Μπορεί ο τίτλος μιας εκδήλωσης που έγινε τον Φεβρουάριο και προκάλεσε αναταραχή μεγάλη να είναι επίκαιρος, όσο ποτέ άλλοτε, την επομένη των Ευρωεκλογών; «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος; Μια πειστική πρόταση των προοδευτικών δυνάμεων» ήταν το ζητούμενο της εκδήλωσης και, όπως όλα δείχνουν, θα είναι και το ζητούμενο στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές, ειδικά στην περίπτωση που το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, δικαιώσει τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ δεν αναμένεται να δεχθεί σοβαρές υποσημειώσεις.
Αυτές τις ημέρες, στο παρασκήνιο, περισσεύουν οι συζητήσεις και τα σενάρια για την επόμενη μέρα στον κεντροαριστερό χώρο. Άπαντες, όμως, τηρούν προσεκτική στάση εν αναμονή του εκλογικού αποτελέσματος που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στο χώρο. Η κάλπη θα είναι αυτή που θα καθορίσει το εύρος των κινήσεων και των πρωτοβουλιών που θα θελήσουν να αναλάβουν ο Στέφανος Κασσελάκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης αλλά και πρόσωπα όπως ο Αλέξης Τσίπρας που, επίσης, παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις στο χώρο.
Η Φώφη το ΚΙΝΑΛ και ο Δούκας
Ένα από τα ερωτήματα που τίθεται στο τραπέζι των συζητήσεων είναι αν μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις να επαναληφθεί η «γενναία κίνηση» της Φώφης Γεννηματά που οδήγησε, στην ίδρυση του Κινήματος Αλλαγής. Για την ιστορία υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο του 2017 η Φώφη Γεννηματά πήρε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός νέου ενιαίου κεντροαριστερού φορέα στην Ελλάδα. Ο Σταύρος Θεοδωράκης που τότε ήταν πρόεδρος στο «Ποτάμι» αποφάσισε να συμμετάσχει στο εγχείρημα. Για πρώτη φορά, στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, δύο κοινοβουλευτικά κόμμα αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις.
Το εγχείρημα δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες όμως ναυάγησε, οριστικά, όταν, λόγω διαφωνιών για τη συμφωνία των Πρεσπών, το Ποτάμι αποχώρησε από το σχήμα. Το 2024 δεν είναι το 2017. Από τότε, πολλά έχουν αλλάξει. Αυτό που δεν έχει αλλάξει, μετά και τις συντριπτικές ήττες του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές που ακολούθησαν, είναι η πολυδιάσπαση του κεντροαριστερού χώρου και η αδυναμία του να αποτελέσει εναλλακτική κυβερνητική λύση. Ο τότε κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον κόμμα εξουσίας. Και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη μοιάζει να μην έχει αντίπαλο στην πορεία προς τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Η τελευταία φορά που τα κόμματα της καλούμενης δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης ένωσαν με επιτυχία τις δυνάμεις τους, ήταν, το 2023, στις αυτοδιοικητικές εκλογές στην Αθήνα. Ο ομόθυμη στήριξη τους στον Χάρη Δούκα σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, όπως η αποχή, ο εφησυχασμός της ΝΔ κ.α. οδήγησαν σε μια μεγάλη όσο και ανέλπιστη ανατροπή στο δήμο της Αθήνας. Ήταν το πρώτο πλήγμα που δέχθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης που δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του για το γεγονός ότι ο πρώτος δήμος της χώρας άλλαξε χέρια.
