Στην ερώτηση τις προάλλες, του Αλέξη Παπαχελά προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο για το «πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση;» και στην απάντησή του «όταν θα υπάρξει ένα μείζον γεγονός όπως αυτό του Ιουλίου του 1974» η δική μου ένσταση-απάντηση είναι ότι το μείζον αυτό γεγονός υπήρξε το Σεπτέμβριο του 2023 με την εκλογή στην Προεδρία ενός αριστερού κόμματος του Στέφανου Κασσελάκη, αρθρογράφου στον «Εθνικό Κήρυκα», υμνητή του Μητσοτάκη, επιχειρηματία και ακριβό απόσταγμα της κοινωνίας του θεάματος.
Αλλά κακά τα ψέματα: η Μεταπολίτευση δεν πρόκειται να τελειώσει, διότι από το Σύνταγμα του 1975 και τις επόμενες αναθεωρήσεις του, δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη που θα διαφύλασσε την Αρχή της αντιπροσώπευσης από τους αντιπρόσωπους και αντιπροσωπευόμενους μιας κοινωνίας προ πολλού πέραν των ορίων της συνταγματικής τάξης. Μιας καταναλωτικής κοινωνίας, παραδόξως όχι μόνον του αρπακτικού ενός τρίτου της αλλά και των επιδοτούμενων δύο τρίτων της που υποχρεώνονται ενώ πένονται. Η απουσία αυτής της «μέριμνας» για το μέλλον μιας αυταπάτης (της αντιπροσωπευτικής Αρχής) οδηγεί και στα ευρωψηφοδέλτια που βλέπουμε: σελέμπριτις, τηλεπερσόνες, πρωταθλητές. Στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου -καιρού επιτρέποντος- δεν θα καταγραφεί η λαϊκή βούληση αλλά η λαϊκή αβουλία απέναντι στις μεθοδεύσεις των κομμάτων και των μίντια. Η «μεταπολιτική» που προτείνουν ως συνθήκη τεχνικής διαχείρισης του δημοκρατικού κεκτημένου μάλλον παρά ως εμπέδωσής του, υπονομεύει τη Δημοκρατία.
Στο Προς μια πράσινη δημοκρατική επανάσταση. Ο αριστερός λαϊκισμός και η δύναμη των συναισθημάτων, όπως ονομάζει η Σαντάλ Μουφ το τελευταίο της βιβλίο (εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ), γίνεται σαφές ότι η ορθολογική δικαιολόγηση των δημοκρατικών θεσμών δεν αρκεί χωρίς τα συναισθήματα που κινητοποιούν ως προς την δέσμευση των δημοκρατικών αξιών. Τα συναισθήματα όμως αυτά συγχρόνως, την εξοντώνουν. Διότι κατ’ ουσίαν δεν υφίσταται αυτή η διάκριση ορθολογισμού και συναισθημάτων. Υπάρχει αντίθετα, μια εξουσιαστική διαρρύθμιση που τροφοδοτεί το ναρκισσισμό, τα ανθρωποφαγικά αισθήματα και τον ορθολογικό σχεδιασμό τους. Αυτή η διαρρύθμιση συναρθρώνει την ψηφιακή τεχνολογία, τους αλγόριθμους και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διοίκησης μιας κοινωνίας που όσο περισσότερο ομιλεί για το «ανθρωποκεντρικό μοντέλο» τόσο απανθρωποποιείται (χωρίς συναισθήματα και χωρίς ορθολογισμό).
