«Στόχος των Ευρωεκλογών είναι να αποκρούσουμε τη νέα έκφανση του λαϊκισμού. Η νίκη της ΝΔ στις κάλπες της 9ης Ιουνίου θα οδηγήσει τη χώρα ισχυρή στις μεταρρυθμίσεις», υπογράμμισε την Τετάρτη ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου
Ερωτηθείς για το βασικό διακύβευμα των Εκλογών της Κυριακής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι «το σύνθημά μας ενόψει των ευρωεκλογών της Κυριακής είναι “σταθερά πιο κοντά στην Ευρώπη” και έχω προτάξει στον πολιτικό μου λόγο το να έχει η Ελλάδα μια ισχυρή φωνή στην Ευρώπη την επόμενη μέρα. Διότι στην Ευρώπη θα ληφθούν πολύ σημαντικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν τη ζωή μας για την επόμενη πενταετία. Όμως, θα βγουν και συμπεράσματα ως προς την κατανομή των πολιτικών δυνάμεων και εντός της χώρας.
Οι ευρωεκλογές είναι μια εθνική κάλπη. Η διακυβέρνηση θα είναι την επόμενη μέρα, ίδια η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όμως, το πολιτικό μήνυμα των ευρωεκλογών πρέπει να είναι ένα μήνυμα επιτάχυνσης των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, τις οποίες ήδη υλοποιεί αυτή η κυβέρνηση. Και κυρίως πιστεύω ότι ως προς την εθνική τους διάσταση πρέπει να αποκρούσουμε αυτήν τη νέα έκφανση του λαϊκισμού, ο οποίος σηκώνει πάλι κεφάλι υποσχόμενος χρήματα τα οποία δεν υπάρχουν και επιστρέφοντας και τον πολιτικό διάλογο σε μια εποχή τοξικότητας που πίστευα ότι την έχουμε αφήσει πια πίσω μας. Όσο πιο ισχυρή είναι η Νέα Δημοκρατία τόσο πιο γρήγορα θα πάει στις μεταρρυθμίσεις. Γιατί θα έχει απλά ακόμα περισσότερη πολιτική ορμή».
Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε πάντως ότι «εμείς θα υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία να μην αισθάνονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν την πολιτική νομιμοποίηση που πήρε η κυβέρνηση στις προηγούμενες εκλογές. Το βράδυ των εκλογών είπα ότι το 41% είναι μεγάλη τιμή, αλλά δεν είναι λευκή επιταγή, επιβάλλει να είμαστε σεμνοί. Από την άλλη όμως, είπα ότι το 41% μας το έδωσαν οι πολίτες και όποιοι μιλούν υποτιμητικά για τους πολίτες οι οποίοι μας εμπιστεύθηκαν».
Ο στόχος για τις Ευρωεκλογές
Σχετικά με τον πήχη για τις Ευρωεκλογές και τον στόχο της Νέας Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός είπε ότι «συγκρίνουμε ευρωεκλογές με ευρωεκλογές. Στις εκλογές του 1981, στις πρώτες ευρωεκλογές, το ΠαΣοΚ είχε πάρει τότε 48% στις εθνικές εκλογές και 40% στις ευρωεκλογές που έγιναν την ίδια ημέρα».
Απευθυνόμενους σε ψηφοφόρους που σκέφτονται να στείλουν μήνυμα στην Κυβέρνηση με «ψήφο διαμαρτυρίας» ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε ότι «Τα όποια μηνύματα δυσαρέσκειας σας διαβεβαιώνω ότι τα έχω λάβει ήδη και δεν περιμένω το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών για να τα εμπεδώσω καλύτερα. Το λέω για τους πολίτες που σκέφτονται ότι δεν είναι τελείως ικανοποιημένοι και μπορεί να θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα διαμαρτυρίας. Τους λέω να δουν την μεγάλη εικόνα και να σκεφθούν ότι καμία κυβέρνηση δεν κάνει το 100% των προσδοκιών κάθε πολίτη μεμονωμένα».
