Η είδηση ότι τα «Φτηνά Τσιγάρα» θα ανέβουν ως μιούζικαλ στην Εθνική Λυρική Σκηνή αντιμετωπίστηκε με ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Μια αγαπημένη ταινία, που γνώρισε επιτυχία αρκετά χρόνια μετά την προβολή της στις κινηματογραφικές αίθουσες και απέκτησε μια νέα ζωή σε ένα φορμά αρκετά πιo «φασαριόζικο» και πληθωρικό συγκριτικά με τον λεπτό ρομαντισμό της κινηματογραφικής εκδοχής της.

Τα sold out ήρθαν το ένα μετά το άλλο. Στη συνέχεια, τα τραγούδια της παράστασης, σε μουσική και ενορχήστρωση του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου (φυσικά) και στίχους του ίδιου και του Πέτρου Βουτσινέα (αλλά και των Ελένη Ζιώγα και Μιχάλη Γκανά), κυκλοφόρησαν σταδιακά στη διάρκεια της άνοιξης και πριν λίγες μέρες ήρθε και η ολοκληρωμένη κυκλοφορία του δίσκου «Φτηνά Τσιγάρα The Musical».

Κι όμως, πριν μερικούς μήνες ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος δεν σκεφτόταν ούτε για αστείο ότι θα ασχολιόταν ξανα με τα «Φτηνά Τσιγάρα». Φαίνεται ότι αυτή η ταινία έχει κάτι από σχέσεις «που δεν λένε να τελειώσουν» θα πει στο ΒΗΜΑ.

Με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ μιλήσαμε μαζί του για όσα ήταν και είναι τα «Φτηνά Τσιγάρα», τις «τζούρες ζωής» που έδωσε σε διαφορετικές γενιές θεατών και την Αθήνα του 99, την οποία δεν χρειάζεται μεν να εξιδανικεύουμε, αλλά, ταυτόχρονα, δεν γίνεται να παραβλέπουμε ότι έχει μετατραπεί σε κάτι τελείως διαφορετικό το 2024.

Μια κουβέντα που τη χρωστάμε στα «Φτηνά Τσιγάρα» ή μάλλον στην τύχη. «Ό,τι έχει να κάνει με τα «Φτηνά Τσιγάρα» ήταν από καθαρή τύχη», έχει δηλώσει στο παρελθόν.  «Από τύχη γνώρισα τον Ρένο στα σκαλιά του Ολύμπιον στη Σαλονίκη το 97, κατά τύχη γνώρισα τον Αλέξανδρο Ευκλείδη το 18 στη Νάξο και από τύχη γνώρισα τον Πέτρο Βουνισέα»Ας τα πάρουμε με τη σειρά λοιπόν.

Πάντα μιλάτε με πολύ ζεστά και τρυφερά λόγια για τον Ρένο Χαραλαμπίδη. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η σχέση;

Σημαίνει ότι είναι φίλος μου. Κάποιος που συνάντησα κάποτε τυχαία και για κάποιο μυστήριο λόγο δέσαμε.

Το musical ήρθε σε μια εποχή κατά την οποία είχε ολοκληρωθεί μια φάση εκ νέου ανακάλυψης των «Φτηνών Τσιγάρων» από ένα νέο κοινό. Θέλατε να περάσετε αυτό το αναζωογονητικό βλέμμα στις συνθέσεις;

Σίγουρα έπαιξε ρόλο η εικόνα που είχα από αγόρια κορίτσια 20άρηδες να γεμίζουν στο Χυτήριο τα καλοκαίρια με τα Φτηνά… Σίγουρα εκεί μου μπήκε και η ιδέα του μιούζικαλ. Αλλά από εκεί και πέρα την ώρα που γράφεις, ο μόνος που έχεις για να πιαστείς είναι ο εαυτός σου.

Δεν υπήρχε «παρεμβολές» από το παρελθόν, από τον τρόπο που είχατε δουλέψει για την ταινια;

Οι μόνες παρεμβολές, αν καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση, ήταν η ανάγκη να κρατήσω ίδιο τον ήχο της ορχήστρας και να διατηρήσω μιά ελαφριά αίσθηση χαριτωμένης αλητείας.

Πιστεύατε ότι μετά από τόσα χρόνια θα άνοιγε ένας νέος κύκλος ενασχόλησης με τα «Φτηνά Τσιγάρα»;

Ούτε για αστείο. Φαίνεται ότι το έχει αυτή η ταινία σαν κάτι σχέσεις που δε λένε να τελειώσουν.

