Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.

Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών, των μαρτύρων και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.

Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Σπιτικό γλέντι

Τα αντικείμενα στο σπίτι του οινοπώλη Γρηγόρη Λέζα στο Χαρβάτι (σημερινή Παλλήνη) έμειναν για πάνω από έναν χρόνο αμετακίνητα, ακριβώς όπως ήταν το μοιραίο βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου 1956.

Τη νύχτα εκείνη μια παρέα αντρών είχε στήσει ένα αυτοσχέδιο μικρό γλέντι στο κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού του Λέζα.

Εκτός του οικοδεσπότη, παρόντες στο γλέντι είναι πέντε ακόμα άνδρες. Οι Μάρκος Μπακόπουλος, Γ. Μπακιρτζής,  Χ. Φτέρης, Χ. Μαράτος και ο ιερέας Αβαρικιώτης.

Στα μέσα δωμάτια του σπιτιού βρίσκονται η γυναίκα του Λέζα και η νεαρή τους κόρη, Κυριακή. Στο δωμάτιο που βρίσκεται η Κυριακή υπάρχει τζάκι και από πάνω του κρεμασμένη μια κυνηγετική δίκαννη καραμπίνα.

Όλα πήγαιναν καλά. Κάποιος πίνει στο τραπέζι, άλλος στο ντιβάνι, άλλοι περιφέρονται και ο Μπακιρτζής χορεύει.

Ξαφνικά, από το μέσα δωμάτιο, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Ύστερα η κραυγή της νεαρής Κυριακής:

«Mαμά, εσκότωσαν τον κυρ-Μάρκο!» 

Ο Μπακόπουλος, μεταξύ των δύο δωματίων,  βρίσκεται αιμόφυρτος στο πάτωμα. Ελάχιστες στιγμές αργότερα, θα καταλήξει.

«Τρέξαμε στο δωμάτιο όπου κτυπήθηκε ο Μπακόπουλος» θα καταθέσει αργότερα ο Μπακιρτζής.

«Τον ρώτησα ποιος τον επυροβόλησε αλλά δεν μου απήντησε γιατί βρισκόταν σε αφασία.

»Ο Φτέρης έκλαιγε και φώναζε:  “Αχ τι έπαθε ο Μάρκος. Πώς θα το πω στο σπίτι του”. (…)

»Άκουσα τον παπά να λέη στον Λέζα: “Βρε ευλογημένε γεμάτο το είχε το όπλο;”.

O Λέζας του απάντησε: “Δεν τ’ αφήνετε αυτά. Ήλθατε σπίτι μου και σκοτωθήκατε.”»

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.11.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Ένας κατηγορούμενος πολλά σενάρια

Τα σενάρια για τον θάνατο του Μπακόπουλου ήταν εξαρχής πολλά. Ανάμεσα σε αυτά ακόμα και το σενάριο της αυτοκτονίας.

Τελικά, ύστερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και μια πρώτη αυτοψία στον τόπο του εγκλήματος, βασικός ύποπτος και εν τέλει κατηγορούμενος και προφυλακισθείς κρίθηκε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και της κυνηγετικής καραμπίνας, Γρηγόρης Λέζας.

Ποιο όμως ήταν το κίνητρο του Λέζα;

Γιατί να θέλει τον Μπακόπουλο νεκρό;

Εκφράστηκε η θεωρία ότι ο Μπακόπουλος, ενώ οι υπόλοιποι γλεντούσαν, έφυγε από το δωμάτιο του γλεντιού, μπήκε στο δωμάτιο που βρισκόταν η νεαρή Κυριακή, την παρενόχλησε και ακριβώς επειδή ο Λέζας αντιλήφθηκε την πράξη αυτή,  ξεκρέμασε την καραμπίνα και τον πυροβόλησε.

Ο κατηγορούμενος από την πλευρά του δήλωνε εξαρχής αθώος, δηλώνοντας πως ο Φτέρης ήταν αυτός που σκότωσε τον Μπακόπουλο κατά λάθος.

