Ο πρόσφατος τελικός του UEFA Europa Conference League προκάλεσε γλυκόπικρα συναισθήματα στους φίλους της ΑΕΚ.
Από τη μία, νιώσαμε περήφανοι που το νέο γήπεδο της ομάδας μας – ένα αληθινό αρχιτεκτονικό στολίδι – κρίθηκε άξιο να φιλοξενήσει έναν ευρωπαϊκό Τελικό ποδοσφαίρου. Και, ακόμα περισσότερο, που η θετική ενέργεια αυτού του γηπέδου (το οποίο είναι η βασική έδρα των αγώνων της εθνικής ομάδας) συνέβαλε ώστε το ευρωπαϊκό κύπελλο να πάει στα χέρια μίας ελληνικής ομάδας. Έστω και αν αυτή αποτελεί τον σπουδαιότερο ανταγωνιστή της ΑΕΚ στο εθνικό πρωτάθλημα!
Από την άλλη, όμως, νιώσαμε θλίψη απέραντη για τη συμπεριφορά μίας ελάχιστης μερίδας «φιλάθλων» προς το γήπεδο της ΑΕΚ. Θα παρακάμψω τα «λάφυρα» των σπασμένων καθισμάτων (αυτά, δυστυχώς, αποτελούν θεσμό στα γήπεδα) και τις άλλες καταστροφές στους εσωτερικούς χώρους του γηπέδου. Θα παραβλέψω, επίσης, κάποιες (απαθανατισμένες και υπερηφάνως δημοσιοποιημένες) απρέπειες που πρόσβαλαν όχι την ΑΕΚ, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο ως άθλημα. Θα σταθώ, όμως, σε κάτι που φέρει πολύ μεγαλύτερο ηθικό βάρος, αφού αγγίζει εθνικές μνήμες και εθνικές ευαισθησίες…
Είναι γνωστό ότι η ΑΕΚ ιδρύθηκε, ως αθλητικό σωματείο, πριν ακριβώς έναν αιώνα, από Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που ήρθαν στη χώρα μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αντιμετώπισαν υποτίμηση και προκατάληψη εκ μέρους των τοπικών κοινωνιών, στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν. Όμως, στην κορυφή των προσβολών που υπέστησαν στέκει η προσφώνηση «Τούρκοι»! Κι αυτό ακουγόταν συχνά στα γήπεδα όπου αγωνιζόταν η ΑΕΚ, μέχρι και αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του συλλόγου.
Πίστευα ότι η θλιβερή αυτή προσφώνηση έχει χάσει κάθε νόημα στην εποχή μας, αφού ελάχιστη φυσική σχέση – πλην της ιστορικής και συμβολικής – έχει σήμερα ο οργανισμός ΑΕΚ με τον προσφυγικό ελληνισμό. Με αίσθημα έκπληξης, λοιπόν, είδα εικόνες νεαρών φιλάθλων να γράφουν με μπογιά τη λέξη «Τούρκοι» στους τοίχους της «Αγιά Σοφιάς», αναπαράγοντας μία ιστορική ύβρη της οποίας προφανώς δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν το ηθικό βάρος.
Όμως, πόσο «Τούρκοι» ήσαν οι Έλληνες της Μικρασίας; Ή, για να το θέσω διαφορετικά: Πόσο «πιο Έλληνες» από εκείνους ήταν οι Έλληνες της Παλιάς Ελλάδας, της χώρας στην οποία εκόντες – άκοντες (μάλλον άκοντες) ήρθαν να ζήσουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες;
Θα προσπαθήσω να το θέσω φιλοσοφικά: Αν θέλεις να μετρήσεις την ισχύ μίας ιδιότητας, δες την μέσα σε συνθήκες που ευνοούν την ακύρωσή της. Για παράδειγμα, η εντιμότητα ενός ανθρώπου δεν μπορεί να κριθεί με βεβαιότητα μέσα στους τοίχους ενός μοναστηριού αλλά μέσα στην πραγματική ζωή, εκεί που δοκιμάζονται οι αντιστάσεις στις προκλήσεις και τους πειρασμούς!
Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ελληνική τους συνείδηση μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, περιβαλλόμενοι από πληθυσμούς που έβλεπαν κάθε άλλο παρά απόλυτα φιλικά την εθνική τους ταυτότητα και τη θρησκευτική τους πίστη. Και όμως, ως τα βάθη της ψυχής τους οι Μικρασιάτες αισθάνονταν Έλληνες!
Η γιαγιά μου ήταν από την Πόλη και ο παππούς μου από τη Νικομήδεια. Θυμάμαι τον παππού μου να θυμώνει κάθε φορά που το ραδιόφωνο έπαιζε «εγγλέζικα» τραγούδια (που μπορεί να ήταν και γαλλικά ή ιταλικά!). «Θέλω να ακούω μόνο ελληνικά», έλεγε. Παρά τις οδυνηρές προσωπικές εμπειρίες του στη διάρκεια της Καταστροφής, δεν μισούσε τους Τούρκους. Κι αυτό γιατί αισθανόταν πως ανήκε σε έναν ανώτερο πολιτισμό που δεν του επέτρεπε να μισεί όσους δεν είχαν κατορθώσει να μυηθούν σε αυτόν. Φυσικά, δεν θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να τον αποκαλέσει «Τούρκο»!
Σήμερα, αυτή η προσφώνηση αποτελεί θλιβερή ανάμνηση γηπεδικών συνθημάτων του περασμένου αιώνα. Τα νεαρά άτομα, λοιπόν, που, χάριν αστειότητας και ελαφρά τη καρδία, έγραψαν τη λέξη «Τούρκοι» στους τοίχους της «Αγιά Σοφιάς», δεν χρειάζονται μάλωμα αλλά, πολύ περισσότερο, χρειάζονται ιστορική επιμόρφωση.
Γιατί, όσο κι αν σήμερα τείνουμε να το ξεχνούμε, ο Ελληνισμός της Μικρασίας είχε σημαντική συμβολή στο μεγάλωμα της Ελλάδας. Κυρίως σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό της χώρας.
Εντάξει, και το ποδόσφαιρο!