Ακολούθως ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε όσα έχουν γίνει τα προηγούμενα χρόνια, από την αύξηση μισθών και συντάξεων, μέχρι την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και τις μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και στην Υγεία, αλλά και τις μεταρρυθμίσεις με το Gov.gr, επισημαίνοντας ότι «η πρώτη διακυβέρνηση ήταν μια διακυβέρνηση διαχείρισης κρίσεων, πρώτα με την τουρκική μεταναστευτική εισβολή στον Έβρο και μετά με την πανδημία. Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις βαθιές παθογένειες της χώρας και να κάνουμε ένα μεγάλο άλμα εκσυγχρονισμού».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε λέγοντας ότι «χωρίς να βάζω απόλυτα θετικό πρόσημο στο πρώτο έτος της διακυβέρνησής μας, η κυβέρνηση κάνει μια μεγάλη προσπάθεια και νομίζω ότι έχω αποδείξει ότι έχουμε μια δυνατότητα να διορθώνουμε τα λάθη μας και να κάνουμε όποτε χρειάζεται παρεμβάσεις εν κινήσει».
Για την ακρίβεια και την μείωση του ΦΠΑ
«Το πρόβλημα της ακρίβειας είναι το μείζον ζήτημα το οποίο απασχολεί σήμερα σχεδόν όλα τα ελληνικά νοικοκυριά. Κι αυτό δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο, είναι και ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Όμως η Ελλάδα βγαίνει από μια κρίση με αποτέλεσμα τα εισοδήματα να ήταν εξ αρχής πολύ πιο συμπιεσμένα απ ό, τι ήταν στην Ευρώπη. Παραμένουν χαμηλά τα εισοδήματα, αλλά τουλάχιστον βελτιωνόμαστε με πιο γρήγορους ρυθμούς απ’ ότι στο παρελθόν. Μόνιμες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις και μείωση φόρων είναι η συνταγή για τη σταθερή στήριξη διαχρονική στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος. Έχουμε κάνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να κάνουμε κι άλλα. Προφανώς, όταν έχουμε μια μεγάλη ακρίβεια, οι αυξήσεις των μισθών ενίοτε δεν αρκούν για να καλύψουν αυτές τις αυξήσεις. Γι’ αυτό και δεν αρκούμαστε μόνο σε αυτό, αλλά κάνουμε μια σειρά από παρεμβάσεις στην ίδια τη λειτουργία της αγοράς για να έχουμε περισσότερο ανταγωνισμό και λιγότερη αισχροκέρδεια», είπε ο Κυριακός Μητσοτάκης, απαντώντας στα ερωτήματα του Νίκου Χατζηνικολάου.
«Η μείωση του ΦΠΑ, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα, έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος. Όποιος λοιπόν την εισηγείται, από τη στιγμή που η χώρα πρέπει να πετύχει στόχους, οφείλει να υποδείξει ποιους φόρους θα αυξήσει ή ποια επιδόματα θα κόψει για να ισοσκελίσει τη μείωση του ΦΠΑ», τόνισε ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι «η μείωση του ΦΠΑ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα περάσει στο τελικό προϊόν. Είναι τρόπος λειτουργίας της αγοράς. Αλλιώς θα βάζαμε διατίμηση και θα λέγαμε αυτή είναι η τιμή, αλλά δεν λειτουργεί έτσι καμία αγορά. Στον καφέ μειώσαμε το ΦΠΑ. Είδατε καμία μείωση στις τιμές του καφέ; Όχι. Είναι πολύ πιθανόν να καρπωθούν οι μεσάζοντες τη μείωση του ΦΠΑ και όταν θα αυξηθεί ξανά να δούμε υψηλότερες τιμές από αυτές που έχουμε σήμερα. Το βασικό μας επιχείρημα όμως για το ΦΠΑ είναι δημοσιονομικό».
Ερωτηθείς για την κριτική της αντιπολίτευσης για το θέμα, ο Πρωθυπουργός αποκρίθηκε ότι «η κυβέρνηση οφείλει να πετύχει στόχους πολύ συγκεκριμένους. Δεν πρόκειται να θέσω σε κίνδυνο τη δημοσιονομική αξιοπιστία. Και όταν ακούω το ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει ένα πρόγραμμα που το Γενικό Λογιστήριο όχι ένα πρόγραμμα, δύο προτάσεις νόμου μόνο, τις κοστολογεί σε 45 δισεκατομμύρια την τετραετία, πρέπει να προειδοποιήσω…. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε εποχές όπου τάζουν παροχές, φοροαπαλλαγές και αυξήσεις με χρήματα τα οποία πολύ απλά δεν υπάρχουν».