Η Μουφ μου δίνει την εντύπωση ότι αυταπατάται όταν ισχυρίζεται ότι «Η συναισθηματική δύναμη του δημοκρατικού φαντασιακού παρέχει τις σημασιοδοτήσεις που παρακινούν τους ανθρώπους να δράσουν». Νομίζω ότι αυτή ακριβώς η συναισθηματική δύναμη, που ορίζει άλλωστε και το ανθρωποκεντρικό μοντέλο, είναι ένα είδος νάρκωσης που μας καθηλώνει σε ένα πρόσωπο και στις σημασιοδοτήσεις του, πετυχαίνοντας αντίστροφα την ανάδυση της αρνητικής ορμής των ανθρώπινων συναισθημάτων και του ορθολογικού υπολογισμού. Το ζήτημα δεν είναι η δημιουργία αμφιμονοσήμαντων σχέσεων μεταξύ συναισθημάτων και ορθού λόγου αλλά η εκδίπλωση μιας «εγκατάστασης» που εμπεριέχει τα πάντα: πολιτική, ποίηση και δικαιοσύνη.
Ο Παζολίνι υπήρξε το παράδειγμα και παραδόξως ο Πάουντ επίσης (βλέπε συνέντευξη Παζολίνι-Πάουντ).
Ο Ντελέζ αντιλαμβάνεται το ανθρωποκεντρικό μοντέλο ως «κοινωνική παραγωγή προσώπου», επειδή το πρόσωπο, λόγω του απάνθρωπου χαρακτήρα του, δεν προϋποθέτει ένα προγενέστερο υποκείμενο (λόγου ή συναισθημάτων ή της μείξης τους) ούτε την προγενέστερη σημαινότητα. Ο Ντελέζ τοποθετείται ως εξής στα Χίλια πλατώματα (εκδ. Πλέθρον): «Είναι οι ιδιάζουσες διαρρυθμίσεις της εξουσίας που επιβάλλουν τη σημαινότητα και την υποκειμενικοποίηση ως την καθορισμένη τους μορφή έκφρασης, σε αμοιβαία προϋπόθεση με τα καινούργια περιεχόμενα: καμιά σημαινότητα χωρίς μια δεσποτική διαρρύθμιση, καμιά υποκειμενικοποίηση χωρίς μιαν αυταρχική διαρρύθμιση, καμιά μείξη των δύο χωρίς διαρρυθμίσεις εξουσίας που δρουν ακριβώς μέσω σημαινόντων και ασκούνται επί ψυχών ή επί υποκειμένων».
Για μια ακόμη φορά, μπροστά στις κάλπες και ανάμεσα στα Tik tok για τη φέτα και τα παπούτσια, αισθάνομαι κι εγώ σαν τον ήρωα του εγκαταλελειμμένου Ρεμύ, πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα του Έκτορα Μαλό, Χωρίς οικογένεια. Και δεν παραξενεύομαι γιατί η Άντα και ο Δημήτρης Ψαρράς ονομάζουν το νέο τους site «Χωρίς εφημερίδα». Και χαίρομαι που έχουν την ειλικρίνεια να πουν ότι «το site αυτό δεν θα είναι «αντικειμενικό», με τον τρόπο που οι παλιές γενιές των δημοσιογράφων πίστευαν ή προσποιούνταν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό». Το να ανακοινώνουν μάλιστα ότι «θα είναι εξαιρετικά «υποκειμενικό» μόνο που θα στηρίζει αυτή την «υποκειμενικότητά» του σε τεκμηριωμένες αναλύσεις», σημαίνει ότι αντιλαμβάνονται τη σημασία της προσωπότητας ως κοινωνικού μορφώματος και τις διαρρυθμίσεις της εξουσίας.
Το ότι αντιλαμβάνονται -τί λέω;- βλέπουν και τα «φαντάσματα του Μαρξ», δεν έχω καμία αμφιβολία.
Γι αυτό όμως που αμφιβάλλω είναι ποιός από τα μέλη της οικογένειάς τους στον Σύριζα θα είχε το κουράγιο μετά τον δεύτερο γάμο της μαμάς με τον πάμπλουτο πατριό που την εξευτελίζει καθημερινά, να τα «σπάσει» και να φύγει μακριά από την οικογένεια.
Πολύ μακριά.