Μπορεί, όμως, να υπάρξει «μοντέλο Δούκα» στις εθνικές εκλογές που έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και δεν έχουν δεύτερο γύρο; Μπορεί, δηλαδή, αυτή η συνένωση δυνάμεων να γίνει πριν τις εθνικές κάλπες;
Τα δύο σενάρια για Κασσελάκη
«Το βράδυ των εκλογών θα έχουμε νέο πολιτικό πεδίο για να συζητήσουμε, να δούμε ποιος θα σηκώσει το τηλέφωνο και ποιον θα πάρει» δήλωσε πριν από μερικές μέρες ο Κώστας Ζαχαριάδης που δείχνει ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τη συνεργασία του με τη νέα ηγεσία του δήμου της Αθήνας. Η δήλωση ήλθε μετά τη νέα ανταλλαγή πυρών μεταξύ του Στέφανου Κασσελάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη. «Να μην περιμένει ο Ανδρουλάκης να τον πάρω τηλέφωνο», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από τη στεναχώρια μου» απάντησε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ. Αυτή η κόντρα των δύο αρχηγών έχει να κάνει με το ποιος το βράδυ των εκλογών θα έχει τον πρώτο λόγο, την πρωτοβουλία για την πολυσυζητημένη ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, ώστε να μπορέσει να αποτέλεσει το εκλογικό αντίβαρο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στην παρούσα φάση οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Δεν είναι όμως λίγοι οι πολιτικοί παρατηρητές που κρατούν μικρό καλάθι. Θεωρούν ότι, όπως και στις εθνικές εκλογές το ποσοστό που τελικά θα λάβει ο ΣΥΡΙZA θα είναι μικρότερο από αυτό που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Ένα από τα βασικά τους επιχειρήματα είναι αν όλοι αυτοί που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ φτάσουν τελικά μέχρι την κάλπη. Σε κάθε περίπτωση δύο, φαίνεται να είναι τα βασικά σενάρια.
Το πρώτο, αφορά ακόμα και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερο κόμμα, το ποσοστό που θα λάβει. ¨Όπως υποστηρίζεται ο «μαγικός» αριθμός είναι το 15%. Αν ο κ. Κασσελάκης δεν καταφέρει να το ξεπεράσει τότε όχι απλά δεν θα έχει τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών για την ανασύνθεση του κεντροαριστερού χώρου αλλά θα ανοίξει ένας νέος κύκλος αμφισβήτησης της ηγεσίας του. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι, επίσης λίγοι, όσοι αναμένουν «μια πρωτοβουλία Τσίπρα». Ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται προβληματισμένος για την πορεία που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο είναι άγνωστο αν διαθέτει, ακόμα, το πολιτικό κεφάλαιο που απαιτείται είτε για την αμφισβήτηση του διαδόχου του είτε για την ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία νέου πολιτικού σχήματος.
Το δεύτερο, αφορά την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ να πλησιάσει ή ακόμα και να ξεπεράσει το ποσοστό των εθνικών εκλογών έχοντας καταγράψει και μια διαφορά ασφαλείας από το ΠαΣοΚ. Τότε ο κ. Κασσελάκης θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Τι θα κάνει; Ο ίδιος ξορκίζει κάθε σενάριο συμφωνιών κορυφής και ειδικά με το ΠαΣοΚ αφού, όπως λέει, η χημεία του με τον Ανδρουλάκη είναι ανύπαρκτη.
Το πιθανότερο, αυτό άλλωστε προκύπτει από τις δηλώσεις του, είναι να απευθύνει ένα κάλεσμα στη βάση αλλά και σε στελέχη των άλλων κομμάτων του χώρου. Λέγεται μάλιστα ότι στην πορεία προς το καταστατικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα αλλάξει φυσιογνωμία ενδεχομένως και όνομα να επιδιώξει το στήσιμο κάλπης ώστε να εκλεγεί πρόεδρος από ένα ευρύτερο του ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό σώμα, ανεξαρτήτως του αν θα έχει αντίπαλο ώστε να εμφανιστεί ως ο νέος ηγέτης του κεντροαριστερού χώρου. «Θα προχωρήσουμε στην δημοκρατική παράταξη που έχει ο τόπος και θα προσκαλέσω στελέχη του, πρώην υπουργούς αυτού του χώρου, όσους θέλουν να συνεισφέρουν στην παραγωγή πολιτικής, είτε ως μέλη είτε ως στελέχη» είναι η χαρακτηριστική δήλωση του.
Οι δρόμοι του Ανδρουλάκη
Στο ΠαΣοΚ τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως ακριβώς θα περίμενε η ηγεσία του που μάλλον ανέμενε ότι η δεύτερη θέση θα ερχόταν σχεδόν νομοτελειακά λόγω της ανόδου των δικών του ποσοστών και της πτώσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε το ένα έγινε, ούτε το άλλο. Ο Στέφανος Κασσελάκης ανέκαμψε μετά την επιτυχή αντιμετώπιση της αμφισβήτησης του στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ δείχνει να στερείται των δεξαμενών που θα του επέτρεπαν ένα εκλογικό άλμα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι την επομένη των εκλογών προτίθεται να αναλάβει πρωτοβουλία για την ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου. Μια τέτοια κίνηση προϋποθέτει να είναι το ΠαΣοΚ δεύτερο κόμμα στις εκλογές κάτι που δεν αποκλείουν, δημοσκόποι και πολιτικοί αναλυτές.
