Οι προβλέψεις για το 2024 λένε πως η ελληνική οικονομία θα καταγράψει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα επίτευγμα δεδομένης της υπερδεκαετούς κρίσης για την αντιμετώπιση της οποίας η χώρα και οι πολίτες της υποχρεώθηκαν σε σκληρές θυσίες.
Παράλληλα, δεν θα έπρεπε να παραβλέπει κανείς το γεγονός πως αρχικώς η πανδημική κρίση και στη συνέχεια η ενεργειακή, απόκοτο του πολέμου στην Ουκρανία, δημιούργησαν νέες προκλήσεις και έθεσαν νέους κινδύνους.
Ο κίνδυνος ωστόσο που υποτιμάται είναι αυτός ενός παραγωγικού μοντέλου που βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση.
Παραβλέπεται έτσι το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από διαρθρωτικές αλλαγές για την θωράκισή της και την ανάπτυξή της πάνω σε γερά θεμέλια.
Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα αναλώνεται σε εφήμερες αψιμαχίες προεκλογικού εντυπωσιασμού με τελευταία στη σειρά αυτήν για την τιμή της φέτας.
Ούτε η επίδειξη σύγκρισης των τιμών, στην οποία προσέφυγε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή, προσφέρουν κάτι στη συζήτηση.
Αλλά ούτε και η επιμονή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μετατρέπει το κόμμα του σε εκπομπή με επιτόπια «ρεπορτάζ» στα σούπερ μάρκετ συνιστούν πρόταση.
Όπως και τα τυριά εξάλλου, έτσι και αυτές οι αψιμαχίες έχουν ημερομηνία λήξης.
Την ίδια ώρα που τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας – από την ακρίβεια και τη φοροδιαφυγή έως το παραγωγικό μοντέλο – χρονίζουν ναρκοθετώντας το μέλλον της χώρας.