Ζούγκλα από ζούγκλα διαφέρει. Άλλο ηχοτοπίο, άλλες μυρωδιές, άλλες εικόνες. Το μόνο κοινό; Τα θεριά.
Το δεύτερο επεισόδιο του «Maestro» βρίσκει την Κλέλια και τον Αντώνη στην τσιμεντένια ζούγκλα της Αθήνας. Στην πρεμιέρα του δεύτερου κύκλου της επιτυχημένης σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη τους είδαμε με να φεύγουν άρον άρον από το μικρό πανέμορφο νησί τους αναζητώντας καταφύγιο μακριά από το τραύμα που τους άφησε η δολοφονία του Χαράλαμπου, μακριά από την ψυχρή λογική του διεφθαρμένου πατέρα τους και την δειλή παθητική στάση της μητέρας τους. Όμως, η ασφάλεια που μπορεί να τους προσφέρει η μεγαλούπολη έχει κι αυτή το τίμημά της.
Με τη βοήθεια του Θάνου, η Κλέλια προσπαθεί να αφομοιώσει τη νέα της πραγματικότητα και να αφομοιωθεί. Όλες αυτές οι νέες δυνατότητες που θεωρητικά μπορεί να της παρέχει η Αθήνα τη μια στιγμή τη γοητεύουν και την αμέσως επόμενη την τρομοκρατούν. Όμως, όσο κι αν όλα γύρω της μοιάζουν πελώρια και τρομακτικά, μετά από μήνες, όπως την ακούμε την ίδια να λέει σε voice over, δεν γίνεται πια να αναβάλει το όνειρό της.
Ο καθείς και οι δαίμονές του
Παρόλο που αυτό την φέρνει επικίνδυνα κοντά και πάλι στον Ορέστη, η Κλέλια κάνει αίτηση στο Ωδείο Αθηνών οπού εκείνος διδάσκει. Προσπαθεί όσο γίνεται να μην διασταυρώνονται οι δρόμοι τους. Όμως, όσο να ’ναι, κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εφικτό. Την πρώτη φορά που θα τον αντικρίσει – έστω κι από μακριά – θα το βάλει στα πόδια.
Ευτυχώς, θα γνωρίσει τη Ζωή, ένα συνομήλικό της κορίτσι με το οποίο μοιράζεται την ίδια αγάπη για τη μουσική. Μέσα από ανέμελες βόλτες με το μηχανάκι της νέας της φίλης στη βραδινή Αθήνα, μέσα από χορούς σε μικρά χαριτωμένα μπαράκια του κέντρου και εκ βαθέων, αλλά σε ανάλαφρο τόνο, εξομολογήσεις για πληγωμένους πρώτους έρωτες και τοξικούς γονείς, η Κλέλια αποκτά την πρώτη της κολλητή και γνωρίζει μια διαφορετική από εκείνη την αποστειρωμένη και μικρομέγαλη πλευρά της Αθήνας που της είχε δείξει ως τώρα ο Θάνος.
Κλέλια και Ζωή ξεκινούν να κάνουν πρόβες για τις εισαγωγικές τους εξετάσεις στο παλιό πιάνο ενός Ρουμάνου διακινητή που μετά τη σύλληψή του έχει ξεμείνει να μαζεύει σκόνη στο υπόγειο ενός κωλόμπαρου και, παράλληλα, κοιτούν αγγελίες για δουλειές του ποδαριού, ικανές όμως να πληρώσουν τα δίδακτρά τους. Και κάπως έτσι, η Κλέλια βρίσκει δουλειά στην υποδοχή ενός πανάκριβου εστιατορίου προκειμένου να ανταπεξέλθει.
Ο αδερφός της αδυνατεί όχι μόνο να εργαστεί, αλλά να κάνει και οτιδήποτε άλλο. Πίνει πολύ και συχνά για να ξεχάσει πως έχει σκοτώσει άνθρωπο. Τι κι αν ο Χαράλαμπος ήταν βασικά θεριό σκέτο; Το αποτέλεσμα είναι ένα. Μάταια η Κλέλια προσπαθεί να του μιλήσει, να τον πείσει να προσπαθήσει να βγει από το σπίτι.
