Να χαλαρώσει λίγο τη νομισματική της πολιτική αναμένει η Ευρωζώνη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία συνεδριάζει την Πέμπτη, 6 Ιουνίου, με μία κίνηση μείωσης των επιτοκίων της κατά ενδεχομένως 25 μονάδων βάσης. Αλλά η συνέχεια στις μειώσεις δεν αναμένεται να είναι ομαλή.

Σε αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές, οι οποίοι αν και υποδέχονται θετικά την πρώτη μείωση επιτοκίου μετά από πέντε χρόνια, διαφωνούν για την κλίμακα της ώθησης που θα δοθεί στην οικονομία της Ευρωζώνης. Όπως εκτιμούν μάλιστα, αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο θα μειωθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού.

Ο πεισματικά υψηλός πληθωρισμός που οφείλεται στην ταχεία αύξηση των μισθών θα μπορούσε άλλωστε να περιορίσει τον αριθμό των μειώσεων επιτοκίων. Γι’ αυτό και κρίνεται κρίσιμη η τοποθέτηση της επικεφαλής της ΕΚΤ, Christine Lagarde, για τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής.

Οι κλάδοι που θα «ανασάνουν»

Με την πρώτη μείωση να είναι τετελεσμένη, η ΕΚΤ θέλει να δώσει μια ανάσα στις αγορές κατοικιών, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και στις καταναλωτικές δαπάνες. Η ΕΚΤ αύξησε πέρυσι το βασικό της επιτόκιο καταθέσεων στο 4%, θέτοντας φραγμό στην οικονομική δραστηριότητα για να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη άνοδο των τιμών των τελευταίων 25 ετών περίπου.

«Τα χαμηλότερα επιτόκια έχουν σημασία», σχολίασε στους Financial Times, ο Holger Schmieding, επικεφαλής οικονομολόγος στη γερμανική τράπεζα Berenberg. «Οι χρηματοπιστωτικές αγορές γνωρίζουν καλά ότι αυτό έρχεται, αλλά η είδηση ότι η ΕΚΤ έχει αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια μπορεί να τραβήξει την προσοχή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να τονώσει το κλίμα», εκτιμά.

Οι πρώτοι «πράσινοι βλαστοί»

Η οικονομία της Ευρωζώνης έδειξε ήδη κάποια σημάδια ανάκαμψης τους πρώτους τρεις μήνες του τρέχοντος έτους, όταν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αυξήθηκε κατά 0,3% από το προηγούμενο τρίμηνο – αφήνοντας πίσω ένα έτος στασιμότητας.

Η βελτίωση της ανάπτυξης αντανακλούσε ως επί το πλείστον την εξασθένιση ενός σοκ στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ανάκαμψη του παγκόσμιου εμπορίου, εξήγησε ο Schmieding.

Ωστόσο, κατά τον ίδιο, η πρόβλεψη περικοπών επιτοκίων βοήθησε επίσης στη μείωση του κόστους των στεγαστικών δανείων και των εταιρικών δανείων. «Αυτό θα οδηγήσει σε άνοδο στις στεγαστικές αγορές, ανάκαμψη στην οικοδόμηση και θα βοηθήσει τις επενδύσεις να ανακάμψουν, όπως αναμένουμε φέτος», ανέφερε.

Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι στη Γερμανία, οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν κατά 10% αφού η ΕΚΤ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια το 2022. Ωστόσο, φέτος σταθεροποιούνται αφού τα επιτόκια των 10ετών στεγαστικών δανείων μειώθηκαν από σχεδόν 4% τον περασμένο Οκτώβριο σε κάτω από 3,2%, σύμφωνα με την εταιρεία στεγαστικών δανείων Dr Klein .

«Τα πιο ευνοϊκά επιτόκια οδήγησαν σε αισθητή αύξηση της ζήτησης για χρηματοδότηση στεγαστικών δανείων και η αγορά γνώρισε σημαντική ανάκαμψη από τότε», σχολίασε ο Michael Neumann, επικεφαλής ιδιωτών πελατών της Dr Klein.

Επίσης, η ολλανδική ένωση κτηματομεσιτών προέβλεψε ότι οι τιμές των κατοικιών στη χώρα θα ανακάμψουν σε υψηλά επίπεδα ρεκόρ το δεύτερο τρίμηνο, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των μισθών και την έλλειψη στέγης, αλλά και λόγω του χαμηλότερου κόστους στεγαστικών δανείων.