Για τις τράπεζες ο Πρωθυπουργός είπε ότι οι χρεώσεις του είναι πολύ υψηλές, σημείωσε ότι είναι ευθύνη της Επιτροπής Ανταγωνισμού ο έλεγχος για το εάν λειτουργεί ο ανταγωνισμός στις τράπεζες και επεσήμανε ότι «έχουν και οι τράπεζες μια υποχρέωση να δανείσουν περισσότερο την πραγματική οικονομία, να κάνουν προγράμματα οι ίδιες, χωρίς κρατική στήριξη για νέα ζευγάρια τα οποία θέλουν να αποκτήσουν σπίτι. Υπάρχουν πρακτικές που μπορούν να χαρακτηριστούν έως και καταχρηστικές».
Για την στέγη και τα υψηλά ενοίκια
Σχετικά με το θέμα της στέγης και των υψηλών ενοικίων, αφού είπε ότι «η αγορά των ακινήτων πηγαίνει καλά και αυτό είναι καλό για τους ιδιοκτήτες και προβληματικό για τους ενοικιαστές. Είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, αποτέλεσμα μιας οικονομίας που αναπτύσσεται. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος, αν θέλετε. Απαιτεί όμως κρατική παρέμβαση» και σημείωσε ότι η Κυβέρνηση είναι σε διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ανακατανομή δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης για να υπάρξει ένα καινούργιο πρόγραμμα «Σπίτι μου», έχει δρομολογήσει το πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» και εξετάζει παρεμβάσεις που αφορούν την βραχυχρόνια μίσθωση».
Αφήνοντας έμμεσες αιχμές προς το ΠΑΣΟΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι «είμαστε σε μια φάση όπου δυστυχώς η τοξικότητα και οι κορώνες περισσεύουν. Μπορέσαμε και συμφωνήσαμε με το ΠΑΣΟΚ σε πάρα πολλά, αλλά το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει ότι είναι δύναμη τελείως αντιμεταρρυθμιστική. Δεν ψήφισε το νόμο για τα πανεπιστήμια, δεν ψήφισε το δικαστικό χάρτη, δεν ψήφισε την επιστολική ψήφο. Άρα είναι μια δύναμη η οποία απομακρύνεται από τη μεταρρυθμιστική λογική της κυβέρνησης. Στο συγκεκριμένο ζήτημα όμως της στέγης, κάποιες από τις προτάσεις οι οποίες είχαν γίνει ήταν σωστές και η κυβέρνηση τις δέχτηκε».
Για την ανεργία και το Μεταναστευτικό
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ακόμη ότι η εξαγγελία για μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας θα υλοποιηθεί από το 2025, νωρίτερα από ότι προβλεπόταν στο κυβερνητικό πρόγραμμα του, επεσήμανε ότι δημιουργήθηκαν 400.000 θέσεις εργασίας και πως πλέον σε πολλούς κλάδους, κυρίως στον Τουρισμό, δεν υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό για δουλειά με χαμηλές αποδοχές, ενώ σε ότι αφορά τους εργάτες γης, όπου υπάρχει έλλειψη, επεσήμανε ότι υπάρχουν οργανωμένες μετακλήσεις και συμφωνίες με άλλα κράτη.
Συσχετίζοντάς το με το τελευταίο, συμπλήρωσε σε αυτό ότι «Είμαστε πολύ αυστηροί στη μεταναστευτική μας πολιτική. Δεν θα μπαίνει στην Ελλάδα όποιος θέλει. Και δεν πρόκειται οι διακινητές να καθορίζουν ποιος εισέρχεται στη χώρα. Και αυτό το αποδείξαμε στην πράξη. Το μεταναστευτικό δεν είναι ζήτημα προς συζήτηση στην Ελλάδα, όταν είναι ζήτημα προς συζήτηση στην Ευρώπη».