Με τους ρυθμούς των εκταμιεύσεων στη στεγαστική πίστη να παραμένουν και το 2024 υποτονικοί, οι τράπεζες αναζητούν τρόπους για να ενισχύουν τις νέες χορηγήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος, στο α΄ τρίμηνο του 2024, η αξία των νέων συμβάσεων της κατηγορίας διαμορφώθηκε σε 321 εκατ. ευρώ. Αν και ενισχυμένη σε σύγκριση με το 2023, ένα μεγάλο μέρος της προέρχεται από το κρατικό πρόγραμμα «Σπίτι Μου».
Τραπεζικές πηγές σημειώνουν πως «η νέα παραγωγή προς τον παρόν δεν μας δημιουργεί αισιοδοξία για γύρισμα της αγοράς, μετά από 14 χρόνια αρνητικής πιστωτικής επέκτασης».
Όπως λένε, «από τα 76 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2010, τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων, ως αποτέλεσμα και της εξυγίανσης των ισολογισμών μας, έχουν πλέον υποχωρήσει κάτω από τα 29 δισ. ευρώ. Και θα μειωθούν εκτός μεγάλου απροόπτου ακόμη περισσότερο έως και τα τέλη του 2024».
Κυριαρχεί το cash
Κατά τους ίδιους κύκλους, «παρά την αύξηση των μεταβιβάσεων ακινήτων, το πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα όσων προχωρούν σε αγορά ακινήτου, περίπου 70%, χρησιμοποιούν αποκλειστικά μετρητά. Από την άλλη, αξιόχρεοι που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν, δεν ενδιαφέρονται σε αυτή τη φάση για απόκτηση κατοικίας. Ενώ όσοι το κάνουν λαμβάνουν δάνεια χαμηλού ύψους».
Πράγματι, με βάση έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 υπεγράφησαν συνολικά 14.621 νέες δανειακές συμβάσεις, με τη μέση εκταμίευση να διαμορφώνεται σε μόλις 69 χιλιάδες ευρώ περίπου έναντι 79 χιλιάδων ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Με στόχο λοιπόν να διευρύνουν την πίτα της αγοράς, οι τράπεζες έχουν επιλέξει να κινηθούν πιο επιθετικά προς αυτούς που πραγματοποιούν τις περισσότερες συναλλαγές σήμερα. Εκείνους που επιλέγουν να αποκτήσουν ακίνητο με ίδια κεφάλαια.
Στο πλαίσιο αυτό, προωθούν με μεγαλύτερη ένταση στεγαστικά δάνεια που δεν έχουν ως ενέχυρο την κατοικία που χρηματοδοτούν, αλλά τις καταθέσεις ή επενδύσεις του ενδιαφερόμενου.
«Η λογική είναι απλή. Γιατί να μην κρατήσει κάποιος τη ρευστότητά του ανέγγιχτη, κερδίζοντας μία ικανοποιητική απόδοση μέσω τόκων και να αυξήσει ταυτόχρονα την περιουσία του μέσω ενός δανείου;», υπογραμμίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου.
Τονίζει δε πως μετά την πρόσφατη αλλαγή της νομοθεσίας που υποχρεώνει όλες οι μεταβιβάσεις να γίνονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, οι χορηγήσεις με εξασφάλιση καταθέσεις είναι πιθανό να καταστούν πιο ελκυστικές.
Σε γενικές γραμμές, τα προγράμματα αυτά παρουσιάζουν τα εξής τρία βασικά πλεονεκτήματα:
- Έχουν χαμηλότερα επιτόκια, μιας και το ρίσκο για την τράπεζα που χορηγεί το δάνειο είναι μικρότερη, δεδομένου πως μπορεί άμεσα να το ανακτήσει σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών
- Ο δανειολήπτης δεν επιβαρύνεται με έξοδα προσημείωσης, τεχνικού και νομικού ελέγχου του ακινήτου
- Η διαδικασία της έγκρισης και της εκταμίευσης είναι πολύ πιο γρήγορη
Νέες προσφορές
Ταυτόχρονα, οι τράπεζες λανσάρουν νέες προσφορές για τα κλασικά προϊόντα της κατηγορίας με χαμηλότερα επιτόκια, που μπορεί να είναι σταθερά ακόμη και για 30 χρόνια.
Σήμερα κάποιος μπορεί να εξασφαλίσει ετήσιο κόστος στη ζώνη του 3%, σταθερό για 3 χρόνια, του 3,5% για 5 χρόνια, του 4% για 10 χρόνια και του 4,5% για περισσότερα.
Ενόψει δε, της επερχόμενης εκκίνησης της διαδικασίας αποκλιμάκωσης του κόστους χρήματος στη ζώνη του ευρώ, τα πιστωτικά ιδρύματα αναμένεται να μειώσουν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια.
Με τον τρόπο αυτό θα αντισταθμιστεί εν μέρει και η άνοδος των τιμών των ακινήτων, τα οποία συνέχισαν και το α΄ τρίμηνο του 2024, να αυξάνονται ετησίως με διψήφια ποσοστά κατά μέσο όρο πανελλαδικά.
Παράλληλα, οι τράπεζες η μία μετά την άλλη, λανσάρουν προνομιακά πακέτα που απευθύνονται αποκλειστικά σε νέους έως 45 ετών, τα οποία έχουν μειωμένα επιτόκια και διατίθενται χωρίς έξοδα.
Τέλος, ψηφιοποιούν τις αιτήσεις για προέγκριση, καθιστώντας εύκολη και γρήγορη την εκδήλωση ενδιαφέροντος και τη λήψη προσφοράς, είτε μέσω των ιστοσελίδων τους ή μέσω e-banking.
Πρόκειται για ένα κανάλι που εκτιμάται ότι θα παίξει σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια για την προώθηση στεγαστικών δανείων στην πελατεία τους.
Πηγή: OT