Ο Φτέρης  υποστήριζε, χωρίς να δηλώνει απόλυτη σιγουριά, ότι τον Μπακόπουλο τον είχε φονεύσει ο Λέζας. Παράλληλα άφηνε υπόνοιες ότι το θύμα ενδεχομένως και να είχε παρενοχλήσει την κόρη του κατηγορούμενου.

Μεταξύ άλλων κατέθεσε:

«Αι κινήσεις του Μπακόπουλου έδειχναν ότι είχε κάποιαν γνωριμίαν με τον Λέζα και την οικογένειάν του. Τον άκουσα σε μια στιγμή να λέη στην κόρη του Λέζα: “Βάλε τα καλά σερβίτσια γιατί θέλω να περιποιηθώ τους φίλους μου”.

»Στο δωμάτιο όπου ευρίσκετο η Κυριακή επήγα μια φορά για να ζεσταθώ. (…) Ο Μπακόπουλος έμπαινε τακτικά. (…) Ο Λέζας πιστεύω ότι τον εσκότωσε. Ίσως ο Μπακόπουλος να επείραξε την Κυριακή και αυτό να υπήρξε η αφορμή του φόνου».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.1.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η δίκη

Ο Λέζας παρέμεινε προφυλακισμένος για σχεδόν έναν χρόνο. Τον Νοέβριο του 1956, η δίκη του ξεκίνησε και ύστερα από διακοπή κάποιων εβδομάδων, συνεχίστηκε στα μέσα Ιανουαρίου του 1957.

Οι μάρτυρες, όμως, που παρουσιάστηκαν στο Α’ Κακουργιοδικείο Αθηνών, περισσότερο περιέπλεκαν την κατάσταση παρά συνέβαλαν στην επίλυση του μυστηρίου.

Δεν ήταν καν σίγουροι για το αν ο κατηγορούμενος Λέζας την ώρα του πυροβολισμού ήταν μαζί τους ή σε άλλο δωμάτιο αλλά ούτε και για άλλα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το δικαστήριο σε σίγουρα συμπεράσματα.

Στην αβεβαιότητά τους αυτή είχαν σίγουρα παίξει ρόλο και οι αρκετές οκάδες κρασί που είχαν καταναλώσει κατά τη διάρκεια του γλεντιού τη μοιραία εκείνη νύχτα.

Ώσπου στο βήμα των μαρτύρων βρέθηκε η Κυριακή Λέζα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.1.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η κατάθεση της Κυριακής

«Εγώ εκείνο το βράδυ έρραβα. Κοντά μου ήταν και ο Γιωργάκης. (σ.σ. ο παραγιός του Λέζα, παιδί για τα θελήματα στην ταβέρνα του). Σε μια στιγμή ήρθε ο Μαράτος και του είπε να φέρη νερό. Ήλθε επίσης και ο Φτέρης, ο οποίος εκάθησε κοντά στο τζάκι.

»Ο Φτέρης μόλις έφυγε ο Μαράτος σηκώθηκε, ξεκρέμασε το όπλο από το τζάκι και το περιεργαζόταν. Ύστερα εσήκωσε τους “κοκόρους”.

»Mόλις τον είδα του φώναξα “μη – μη”».

Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε το μπαμ και ο Μπακόπουλος βρέθηκε στο δάπεδο.

»Έτρεξα στην μητέρα μου και της είπα: “Mαμά, εσκότωσαν τον κυρ Μάρκο”.

»Ο πατέρας μου ήταν στο δωμάτιο της διασκεδάσεως. Εγώ παρέμεινα στο κουζινάκι μετά τον φόνον. Ενώ καθόμουν ήλθε ο παπάς, ο οποίος μου είπε: “Μη πης τίποτα. Ο σατανάς έβαλε απόψε το χέρι του”.