Σας βοήθησε ή σας δυσκόλεψε στις συνθέσεις αλλά και στους στίχους των κομματιών το γεγονός ότι η ταινία ήταν αρκετά κουβεντιαστή, με μπόλικο voice over και διαλόγους; Θέλω να πω ότι είχατε να δημιουργήσετε μια νέα αφήγηση πάνω σε ένα υλικό που είναι πάρα πολύ αφηγηματικό…

Το βλέπαμε από την αρχή ότι θα το αντιμετωπίζαμε αυτό  με τον Πέτρο Βουνισέα, αλλά βρήκαμε την εξής λύση: Κάποιες από τις πρόζες όπως τον «Χομπίστα» ή τον «Νταβά» ή την «Mou na ra»  να τις περάσουμε στους στίχους των τραγουδιών. Έπειτα και ο Κωνσταντίνος Ρήγος βοήθησε πολύ στο δέσιμο ανάμεσα στις πρόζες και στα τραγούδια. Έφερε πολλές καλές ιδέες.

Νιώσατε ότι με αυτή τη δουλειά φέρατε μερικές ανάσες ρομαντισμού σε μια εποχή απόλυτα αντι-ρομαντιική;

Τα «Φτηνά Τσιγάρα»  ρίχνουν πάντα μία τρυφερή ματιά σε όλους τους χαρακτήρες. Η μουσική δε, συμβάλει σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν σκοτεινοί χαρακτήρες, όλα τα λούμπεν πρόσωπα είναι συμπαθή.

Η κυκλοφορία του άλμπουμ σημαίνει ότι κλείνετε πια αυτήν την πόρτα;

Ε νομίζω πως φτάνει ως εδώ, προχωράμε…

Το πιθανότερο είναι ότι σήμερα αυτή την ησυχία της αυγουστιάτικης νύχτας των «Φτηνών Τσιγάρων» θα την διέκοπταν οι ρόδες από τις αποσκευές μερικών τουριστών. Υπάρχει ακόμα αυτή η πόλη στην οποία χαρίσατε τη μουσική σας; Υπάρχει ακόμα αυτή η ζωή;

Η Αθήνα του ‘99 έχει σίγουρα αλλάξει. Κάποια κομμάτια της κρατάνε αλλά θα τα σαρώσει από ότι όλα δείχνουν η ακρίδα του τουρισμού. Δε χρειάζεται όμως και εξιδανίκευση, το ’99 ήταν η εποχή που βουλιάζαμε και κανείς δεν ήθελε να το δει. Απλά ήταν η πόλη χωρίς κάμερες, χωρίς wifi, πιο αργές ταχύτητες και το φαγητό ακόμα και στα εστιατόρια στην αγορά τρωγόταν και το αναγνώριζες, δεν ήταν δροσουλίτες και αφροί φράουλας.

Μια ταινία που ανέδειξε τη μαγεία μιας αναλογικής εποχής γνώρισε μια νέα νιότη μέσα από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, οι οποίες αναπαράγουν σκηνές της και ατάκες των ηρώων της ταινίες. Βρίσκετε κάποια αντίφαση σε αυτό;

Αν ο ψηφιακός κόσμος έχει βελτιώσει την ποιότητα του ήχου, την εικόνα, την αφήγηση; Τότε γιατί τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης εξακολουθούν να είναι οι ταινίες του Τσάπλιν ο πολίτης Κέιν οι ταινίες του Παζολίνι, του Χίτσκοκ, το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα; Η μουσική των Βeatles, του Καλδάρα γιατί εξακολουθούν και αφορούν το σήμερα; Ο ψηφιακός κόσμος μπορεί να καταφέρει να κάνει το καρπούζι φακή. Να μικρύνει δηλαδή τις συσκευές αλλά τα καλύτερα plugins στη δουλειά μου είναι εκείνα που κατορθώνουν να μιμηθούν τα ιστορικά μηχανήματα της αναλογικής εποχής. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με την τροφή. Οι βιολογικές κοστίζουν διπλή και τριπλή τιμή σε σχέση με τις συμβατικές καλλιέργειες. Δεν την καταλαβαίνω αυτή την αγιογραφία του ψηφιακού κόσμου. Ο ψηφιακός κόσμος ασχολείται με την ταινία γιατί απλά σε κάποιους αρέσει, άρα έχει συμφέρον να ασχοληθεί. Ο ψηφιακός κόσμος είναι καθαρό σκέτο συμφέρον.

Πώς σας φαίνεται, από την άλλη, που όλος αυτός ο κόσμος από τα «Φτηνά Τσιγάρα« έχει αποκτήσει ένα καλτ στάτους; Είναι κάπως σαν τελετουργία κάθε 15Αύγουστο να τα θυμόμαστε…

Είναι ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Γιατί τον καιρό που το δουλεύαμε δεν είχαμε ιδέα ότι κάπου ασυνείδητα καταγράφαμε την εποχή, με μια ακρίβεια και μια τρυφερότητα.

