Η πολιτική στην Ευρώπη την τρέχουσα περίοδο έχει μια παράδοξη ποιότητα. Οι Ευρωπαίοι προσέρχονται στις κάλπες τον επόμενο μήνα για να ψηφίσουν σε μια εκλογική αναμέτρηση που είναι και σημαντική αλλά και χωρίς νόημα για την ανάδειξη νομοθετικού σώματος, το οποίο έχει ταυτόχρονα και επιρροή και έλλειψη ισχύος. Αυτό είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι ευρωεκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου είναι ένας γενικά χαμηλής συμμετοχής «περίπατος» σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές κάθε χώρας, όμως το τεράστιο εύρος της ΕΕ υποδηλώνει ότι η συγκεκριμένη ψηφοφορία παραμένει μία από τις μεγαλύτερες δημοκρατικές διαδικασίες στον κόσμο. Περίπου 198 εκατομμύρια ψηφοδέλτια εισήλθαν στην κάλπη στις ευρωεκλογές του 2019, σε σύγκριση με τις περίπου 158 εκατομμύρια ψήφους στις προεδρικές εκλογές της Αμερικής το 2020, τις 168 εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές στην Ινδονησία τη φετινή άνοιξη και τις 120 εκατομμύρια ψήφους στη Βραζιλία το 2022.
Οι Ευρωπαίοι τον επόμενο μήνα θα εκλέξουν τα 720 μέλη του νομοθετικού σώματος, που αποτελούν το ένα τρίτο της κυβερνητικής δομής της ΕΕ, τα άλλα δύο τμήματα είναι οι γραφειοκράτες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι αρχηγοί των εθνικών κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ποιες εξουσίες θα ασκήσουν αυτοί οι νομοθέτες;
Τυπικά, πολλές. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει να εγκρίνει κάθε νέο νομοθετικό έργο μαζί με τα άλλα δύο τμήματα, και έχει εξελίξει την αποτελεσματικότητά του στην πάροδο των χρόνων στη δημιουργία νομοθεσίας αλλά και στην παρεμπόδιση ιδεών που προτείνονται από τα άλλα δύο τμήματα που δεν αρέσουν στους νομοθέτες. Το Κοινοβούλιο εκλέγει επίσης τον πρόεδρο της Επιτροπής, ο οποίος γίνεται η πιο εξέχουσα προσωπικότητα στην πολιτική της ΕΕ.
Στην πράξη αυτό εξαρτάται από άλλες προϋποθέσεις. Οι εθνικοί ηγέτες διατηρούν το δικαίωμα ατομικών βέτο σε πολλές αποφάσεις, που σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο μπορεί να κυβερνήσει μόνο με την ομόφωνη συγκατάθεση των υπόλοιπων πολιτικών. Η θέσπιση νόμων παραμένει ζήτημα διαπραγμάτευσης εντός του Συμβουλίου και όχι διαδικασία διαμόρφωσης συναίνεσης μεταξύ της πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου και της πλειοψηφίας του Συμβουλίου.
Το ίδιο και ο διορισμός προέδρου της Επιτροπής. Η Ευρώπη φλερτάρει κατά περιόδους με την καθιέρωση ενός συστήματος «πρωταγωνιστών υποψηφίων», με βάση το οποίο ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος στο νεοεκλεγμένο Κοινοβούλιο θα γίνει επικεφαλής της Κομισιόν, μια θεσμική θέση που έχει ομοιότητες με αυτή του πρωθυπουργού. Ένα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε εν τέλει να προκύψει και να ενισχύσει την υπόσταση της Επιτροπής σε θέματα νομιμότητας και λογοδοσίας. Προς το παρόν, όμως, οι πρόεδροι επιβάλλονται σε ένα (άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο) πρόθυμο Κοινοβούλιο μετά από παζάρια μεταξύ εθνικών προέδρων και πρωθυπουργών.
Το μείζον θέμα είναι ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει θεσμική αίσθηση του εαυτού του. Οι νομοθέτες διεξάγουν εκστρατεία ως μέλη των πολιτικών κομμάτων της χώρας τους. Τα ευρωπαϊκά «κόμματα» δεν είναι τίποτα παραπάνω από συνασπισμοί εθνικών κομμάτων με κοινή ιδεολογία από την στιγμή που θα αφιχθούν στις Βρυξέλλες και στην έτερη έδρα του Κοινοβουλίου, στο Στρασβούργο της Γαλλίας.
