τη φωνή του, η ήδη εύθραυστη ψυχική του υγεία καταρρέει, μοιάζει να χάνει τα λογικά του αλλά, τελικά, βρίσκει την άκρη του νήματος παρά πάσαν προσδοκίαν.
Στο δια ταύτα
Παρόλο που η τηλεοπτική συνύπαρξη του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς με ένα χνουδωτό μάπετ περίπου στο μπόι του που μιλά με τη φωνή του ήταν το επίκεντρο του μεγαλύτερου μέρους των προωθητικών ενεργειών του Netflix πριν την κυκλοφορία του «Eric», τελικά αποδεικνύεται το λιγότερο δυνατό χαρτί μιας κατά τα άλλα αρκετά αξιόλογης σειράς. Ο πικρόχολος μπαμπούλας δεν προσθέτει τελικά στην ιστορία κάτι παραπάνω από ό,τι αποκομίζουμε από τον ίδιο τον Κάμπερμπατς, ο οποίος, όπως θα περίμενε κανείς, είναι συναρπαστικός στο ρόλο του νάρκισσου Βίνσεντ.
Ωστόσο, η ψυχή της σειράς ανήκει στην Γκάμπι Χόφμαν που υποδύεται την μητέρα του Έντγκαρ και μάλιστα έχοντας στα χέρια της έναν όχι και τόσο καλογραμμένο γυναικείο ρόλο. Η ερμηνεία του ΜακΚίνλεϊ Μπέλτσερ ΙΙΙ στον ρόλο του Μάικι Λεντρόιτ είναι εξίσου εκπληκτική.
Η σειρά ξεκινά δυναμικά και οι βασικές πτυχές τις ιστορίας λειτουργούν καλά ως το τέλος. Εκεί που τα πράγματα καμιά φορά χωλαίνουν είναι το πλήθος των θεμάτων και των χαρακτήρων που τελικά εμπλέκονται. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι μια σειρά που τη βλέπεις για να χαλαρώσεις ύστερα από μία δύσκολη μέρα στη δουλειά.