Η πρωτοβουλία αυτή μπορεί να αναληφθεί χωρίς να έχει χάσει κάτι απο την αξία και τη δυναμική της στην περίπτωση που το ΠαΣοΚ, είναι τρίτο κόμμα να έχει ανεβάσει τα ποσοστά του σε σχέση με τις εθνικές εκλογές και η διαφορά με τον ΣΥΡΙZA να μην υπερβαίνει τις 2 ποσοστιαίες μονάδες. Σε μια τέτοια περίπτωση ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ θα μπορέσει να κάνει το κάλεσμα που θέλει στη Νέα Αριστερά (με την οποία υπάρχουν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας) αλλά και στη βάση και στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούν ότι ο κ. Κασσελάκης έχει σκοπό να φτιάξει ένα κόμμα που δεν θα θυμίζει αριστερά. Θα μπορέσει τότε να θέσει πιο έντονα το δίλλημα που ήδη έχει βάλει στο τραπέζι αν δηλαδή ο ίδιος ή ο Κασσελάκης είναι το πρόσωπο που μπορεί να ηγηθεί της προσπάθειας ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς.
Υπάρχει και το λεγόμενο «κακό σενάριο». Να είναι το ΠαΣοΚ τρίτο κόμμα με ποσοστό που θα κινείται κοντά σε αυτό των εθνικών εκλογών και ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι δεύτερος έχοντας μια διαφορά μεγαλύτερη των 25,-3 μονάδων. Στην περίπτωση αυτή ο κ. Ανδρουλάκης δεν θα έχει να διαχειριστεί το μέλλον της κεντροαριστεράς αλλά τις αναταράξεις που θα προκληθούν στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ; Θα υπάρξει ευθεία αμφισβήτηση της ηγεσίας του; Θα επιλέξει ο ίδιος την αναβάπτιση του στήνοντας νέες εσωκομματικές κάλπες; Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από την ένταση της αμφισβήτησης και από το αν αυτή εκφραστεί μέσω προσώπου η προσώπων που θα εκτιμήσουν ότι μπορεί να αναδειχθούν νικητές μέσα από την διαδικασία ψηφοφορίας στη βάση.
Ο τρίτος δρόμος της Κεντροαριστεράς
Το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν υπάρχει, όπως λέγεται, τρίτος δρόμος προς την πρόοδο. Αν δηλαδή η ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς επιχειρηθεί από ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο θα καταφέρει να ενώσει τα κομμάτια της και να αναδειχθεί στην ηγεσία της μέσα από ένα bing bang το οποίο θα σηματοδοτηθεί με το στήσιμο κάλπης στην οποία θα κληθούν να πάρουν μέρος οι πολίτες που ψηφίζουν τα κόμματα του χώρου.
Οι συζητήσεις αυτές αναζωπυρώθηκαν τις τελευταίες ημέρες και συνοδεύονται από διάφορα σενάρια ένα από τα οποία εμφανίζει τον Αλέξη Τσίπρα σε συνεννόηση με τον Γιώργο Παπανδρέου να λαμβάνει μέρος σε μια τέτοια διαδικασία. Πρόκειται, μάλλον, για ένα από τα γνωστά σενάρια πολιτικής φαντασίας. Πρώτον, διότι στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη «συμφωνία» των δύο πρώην πρωθυπουργών η οποία φαίνεται να υπάρχει, οι συνεργάτες του κ. Παπανδρέου αντιμετωπίζουν με τρόπο απαξιωτικό το σενάριο αυτό. Και δεύτερον γιατί ο κ. Τσίπρας, όπως επισημαίνεται, δεν διαθέτει το πολιτικό κεφάλαιο που θα του επέτρεπε να ηγηθεί του χώρου και να τον οδηγήσει ξανά στην διακυβέρνηση της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών ειδικά στην περίπτωση που τα ποσοστά των κομμάτων της κεντροαριστεράς υπολείπονται του ποσοστού που θα λάβει η ΝΔ, οι εξελίξεις θα τρέξουν με ρυθμούς γρήγορους. Μένει να δούμε προς ποιά κατεύθυνση.