Κάθε (νέα) εκλογική μάχη είναι μια πολυπαραγοντική εξίσωση με άγνωστους Χ, αλλά κυρίως δεδομένες συνιστώσες. Το ποσοστό αποχής θεωρείται ανέκαθεν παράγοντας επηρεασμού κι -ως ένα σημείο τουλάχιστον- διαμόρφωσης του τελικού αποτελέσματος. Ανάλογα, δυναμικό, ρόλο υπολογίζεται από τα κόμματα πως θα κατέχει στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου.
Γι’ αρχή θα πρέπει να διευκρινιστεί η εξέλιξη της αποχής ως εδώ.
Στις κάλπες που έχουν στηθεί για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντός του 21ου αιώνα, αφότου δηλαδή άρχισε η σταθερή πτώση μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών, παρατηρείται πως η αποχή δεν ανέβηκε ποτέ πάνω από το 47,37% (2009).
Πώς έχει κυμανθεί η αποχή από το 2004
Παρότι δεν θα ήταν παράξενο το εκλογικό σώμα να μην προσέρχεται με ζέση στα τμήματα δεδομένου πως η ψήφος αφορά την Ευρώπη κι όχι τόσο το εγχώριο καθεστώς, η έγνοια του παρέμεινε σε ικανοποιητικά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό πως στη δεκαπενταετία μεταξύ του 2004 και του 2019, η απώλεια ήταν μικρότερη του 5%.
Σε απόλυτους αριθμούς στις Ευρωεκλογές του 2004 ψήφισε το 63,22% των εγγεγραμμένων, το 2014 το 59,33% αυτών και το 2019 το 58,69%.
Δεδομένου πως το 2009 η συμμετοχή ήταν οριακά πάνω από το 50% (52,63%) και τις επόμενες δύο φορές προσέγγισε το όριο του 60%, δημιουργείται αναπόφευκτα η αίσθηση πως αυξήθηκε η δυναμική. Αναμφίβολα η απόφαση για σταυροδοσία έναντι λίστας χάρισε στις Ευρωεκλογές την αμεσότητα που έλειπε έναντι των υπόλοιπων αντίστοιχων διαδικασιών (βουλευτικές, αυτοδιοικητικές).
Ταυτόχρονα όμως οι αριθμοί παραπλανούν. Διότι οι Ευρωεκλογές του 2014 συνέπεσαν με το β’ γύρο των Δημοτικών – Περιφερειακών ανά τη χώρα και οι Ευρωεκλογές του 2019 με τον α’ γύρο αυτών. Άρα ο ψηφοφόρος, προσερχόμενος για να επιλέξει τοπικούς άρχοντες και συμβούλους με τους οποίους ως επί το πλείστον διατηρεί στενή σχέση, έριχνε φάκελο και στην κάλπη που είχε στηθεί παράλληλα για το Ευρωκοινοβούλιο.
Η αποχή θα υπερτερεί της συμμετοχής
Εκ του παραπάνω προκύπτει πως το κλάσμα συμμετοχή/αποχή θα διαφέρει πολύ συγκριτικά με τις προηγούμενες δύο φορές. Σε επικοινωνία μας με τον Γιώργο Τράπαλη, αναλυτή δεδομένων στην Good Affairs και συνεργάτη του Βήματος, μάς επισημάνθηκε πως «η συμμετοχή δύσκολα θα ξεπεράσει το 45%». Ως μια συνέχεια του 53,74% στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου.
Κατά την εκτίμησή του μάλιστα ούτε η υιοθέτηση της επιστολικής ψήφου είναι δυνατόν ν’ ανατρέψει τον συσχετισμό από τη στιγμή που «έχουμε παρατηρήσει πως η συμμετοχή είναι εντελώς αναλογική». Ως εκ τούτου αυτή η ισορροπία μάλλον δεν θ’ ανατραπεί όσο κι αν ψηφίσουν, εν τέλει, εξ αποστάσεως.