Σε αντίθεση με εκείνην, ο Αντώνης δεν ζει ούτε στο ελάχιστο τη ζωή που φανταζόταν στην Αθήνα. Του λείπει το νησί. Του λείπει ο Σπύρος. Του λείπει ο ίδιος του ο εαυτός πριν πάρει την καραμπίνα του Χαράλαμπου στα χέρια του και τραβήξει την σκανδάλη δυο φορές. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βγει από όλο αυτό που του συμβαίνει, ξεκινά τα one night stands με ανθρώπους που γνωρίζει μέσα από dating apps.
Για την Κλέλια, το να βλέπει τον αδελφό της να χάνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν είναι εύκολο. Κουβαλά την έγνοια του νύχτα μέρα. Ομως, το μεγαλύτερο χαστούκι τελικά της έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει. Την ημέρα των εξετάσεων στο Ωδείο, η Ζωή δεν θα εμφανιστεί. Η Κλέλια, αμέσως μόλις δώσει, θα την αναζητήσει. Ο δρόμος θα την βγάλει σε μια κηδεία στο Αιγάλεω και δυστυχώς το κηδειόχαρτο θα έχει πάνω το όνομα της φίλης της.
Ο απρόσμενος θάνατος της Ζωής επηρεάζει την Κλέλια τόσο βαθιά που αδυνατεί να χαρεί όταν μαθαίνει πως έγινε δεκτή στο Ωδείο. Προτού το καταλάβει, αρχίζει να εξαρτάται συναισθηματικά ολοένα και περισσότερο από τον Θάνο, παρά τα αδιάκοπα red flags – μικρές «αθώες» προσβολές αλλά κι ολοένα πιο έντονες και εξόφθαλμες απόπειρες χειραγώγησης. Η συμπεριφορά του απέναντί της ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ φροντίδας και υποτίμησης, πράγμα που θολώνει την ήδη πολύ θολωμένη οπτική της Κλέλιας ακόμη περισσότερο. Η 19χρονη δίνει την αίσθηση ότι αρνείται να δει το ζήτημα στις σωστές διαστάσεις του. Είναι όμως τόσο ευάλωτη αυτή τη στιγμή που στην πραγματικότητα απλά δεν μπορεί να χάσει άλλον έναν άνθρωπο.
Αμέτρητες φορές ίσως να αναρωτηθήκαμε παρακολουθώντας την πρώτη σεζόν: «Μα καλά, πώς έφτασε η Μαρία να ανέχεται ένα τέρας σαν τον Χαράλαμπο;!». Η απάντηση είναι «σιγά-σιγά, λίγο-λίγο». Στην αρχή είναι ένα «αθώο» επικριτικό σχόλιο για το χρώμα ενός κραγιόν. Αργότερα, είναι μια έντονη σκηνή ζηλοτυπίας και πάει λέγοντας. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν μπλέκει τυχαία την διαδρομή και την ιστορία των δύο – κατά τα άλλα τελείως διαφορετικών μεταξύ τους – ζευγαριών. Εν δυνάμει, η Κλέλια είναι η Μαρία και ο Θάνος ο Χαράλαμπος· είναι η κάθε Μαρία και ο κάθε Χαράλαμπος. Είναι το κάθε ευάλωτο άτομο που βρέθηκε στον δρόμο ενός κακοποιητή.
Στους Παξούς ακόμη τρίβουν
Πίσω στα ζαφειρένια νερά του Ιονίου, μοιάζουν όλοι να τρίβουν το λεκέ εμμονικά για να τον εξαφανίσουν. Ο Φάνης κλασικά παριστάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα, καλύπτοντας τη μια παρανομία μετά την άλλη. Η Σοφία, ορκισμένη να μείνει το έγκλημα ανεξιχνίαστο, συγκρατεί καθημερινά τον Μιχάλη, ο οποίος μοιάζει μόνιμα έτοιμος να πει όλη την αλήθεια. Ο Σπύρος φροντίζει να βουτά σχεδόν καθημερινά στο σημείο όπου βρίσκεται ο πατέρας του για να βεβαιωθεί πως είναι ακόμα κι εκεί κι άρα εκείνος και ο Αντώνης δεν κινδυνεύουν.
