Καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου για τις επερχόμενες ευρωεκλογές, διαπιστώνουμε με λύπη την απουσία οποιασδήποτε συζήτησης για τις θέσεις των κομμάτων και κυρίως των υποψηφίων τους για την περίφημη ψηφιακή μετάβαση και για τον ρόλο της τεχνολογίας στην κοινωνία και στην οικονομία.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το προηγούμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε μια ευρεια σειρά νομοθετημάτων που σχετίζονται με την ρύθμιση της ψηφιακής αγοράς, τις προϋποθέσεις παροχής των ψηφιακών υπηρεσιών, τον ρόλο των τεχνολογικών πλατφορμων, την κυβερνοασφάλεια, την διακυβέρνηση της τεχνητής νοημοσύνης και τους όρους χρήσης των προσωπικών δεδομένων μας.
Το επόμενο Κοινοβούλιο (2024-2029) αναμένεται να διαπραγματευθεί και να υιοθετήσει νομοθετήματα που άπτονται των ψηφιακών ελευθεριών και δικαιωμάτων μας, του καθεστώτος ευθύνης που θα διέπει την χρήση των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης αλλά και κανόνων για την προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο και την θέσπιση του δικαιώματος αποσύνδεσης για τους εργαζόμενους σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Θα κληθεί επίσης να επεξεργαστεί νομοθετικές προτάσεις που σχετίζονται με τις ψηφιακές συναλλαγές, το κυβερνο-εγκλημα και τον χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου αλλα και τους τρόπους με τους οποίους η Ένωση θα καταστεί ανταγωνιστική στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές τεχνολογικό πεδίο.
Τι μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι οι νεοι Έλληνες ευρωβουλευτές θα ανταποκριθούν σε αυτές τις υψηλές απαιτήσεις? Μήπως πρέπει τα κριτήρια επιλογής μας να μην περιορίστούν στην αναγνωρισιμοτητα των υποψηφίων αλλά να λάβουν υπόψη και την τεχνοκρατική τους επάρκεια και τις θέσεις που έχουν αναπτύξει πάνω σε κρίσιμα ευρωπαϊκά ζητήματα όλα τα προηγούμενα χρόνια? Οι διόλου κολακευτικές πρόσφατες αποτιμήσεις του έργου της απερχομένης ‘εθνικής’ κοινοβουλευτικής ομάδας αλλά και η απουσία θέσεων πάνω στα συγκεκριμένα αυτά ζητημάτα στο πλαίσιο αυτής της προεκλογικής περιόδου δεν μας γεμίζουν με ιδιαίτερη απαισιοδοξία για την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή επιδραστικοτητα όσων εκλέγουν εντός των επόμενων ημερών. Οι εκλογές που ακολουθούν προσέφεραν μια μοναδική ευκαιρία δημόσιου διαλόγου για τις προκλήσεις που επιφέρει η συντελουμενη ψηφιακή επανάσταση: αυτή φαίνεται ότι χάθηκε κάτω από το πολιτικό χαλί, δημιουργώντας ερωτηματικά για την ίδια την ευρωπαϊκή διάσταση της αναμέτρησης της 9ης Ιουνίου.
Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι όσοι επιλέγουν για να μας εκπροσωπήσουν να μην περιοριστούν μόνο στην ‘παραγωγή’ επερωτήσεων για ο,τιδήποτε συμβαίνει στην χώρα μας αλλά θα αναλάβουν κομβικούς νομοθετικούς φακέλους που δεν θα έχουν απαραίτητα ‘εθνικό’ χρώμα. Ας ελπίζουμε επίσης οτι οι νέοι εκπρόσωποι θα βάλουν την σφραγίδα τους σε εισηγήσεις και ψηφίσματα που θα ενισχύουν τα δικαιώματα του συνόλου των ευρωπαίων πολιτών, των εργαζομένων και ειδικά των πλέον ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας μας -όπως παιδιά, ηλικιωμένοι, ψηφιακά αναλφάβητοι- στην νέα αυτή τεχνολογική εποχή και θα διασφαλίσουν την ισότιμη και ασφαλή πρόσβαση τους στις νέες ψηφιακές υπηρεσίες που δημιουργούνται ερήμην τους.
Χρειαζόμαστε εκπροσώπους με ευρωπαϊκή συνείδηση και κοινωνική ενσυναισθηση που θα βουτήξουν στα βαθιά πολύπλοκων τεχνικών φακέλων και θα αφήσουν ένα σαφές και διακριτό αποτύπωμα σε γενναίες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Ανθρώπους που θα δώσουν σάρκα και οστά σε έννοιες όπως η ιδιωτικοτητα, η αξιοπρέπεια και η ισότητα στο άναρχο ψηφιακό περιβάλλον αλλά και θα ‘μετουσιώσουν’ κατά τρόπο λειτουργικό ευρωπαϊκές αρχές όπως η νησιωτικοτητα, η αλληλεγγύη και δικαιοσύνη σε συγκεκριμένα εργαλεία πολιτικής για να δημιουργηθεί ένα συμπαγές προστατευτικό πλέγμα για όσους νοιώθουν απροστάτευτοι απέναντι στην επερχόμενη τεχνολογική καταιγίδα.
Μια τετοια προσέγγιση την έχει ανάγκη η κοινωνία μας, το έχει ανάγκη το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις και φυγόκεντρες τάσεις, το έχουν ανάγκη οι λαοί της Ευρώπης που αγωνιούν για το μέλλον τους σε μια εποχή όπου η τεχνολογία στις διάφορες εκφάνσεις της έχει μπει για τα καλά στην θέση του οδηγού. Κυρίως δε το έχουν ανάγκη τα παιδιά μας των οποίων η καθημερινότητα κατακλύζεται από ετερόκλητα ψηφιακά ερεθίσματα και τα οποία χρήζουν άμεσης και ουσιαστικής προστασίας απέναντι σε έναν τρομερά εθιστικό και διαβρωτικό τεχνολογικό Αρμαγεδώνα.
O Δρ. Μιχάλης Kρητικός είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και Επίκουρος Καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και συγγραφέας του βιβλίου Ethical AI Surveillance in the Workplace