Σε κάθε περίπτωση πάντως τα κόμματα έχουν χαράξει τη δική τους στρατηγική για την αποχή κι ανάλογα πράττουν ως τώρα στις προεκλογικές καμπάνιες τους.
Γιατί «ξορκίζει» την αποχή ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Φερ’ ειπείν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει περιγράψει πολλάκις ως «μεγάλο κίνδυνο» την αποχή. Τις τελευταίες ημέρες επανέλαβε το ίδιο αφήγημα τόσο στα Γιαννιτσά όσο και στα Σέρβια Κοζάνης, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν θα γυρίσει την πλάτη και θα προσέλθει μαζικά στις κάλπες στηρίζοντας τη δημοκρατία.
Εκ των πραγμάτων προκύπτει πως ο πρωθυπουργός και συνολικά η Νέα Δημοκρατία ως κυβερνών κόμμα αντιμετωπίζουν τις Ευρωεκλογές ως μια ευκαιρία για επανεπιβεβαίωση της κυριαρχίας του στο πολιτικό σκηνικό ένα χρόνο μετά τη σαρωτική νίκη τους Μάιο και Ιούνιο. Όπως πάντως διεμήνυσε ο συνομιλητής μας «αυτό που φαίνεται να επιδιώκει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι να συγκρατήσει την αποχή των δικών του ψηφοφόρων».
Γνωρίζει ότι απώλειες θα εμφανίσει η ΝΔ, ως αποτέλεσμα αποδοκιμασίας για την πολιτική της, καθώς το υψηλό 41% το εισέπραξε από διάφορες πτέρυγες του εκλογικού σώματος που μετακινούνται. Το ζητούμενο ωστόσο για τον ίδιο είναι να εξασφαλίσει πως δεν αμφισβητείται από την πλειοψηφία, κρίνοντας κατά τις εκτιμήσεις πως «όσοι εξ εκείνων που δηλώνουν πως θα απέχουν θα τον προτιμήσουν εκ νέου ως τη σταθερότερη επιλογή διακυβέρνησης». Όπως δηλαδή τον επιβράβευσαν το 2023.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κυνηγά τους «απέχοντες» της ΝΔ
Ανάλογη ρητορική βέβαια χρησιμοποιεί και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ζητά από το εκλογικό σώμα να μην αγνοήσει τη διαδικασία και να διαμορφώσει ανάλογα το αποτέλεσμα, τιμωρώντας τη Νέα Δημοκρατία.
Εκ του ρεπορτάζ προκύπτει πως η ηγεσία του Κουμουνδούρου ποντάρει στους απογοητευμένους της κυβέρνησης, ψηφοφόρους του κεντρώου χώρου που κινούνται ακόμη και στα όρια της κεντροδεξιάς. Θα ήθελε, οπότε, να τους δει ν’ ασκούν το δικαίωμά τους ευελπιστώντας ότι θα προτιμήσουν την πρώτη εναλλακτική που έχουν μπροστά τους. Μόνο μέσω μιας τέτοιας επαλήθευσης, άλλωστε, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι εφικτό να υπερβεί το 20%, στο οποίο αρχίζει δειλά-δειλά να θέτει τον πήχη.
«Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν τη σιγουριά της ψήφου», επισημαίνει ο κ. Τράπαλης εξηγώντας ότι «η όλη προσωποκεντρική εικόνα που προβάλλει ο Στέφανος Κασσελάκης μοιάζει ξένη σ’ εκείνα τα κοινά που δεν φαίνεται ν’ απασχολούν πια το κόμμα του» ύστερα κι από την αλλαγή κατεύθυνσης που προοδευτικά επιχειρείται, ιδίως μετά το Συνέδριο. Γι’ αυτό και «δεν τον ενδιαφέρει τόσο η συσπείρωση».
Κατά τον αναλυτή δεδομένων στην Good Affairs, ο ΣΥΡΙΖΑ κυνηγά τους ψηφοφόρους που διάλεξαν Νέα Δημοκρατία στις εθνικές εκλογές.