Τι είναι αυτό που σας κεντρίζει το ενδιαφέρον και σας κάνει να ασχοληθείτε με την πρωτότυπη μουσική μιας θεατρικής παράστασης ή μιας ταινίας;

Η χημεία με τον σκηνοθέτη; Τα λεφτά; Και ότι όταν τρώω έξω με κερνάνε στο τέλος το γλυκό.

Κατά καιρούς έχετε μοιραστεί πολλές ιστορίες για τραγούδια που γράψατε ή συνθέσατε ή κάνατε την παραγωγή. Αυτό που έχουν κοινό είναι οι πολλές ώρες στο στούντιο ή στο γραφείο να γράφετε. Αυτή η προσήλωση και η πειθαρχεία μετρά πιο πολύ από το ταλέντο;

Έχω καταλάβει πως ο μόνος τρόπος για να βγάλει κανείς κάτι που ν’ αξίζει είναι μέσα από τη μανία της απομόνωσης και της συγκέντρωσης σε αυτό που ψάχνεις. Άλλον δρόμο δεν βλέπω.

Στο τέλος της ημέρας ισχύει και για τους καλλιτέχνες ότι πρέπει να φας, δηλ.  να βιοποριστείς, επομένως στρώνεσαι κα γράφεις;

Εννοείται. Δουλειά είναι αλλά όχι δουλία. Εδώ είναι και για μένα η χαρά. Αν καταφέρεις να σε εντυπωσιάσεις την κάνεις που λένε, λαχείο.

Επίσης, μού δίνετε την αίσθηση ότι απολαμβάνετε να αφηγείστε τις ιστορίες πίσω από τα κομμάτια εξίσου με το να τα γράφετε. Είναι έτσι;

Οι ιστορίες και οι μύθοι είναι ο καλύτερος τρόπος να δώσεις στον άλλον να καταλάβει ενεργητικά κάτι που  οι θεωρίες και οι κριτικές δύσκολα καταφέρνουν. Αυτό το ξέρουνε οι αρχαίοι το ξέρουν οι ευαγγελιστές το ξέρουν και οι standup κωμικοί. Για αυτό τις κυνηγάω τις ιστορίες.

Υπάρχει κάποια καλή ιστορία για τα τραγούδια του μιούζικαλ;

Είχαμε μία διαφωνία με τον Πέτρο Βουνισέα για το αν γίνεται η σκηνή με την Ιωάννα Μαυρέα -«η Mou na ra» τραγούδι. Εγώ έλεγα, «Πέτρο δεν μπαίνει η λέξη αυτή σε τραγούδι» εκείνος επέμενε. Μου έγραψε λοιπόν και μου ‘φερε αυτόν τον στίχο. Εγώ ήθελα να κάνω ντρίπλα και άπλωσα την μελωδία του ρεφρέν τόσο πολύ ώστε να μη φαίνεται η επίμαχη λέξη. Το απόγευμα εκείνο που τελείωσα το δοκιμαστικό πέρασαν τυχαία απ’ το στούντιο μία φίλη με την 18χρονη κόρη της και είχα την περιέργεια να δω πως το εισπράττουν και αν το καταλαβαίνουν. Τους έβαλα να το ακούσουν και η μεν κόρη την έπιασε τη λέξη, η δε μάνα όχι. Ε τότε θυμάμαι είπα μέσα μου «καλά πάμε».

Πολλές φορές αποκαλείτε τον κλάδο των τραγουδοποιών «μαστόρια». Να μια λέξη που μοιάζει να μην ταιριάζει σε μια εποχή που τις μουσικές τάσεις/γούστα τις καθορίζει ο αλγόριθμος του TikTok. Το νιώθετε έτσι;

Εγώ έμαθα να κάνω περσικά χαλιά δεν μπορώ να ασχοληθώ με τις μοκέτες.

Ζήσατε και σπουδάσατε στο Λονδίνο την εποχή της έκρηξης του πανκ. Για έναν σπουδαστή του Ωδείου στην κλασική κιθάρα ίσως να ήταν και εφιάλτης αυτό. Για εσάς;

Καθόλου είχα φίλες με ροζ μαλλί που παίζανε καταπληκτικό κλασσικό βιολί πήγαινα στο Roundhouse ή στο Albert Hall και έβλεπα από John Mayall μέχρι Sex Pistols. Μπορεί να υπήρχε ώρες-ώρες ένας κάποιος σνομπισμός των κλασικών μουσικών αλλά δεν με άγγιζε.

Μετά την κυκλοφορία των κομματιών του musical ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Δεν ξέρω. Κάνω πολλά μαζί αυτή την εποχή, κάτι θα αρπάξει…