»Επίσης μου συνέστησε να πω ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας “για να σώσουμε λέει τον άνθρωπο”».

Ιατροδικαστικές εκθέσεις

Οι ιατροδικαστές συμφώνησαν, πως αν και δεν θα μπορούσε να είχε ορατότητα ο Φτέρης από τη θέση που βρισκόταν στο δωμάτιο με το τζάκι, τα σκάγια θα μπορούσαν να χτυπήσουν το θύμα «εξ’ αποστρακισμού».

«Συνεφώνησαν ότι ήτο δυνατόν εντός του δωματίου όπου διεσκέδαζαν οι θαμώνες να φθάσουν σκάγια, καθώς και διά την θέσιν του φονευθέντος, τον οποίον τοποθέτησαν εις την πόρταν του χωλ.

(…)

»Ως προέκυψεν εκ της αυτοψίας, ο φονευθείς έπεσεν μπρούμυτα, ο πρώτος δε που τον έπιασε ημιθανή ακόμη ήταν ο Φτέρης».

Η μαρτυρία του γιατρού

Λίγα λεπτά μετά τον πυροβολισμό, στο σημείο του φόνου φτάνει ο γιατρός Χατζησταύρου που είχε ειδοποιηθεί από την Κυριακή Λέζα.

«Με επλησίασε ο Λέζας και μου είπε: “Tι ήταν το κακό που μας βρήκε;”. Άκουσα τον Φτέρη να λέη: “Εδώ βρέθηκε να αυτοκτονήση;”.

»Μου φάνηκε περίεργο πώς ήτο δυνατόν να αυτοκτονήση ο Μπακόπουλος εφ’ όσον είχε το δεξί χέρι στην τσέπη. Του είπα αμέσως ότι δεν επρόκειτο περί αυτοκτονίας, αλλά περί εγκλήματος.

»Τότε είδα τον Φτέρη να κιτρινίζη και να με ρωτά με αγωνία εάν θα εσώζετο. Ήταν ένα ράκος. Έτρεμε ολόκληρος και μόνον που δεν μου είπε ότι αυτός τον σκότωσε».

Ο εισαγγελέας

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο εισαγγελέας, «ο οποίος αφού εζήτησε την αποκατάστασιν του κατηγορουμένου Λέζα, υποστήριξεν ότι τον φόνον διέπραξεν εξ’ αμελείας ο Φτέρης.

«Βάλτε το χέρι στην καρδία σας, κ. ένορκοι και αποφασίσατε. Ο Φτέρης, αδαής περί τα όπλα, περιειργάσθη το όπλο του Λέζα και χωρίς να το καταλάβη έρριψε τον πυροβολισμό. Είναι ένας καθαρώς εξ’ αμελείας φόνος, χωρίς αίτια.  Εν συνεχεία ο Φτέρης έρριψε την ιδέαν της αυτοκτονίας, την οποίαν εκαλλιέργησεν ο ιερεύς».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.1.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η απόφαση

Οι ένορκοι δεν χρειάστηκαν παραπάνω από μία ώρα για να βγάλουν την ομόφωνη απόφασή τους.

Ο Λέζας ήταν αθώος. Λίγες ώρες μετά αποφυλακίστηκε.

Για κάποιες ημέρες η κοινή γνώμη συνέχισε να ασχολείται με την υπόθεση και να αναρωτιέται για το ποιος τελικά είχε σκοτώσει τον Μπακόπουλο.

Μάλιστα, ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Αθηνών ζήτησε τα πρακτικά της δίκης για να εξεταστεί αν προκύπτουν «σαφή στοιχεία επιβαρύνοντα άλλο πρόσωπον».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.1.1957, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Κάτι τέτοιο δεν προέκυψε.

Λίγες εβδομάδες μετά ο φόνος στο Χαρβάτι είχε πλέον ξεχαστεί και είχε πάψει πια να απασχολεί την επικαιρότητα.