Ο Χαράλαμπος, ωστόσο, συνεχίζει να στοιχειώνει κι αυτόν και, κυρίως, τον Αντώνη. Δίνει μορφή στη εσωτερική του φωνή. Οι φόβοι του ενδύονται το απεριποίητο κουφάρι του, τού μιλούν, τον συμβουλεύουν. Η Σοφία, χιλιόμετρα μακριά, διαισθάνεται ότι ο γιος της περνά δύσκολα κι ας μην το έχει μοιραστεί εκείνος μαζί της. Βασικά, κανένα από τα δύο της παιδιά δεν έχει μοιραστεί απολύτως τίποτα μαζί της εδώ και μήνες. Οι κλήσεις της μένουν για πολύ καιρό αναπάντητες.
Ούτε κι εκείνη όμως έχει μοιραστεί μαζί τους πως τίποτα στη ζωή της δεν είναι πια όπως πριν. Η Σοφία έχει εγκατασταθεί πια για τα καλά στο σπίτι του Μιχάλη. Παρόλο που έχουν και οι δυο πολλά να αντιπαλεύσουν, η μεταξύ τους σχέση τους δυναμώνει καθημερινά και τους δίνει δύναμη.
Εντωμεταξύ, στο νησί καταφθάνει ένα συνεργείο δημοσιογραφικό, πίσω από το οποίο βρίσκονται οι Ιταλοί μαφιόζοι με τους ο οποίους είναι μπλεγμένος ο Φάνης. Εκείνος, ως δήμαρχος, αναλαμβάνει να τους ξεναγήσει, να τους δείξει τις ομορφιές του και να τους μιλήσει για τη ζωή του τόπου. Στην προσπάθειά του να προβάλλει μια τέλεια εικόνα προς τα έξω, ζητά – ή μάλλον, απαιτεί – από τη Σοφία να δώσουν μια από κοινού συνέντευξη στο σπίτι τους, παριστάνοντας το ευτυχές ζευγάρι.
Οι μόνες που δεν παριστάνουν τίποτα, η Χάρις και η Μαρία, ενώνουν τις μοναξιές τους, μοιράζονται τα «βάρη» τους και προσπαθούν να διακρίνουν την μεγάλη εικόνα από τα ελάχιστα θραύσματα που έχουν στα χέρια τους. Λίγο πιο μακριά, για την ακρίβεια μιάμιση ώρα με το πλοίο της γραμμής, ο αστυνόμος Κουβάς, έχοντας σαφώς πολλά περισσότερα στοιχεία από τις δυο γυναίκες, όχι μόνο συνεχίζει την ανεπίσημη έρευνά του, αλλά δείχνει αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τον ένοχο. Οσο το νησί διαφημίζει την αστραφτερή του βιτρίνα, εκείνος ετοιμάζεται να βουτήξει στα σκοτεινότερα νερά του – εκεί όπου θάφτηκε η αλήθεια.
Maestro Podcast Β’ Κύκλος – Επεισόδιο 2
Στο δεύτερο επεισόδιο του επίσημου podcast της , οι Χριστόφορος Παπακαλιάτης συναντά τον Ορέστη Χαλκιά και συζητούν για την πρώτη συνάντηση σε μια απρόβλεπτη ακρόαση, για την άρνηση της πραγματικότητας και για την ενδοοικογενειακή βία που υπάρχουν ανάμεσα στους χαρακτήρες της σειράς αλλά και ανάμεσά μας.
Ακόμα, μοιράζονται μαζί μας πώς γυρίστηκαν οι πιο βίαιες και ρεαλιστικές σκηνές που έχει σκηνοθετήσει ποτέ ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, και αναλύουν τον τρόπο που προσεγγίζεται στη σειρά η ερωτική σχέση μεταξύ δύο νέων ανδρών. Μαζί τους ο Νίκος Πιτσιλαδής.
Για να μην χάσεις κανένα από όσα θα ακολουθήσουν, ακολούθησε το podcast Maestro στο Spotify και τα Apple Podcasts.