Η επίθεση της Χαμάς εναντίον αμάχων στο Ισραήλ ήταν από τις πλέον βάναυσες στην πρόσφατη Ιστορία.
Κι αυτό επειδή δεν επρόκειτο για ένα «τυπικό» τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά για μια επιχείρηση συστηματικών δολοφονιών και βασανιστηρίων πέρα ακόμη και από τα όρια της τυφλής εκδίκησης.
Η αντίδραση του Ισραήλ στην επίθεση και εναντίον μιας οργάνωσης που επαγγέλλεται τον πλήρη αφανισμό του ήταν αυτονόητη.
Σήμερα ωστόσο είναι σαφές πως η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει περάσει την λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει κάθε αυτονόητο δικαίωμα από την κατάχρηση ισχύος.
Με άλλα λόγια, η επιχείρηση στη Γάζα έχει εξελιχθεί σε μια υπόθεση «οφθαλμός αντί οφθαλμού» ή – σε αυτήν την περίπτωση – «άμαχος αντί αμάχου».
Η ισραηλινή ηγεσία έχει απολέσει αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε «moral high ground» και θα μπορούσε να αποδοθεί ελεύθερα ως «ηθικό πλεονέκτημα».
Πλέον, βαρύνεται με πράξεις επί του πεδίου που, κατά τον εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ο οποίος εξέδωσε και τα σχετικά εντάλματα σύλληψης, παραβιάζουν το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Η εισαγγελική ενέργεια θα τεθεί στην κρίση ανεξάρτητων δικαστών, οι οποίοι και θα κρίνουν την τύχη της.
Ανεξάρτητα όμως από το αποτέλεσμα, η ισραηλινή ηγεσία έχει ήδη υποστεί μια συντριπτική ήττα, πέρα από το ηθικό πεδίο, και σε πολιτικό επίπεδο.
Αυτό μαρτυρά και η αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης από τρεις δυτικές χώρες, καθώς και το γεγονός πως αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες ακόμη.
Οι σκληροπυρηνικοί τρομοκράτες της Χαμάς φαίνεται έτσι να πετυχαίνουν τον στόχο τους: η βαναυσότητα παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα.
Κι αυτή η εξέλιξη δεν βαρύνει ούτε το ΔΠΔ ούτε την Ιρλανδία, τη Νορβηγία, την Ισπανία ή όποιον ακολουθήσει.
Βαρύνει την ισραηλινή ηγεσία και την τυφλή πολιτική του «άμαχος αντί αμάχου».