Πώς επηρεάζει το ΠαΣοΚ η αποχή
Εν αντιθέσει δηλαδή με το ΠαΣοΚ που δεν δείχνει να τους πείθει ως δευτερεύουσα επιλογή. Ίσως γι’ αυτό το περιβάλλον της Χαριλάου Τρικούπη εκτιμά πως η αποχή δεν επιδρά, θετικά ή αρνητικά, στο δικό της συνολικό ποσοστό.
«Η πρώτη γραμμή ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ είναι πιθανόν ισχυρότερη του ΣΥΡΙΖΑ» υπογραμμίζει ο Γιώργος Τράπαλης επιβεβαιώνοντας το υψηλό ποσοστό συσπείρωσης των ψηφοφόρων του άλλοτε κραταιού κόμματος. Διευκρινίζει την ίδια ώρα όμως ότι «αυτό δεν αρκεί» όσο δεν είναι προσελκύει άλλα κοινά και δεν «αλιεύει» ψήφους από παράπλευρες δεξαμενές.
«Αν ίσχυε αυτό, θα έπρεπε το ΚΚΕ να παρουσιάζει διαρκή άνοδο στην εκλογική δύναμή του» εξηγεί ο κ. Τράπαλης. Κάτι που, όπως εκ του αποτελέσματος, δεν συμβαίνει παρά την πιστή και δομημένη βάση που παραδοσιακά έχει το κόμμα του Περισσού.
Η σχέση αποχής – μικρών κομμάτων
Οδεύοντας όλο και χαμηλότερα στην «ιεραρχία» της κομματικής πυραμίδας τόσο φαίνεται, όπως υπογραμμίζει ο αναλυτής μας, πως η αυξημένη αποχή αδυνατίζει τα ποσοστά των «μικρών». Σ’ αυτήν τη συνθήκη δηλαδή δυσκολεύει την προσπάθεια που κάνουν για την εκλογή ευρωβουλευτή.
Είναι ένα συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός πως «όσοι έχουν όντως αποφασίσει να προσέλθουν στις κάλπες επιλέγουν στην πλειονότητά τους ένα πιο δημοφιλή και στιβαρό σχηματισμό». Πηγαίνουν για να ψηφίσουν στοχευμένα. Αντιθέτως απέχουν κατά κύριο λόγο οι «χαλαροί ψηφοφόροι» – όσοι δηλαδή δεν ενδιαφέρονται τόσο θα επέλεγαν κάτι άλλο, εφόσον προσέρχονταν στα τμήματα.
Εντός αυτού του πλαισίου συσχετισμών στους πρώτους ορόφους της «πολυκατοικίας», θα έχει ενδιαφέρον να διαφανεί πού εν τέλει θα κατευθυνθεί το ποσοστό των Σπαρτιατών. Αν δηλαδή θα καταλήξει αυτούσιο στους Πατριώτες που στηρίζονται από τον έγκλειστο Ηλία Κασιδιάρη, αν θα καρπωθούν κέρδη άλλοι σχηματισμοί (Ελληνική Λύση, ΝΙΚΗ, Φωνή Λογικής) ή μέρος του θα καταλήξει στον κάδο της αποχής.
Πόσο επιδραστική εν τέλει είναι η αποχή;
Ομολογουμένως και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι με τα χρόνια η ιδεολογική σχέση ψηφοφόρου – κόμματος έχει εξασθενήσει και τα πολιτικοποιημένα κοινά έχουν εκλείψει σε μεγάλο βαθμό για διάφορους λόγους που χρήζουν εκτεταμένης ανάλυσης, η ψήφος έχει αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που έχουν ως συνέπεια τη γενική ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού.
Απλώς όπως συμπερασματικά καταλήγει ο κ. Τράπαλης «η αποχή δεν μοιάζει να είναι ευνοϊκή για το ένα ή το άλλο κόμμα. Περισσότερο αναλογική καταλήγει να μετριέται η επίδρασή της».