Οι νομοθέτες είναι υπόχρεοι στους ηγέτες των κομμάτων στην πατρίδα τους, ειδικά εάν έχουν φιλοδοξίες στην εθνική πολιτική. Είναι λες και ο Ρον ΝτεΣάντις κινεί τα νήματα πίσω από κάθε Ρεπουμπλικανό, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ από τη Φλόριντα, ενώ ο Γκάβιν Νιούσομ κατευθύνει τους Δημοκρατικούς της Καλιφόρνιας. Στο πλαίσιο ενός δισεπίλυτου γρίφου, η κατάσταση αυτή συνιστά ταυτόχρονα την αιτία αλλά και τη συνέπεια ενός ευρωπαϊκού κατακερματισμού, σε βαθμό που είναι πιο δύσκολο να μιλήσει κανείς για «Ευρωπαϊκή» κοινή γνώμη και πολιτική απ’ ότι για την εθνική κοινή γνώμη και πολιτική.
Η αντίληψη ότι αυτές οι δυνάμεις παράγουν ένα ανίσχυρο νομοθετικό σώμα οδηγεί παραδοσιακά τους Ευρωπαίους να υποθέτουν ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι άνευ νοήματος. Κατ’ επέκταση οι ψηφοφόροι χρησιμοποιούν τις εκλογές προκειμένου να στέλνουν μηνύματα αντί να διαμορφώνουν πολιτικά αποτελέσματα και οι εκλογές γίνονται συνήθως πεδίο αντιπαράθεσης για τα κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς. Αυτό μας οδηγεί πίσω στο δίλημμα: Είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναποτελεσματικό επειδή έχει γεμίσει με περιθωριακούς πολιτικούς ή μήπως επιβαρύνεται με περιθωριακούς πολιτικούς επειδή είναι αναποτελεσματικό;
Ωστόσο, η φετινή ψηφοφορία μπορεί να έχει σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου αντιλαμβάνονται καλύτερα την άσκηση των εξουσιών τους. Μετά τις εκλογές του 2019, ηγέτες εθνικών κυβερνήσεων στο Συμβούλιο ματαίωσαν το σχέδιο του Κοινοβουλίου να τοποθετήσει τον αρχηγό της μεγαλύτερης κομματικής του ομάδας (τον Μάνφρεντ Βέμπερ του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) επικεφαλής της Επιτροπής. Ωστόσο, οι νομοθέτες απέσπασαν πολιτικές παραχωρήσεις ως αντίτιμο στην – με μικρή διαφορά – έγκριση της πρότασης της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία είχε θέσει ως προτιμώμενη επιλογή την τότε Καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ.
Οι επιπτώσεις φέτος θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα σημαντικές ακριβώς εξαιτίας αυτής της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την εθνική πολιτική σε τοπικό επίπεδο. Πρωτεύον ζήτημα είναι η μετανάστευση, η οποία αναμένεται να οδηγήσει πολλούς ψηφοφόρους προς τα κόμματα διαμαρτυρίας. Η παρουσία νομοθετών αυτών των αντιλήψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενδεχομένως να μετατοπίσει τη συζήτηση για τις πρακτικές σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο για τον περιορισμό των προσφυγικών εισροών, ενώ ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να τρομάξει τις εθνικές κυβερνήσεις και να τις ωθήσει να προβούν σε σκληρότερες πολιτικές σε σχέση με ζητήματα, όπως είναι η κοινωνική πρόνοια για τους μετανάστες και η απέλαση όσων εισέρχονται παράνομα.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι Γερμανοί σχολιαστές παρατήρησαν ετεροχρονισμένα ότι τα εθνικά κόμματα που αντιτίθενται στην επιβεβλημένη στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα είναι πιθανό να είναι οι μεγάλοι νικητές στις εκλογές της Γερμανίας για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. To μήνυμα αυτό από τη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ ενδεχομένως να αναγκάσει τις Βρυξέλλες να υποστηρίξουν τις μεγάλες φιλοδοξίες της ΕΕ για το κλίμα, μια ανατροπή που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εν μέσω φόβων της κας φον ντερ Λάιεν για ένα ντροπιαστικό εκλογικό αποτέλεσμα τον Ιούνιο. Ένα παρόμοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε επίσης να ωθήσει το Βερολίνο σε ανάλογες ενέργειες.
Το ζήτημα συνιστά μια υπενθύμιση ότι οι εκλογές έχουν συνέπειες, ακόμη και στην ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μαθαίνουν ότι αγνοούν τις ψήφους διατρέχοντας κινδύνους, και αυτή η συνειδητοποίηση αποτελεί μια καλή υπόμνηση και για εμάς τους υπόλοιπους.