Αβέβαιη η επόμενη ημέρα

Όσον αφορά τις περαιτέρω κινήσεις μετά τη συνεδρίαση της Πέμπτης, το πρόβλημα για τη Lagarde είναι ότι η σταθερή πτώση του πληθωρισμού από την κορύφωση του 10% το 2022 έχει σταματήσει. Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι η ετήσια αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε ξανά στο 2,6% τον Μάιο από 2,4% έναν μήνα νωρίτερα.

Η απροσδόκητα ισχυρή αγορά εργασίας της Ευρωζώνης διατηρεί επίσης τις πιέσεις στις τιμές υψηλές, με την αύξηση των συλλογικών μισθών να φτάνει στο ρυθμό ρεκόρ του 4,7% το πρώτο τρίμηνο και την ανεργία στο μπλοκ να υποχωρεί στο νέο χαμηλό του 6,4% τον Απρίλιο.

Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι τα πρόσφατα ισχυρά στοιχεία σημαίνουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει ελαφρώς τόσο την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό, που είναι στο 2,3% για φέτος, όσο και την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη του ΑΕΠ (0,6%).

Άλλωστε, ακόμη και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι απίθανο να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια για αρκετούς μήνες —αν όχι καθόλου φέτος— λόγω της ισχυρής οικονομίας των ΗΠΑ. Έτσι, οι επενδυτές διατηρούν τις επιφυλάξεις τους για το κατά πόσο μπορεί η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια κάτω από 3% φέτος.

Τι θα οδηγήσει την απόφαση

Η χρονική στιγμή της μείωσης των επιτοκίων αυτής της εβδομάδας θα είναι ασυνήθιστη για την ΕΚΤ, επειδή συνήθως ξεκινά μια τέτοια νομισματική χαλάρωση μόνο ως απάντηση σε μια κρίση, όπως μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 ή όταν η Ελλάδα χρειάστηκε μια σειρά από προγράμματα διάσωσης το 2011.

Ακόμη και η τελευταία μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο του 2019 ήταν μια αντίδραση στην αποδυνάμωση της ανάπτυξης και τον πληθωρισμό που έπεσε κάτω από τον στόχο του 2%.

«Προχωρούν σε μια βελτιούμενη κατάσταση, αντί σε μια επιδεινούμενη κατάσταση», σχολίασε ο Paul Hollingsworth, επικεφαλής οικονομολόγος της γαλλικής τράπεζας BNP Paribas. «Αυτό σημαίνει ότι δεν θα βιαστούν να μειώσουν περαιτέρω τα επιτόκια, γεγονός που καθιστά απίθανη μια νέα μείωση τον Ιούλιο, ενώ παραμένει το σενάριο για μειώσεις μόνο μία φορά κάθε τρίμηνο».

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για τον καθορισμό των επιτοκίων έχουν ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι αναμένουν σταδιακό ρυθμό χαλάρωσης, με πιθανές μόνο δύο περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων φέτος.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Philip Lane είχε δηλώσει στους Financial Times τον περασμένο μήνα ότι τα επιτόκια είναι πιθανό να «μειωθούν κάπως» κατά τη διάρκεια του έτους, ενώ θα παραμείνουν σε «περιοριστική περιοχή», κάτι που οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποθέτουν ότι σημαίνει ότι θα παραμείνουν πάνω από το 3%.

Ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Klaas Knot δήλωσε σε εκδήλωση στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα ότι με βάση τις τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ «η βέλτιστη πολιτική θα ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με τρεις έως τέσσερις μειώσεις επιτοκίων» μέχρι το τέλος του έτους.

Προκειμένου ο πληθωρισμός να πέσει στο στόχο του 2% της ΕΚΤ μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, βασίζεται σε έναν συνδυασμό επιβράδυνσης της αύξησης των μισθών, αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και συρρίκνωσης των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών.

Εάν αυτές οι τάσεις αποτύχουν να υλοποιηθούν και ο πληθωρισμός παραμείνει επίμονα υψηλός, ο Hollingsworth της BNP Paribas είπε ότι οι ρυθμιστές των επιτοκίων «ίσως χρειαστεί να σταματήσουν μετά τις πρώτες δύο περικοπές».

Αντιμετωπίζοντας μια τέτοια αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές, η Lagarde αναμένεται ευρέως να αντισταθεί στο να δώσει πολλά σημάδια για την πιθανή πορεία πολιτικής, επιτρέποντας στην τράπεζα να διατηρήσει τη μέγιστη ευελιξία όσον αφορά την έκταση των μειώσεων των επιτοκίων για όσο το δυνατόν περισσότερο.

Πηγή: ot.gr