Κάποτε, η Μελίνα Μερκούρη είχε συμπυκνώσει σε μόλις τέσσερις λέξεις τους τόνους της πολιτικής ανάλυσης που είχαν καταναλωθεί για την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. «Πρόεδρε», είχε πει απευθυνόμενη στον Ανδρέα Παπανδρέου, «δεν αρέσουμε πια».
Κατ’ αντιστοιχία και μία εβδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, οδεύουμε προς τις κάλπες με μια κυβέρνηση που δεν αρέσει τουλάχιστον όσο στην προηγούμενη θητεία της.
Αλλά, κυρίως, με μια αντιπολίτευση που αρέσει μονίμως λιγότερο και με διαφορά από τον προηγούμενο.
Στο μέτρο συνεπώς που θα επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπικές μετρήσεις, η επομένη των εκλογών θα βρει τη χώρα με μια
κυβέρνηση σταθερή μεν, η οποία συγχρόνως θα υπόκειται στους νόμους της κυβερνητικής φθοράς κατά την τριετία που απομένει έως τις εθνικές κάλπες.
Και με μια αντιπολίτευση που θα αναζητεί στίγμα, ταυτότητα και προσανατολισμό ώστε να πείσει πρώτα στα αντιπολιτευτικά της καθήκοντα και έπειτα ως εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Τίθεται έτσι ένας μετεκλογικός πήχης καθόλου αμελητέου ύψους αν λάβει υπόψη του κανείς πως κανένα από τα κόμματα που αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση δεν μπόρεσε να εκφράσει πολιτικά την λεγόμενη «κοινωνική αντιπολίτευση», την οποία τροφοδότησαν χρονίζοντα προβλήματα όπως η ακρίβεια ή η διαχείριση τραγικών γεγονότων όπως το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.
Επί του παρόντος, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη συγκρότηση ενός μετεκλογικού αντιπολιτευτικού μετώπου, το οποίο θα προκύψει από κάποιο υποτιθέμενο κάλεσμα του «μεγαλύτερου ανάμεσα στους μικρούς» ή και καθενός από τους αρχηγούς ξεχωριστά προς τους όμορους χώρους.
Μιας «Ηνωμένης Κεντροαριστεράς», με άλλα λόγια, που όμως – κι εφόσον επιτύχει το εγχείρημα – θα είναι προϊόν εκλογικών συσχετισμών και μιας λύσης που θα έχει μετατρέψει απλώς την ανάγκη σε φιλοτιμία.
Ούτε οι εκλογικοί συσχετισμοί ούτε και η φιλοτιμία αποτελούν ικανούς συνεκτικούς κρίκους. Από την αντιπολίτευση εξακολουθεί να λείπει ένα πειστικό αφήγημα κυβερνησιμότητας.
Κι αυτός είναι ο πραγματικός μετεκλογικός πήχης.