Κάννες και πολιτική: μια σχέση διάρκειας 77 χρόνων που συμβαδίζει με τα χρόνια ύπαρξης του Φεστιβάλ Καννών. Καθώς η διεθνιστική, πολιτιστική γιορτή της Κρουαζέτ συνυπάρχει με πολέμους και συγκρούσεις που μαίνονται, κοινωνικές διεκδικήσεις και σοκαριστικά σκάνδαλα, πάμε πίσω στον χρόνο, στις πολιτικά φορτισμένες εποχές που σημάδεψαν το πιο λαμπερό και ταυτόχρονα σημαντικό κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου. Παρά τις επίμονες προσπάθειες να αποχωριστεί το φεστιβάλ την πολιτική του πλευρά, η ιστορική του διαδρομή δείχνει ότι αυτό είναι λάθος.
Το 1968 η 21η διοργάνωση του Φεστιβάλ Καννών ξεκινάει στις 10 Μαΐου προγραμματισμένη να διαρκέσει ως τις 24 του ίδιου μήνα. Ο στόχος είναι να πραγματοποιηθεί το Φεστιβάλ σαν να μην συμβαίνει τίποτα στον «έξω κόσμο», σαν να μην συμβαίνει ο «Μάης του ’68» δηλαδή. Το Παρίσι φλέγεται από τις διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης Ντε Γκωλ και τις βίαιες συγκρούσεις των φοιτητών, η γενική εθνική απεργία είναι σε πλήρη εξέλιξη και παραλύει τη Γαλλία, αλλά η βουτηγμένη στο γκλάμουρ Κρουαζέτ θέλει να πάρει αποστάσεις…Κάποιοι έχουν λογαριάσει λάθος, ωστόσο, χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό πάθος και την επαναστατική ορμή των νέων τότε Γάλλων δημιουργών Ζαν – Λικ Γκοντάρ και Φρανσουά Τριφό που απαιτούν τη ματαίωση του Φεστιβάλ ενώ η διοίκησή του τους αγνοεί.
Η αυλαία των Κανών ανοίγει εκείνη τη χρονιά κανονικά με περίσσεια λάμψη και το «Οσα παίρνει ο άνεμος» σε αναπαλαιωμένη κόπια για χάρη της επετειακής του προβολής. Μια ημέρα μετά ανοίγουν και οι πύλες της κολάσεως: Φοιτητές πραγματοποιούν καθιστική διαμαρτυρία στην είσοδο του Παλέ, οι συνδικαλιστές κινηματογραφικές οργανώσεις αποφασίζουν απεργία και η γαλλική νουβέλ βαγκ δείχνει τα δόντια της: η απόλυση του διευθυντή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά από τον Υπουργό Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό εξωθεί την κατάσταση στα άκρα καθώς μέλη της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ (Λουί Μαλ, Μόνικα Βίτι, Ρομάν Πολάνσκι) παραιτούνται και σκηνοθέτες όπως ο Αλέν Ρενέ αποσύρουν τις ταινίες τους από το διαγωνιστικό τμήμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Στο πλαίσιο της διοργάνωσης του ’68 η προβολή της ταινίας του Κάρλος Σάουρα «Peppermint Frappé», στην Grande Salle, η πραγματικότητα κάνει σκόνη την κινηματογραφική «μαγεία», με τους Γκοντάρ, Τριφό αλλά και τον ίδιο τον Σάουρα με τη μούσα του τότε Τζεραλντίν Τσάπλιν να ορμούν στη σκηνή μαζί με τον ηθοποιό Ζαν Πιερ Λεό για να εμποδίσουν την προβολή της ταινίας. Ακολουθεί χάος με τον Γκοντάρ σε έξαλλη κατάσταση να χάνει τα γυαλιά του μετά από χτύπημα, τον Τριφό να σωριάζεται, την Τσάπλιν να πιάνει το μικρόφωνο για να διαμαρτυρηθεί…Ιστορικές στιγμές μέσα σε ατμόσφαιρα έντασης που έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση του Φεστιβάλ.
Τότε μέσα σε όλη αυτή την πολιτική διέγερση, ο Γκοντάρ είχε πει την περίφημη φράση: «Κάψτε όλες τις κόπιες!» Η Γαλλία το 1968 βίωνε την ιδεολογική και κοινωνική επανάσταση που καλούσε σε εξέγερση τον λαό από άκρη σε άκρη της χώρας, με αιτήματα που σχετίζονταν με την εργασία, τα ατομικά δικαιώματα, κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Το σινεμά ως μέσο έκφρασης των κοινωνικών τάσεων και της ιδεολογικής αφύπνισης της εποχής εκείνης, πώς ήταν δυνατόν να μείνει εκτός, μόνο στον αφρό του ηδονιστικού γκλάμουρ της Κρουαζέτ;
Απόπειρα αποστασιοποίησης από την πολιτική
Πατώντας το κουμπί του fast forward, 56 χρόνια μετά από εκείνον τον ιστορικό Μάη, οι Κάννες βιώνουν τώρα μια υβριδική κοινωνική πραγματικότητα: ακροβατούν ανάμεσα στην απολιτικοποίηση που θεωρεί επιβεβλημένη ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Τιερί Φρεμό, τη διακριτική γοητεία της πολιτικής κομψότητας της Κέιτ Μπλάνσετ στο κόκκινο χαλί που αποκάλυψε το φόρεμα –σημαία υπέρ της Παλαιστίνης και το γενικότερο θολό πλαίσιο της εποχής, αυτό που υπαγορεύεται από fake news και θεωρίες συνομωσίας και τελικά αποπροσανατολίζει.
«Πέρυσι είχαμε διάφορες αντιπαραθέσεις, το οποίο μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε κάποια ζητήματα, οπότε φέτος αποφασίσαμε να έχουμε ένα φεστιβάλ χωρίς αντιπαραθέσεις ώστε να διασφαλίσουμε ότι το βασικό ενδιαφέρον για όλους τους συμμετέχοντες είναι το σινεμά. Αν υπάρχουν άλλες πολεμικές, δεν μας αφορούν», σχολίασε ο Φρεμό στη συνέντευξη τύπου πριν από την έναρξη του Φεστιβάλ. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησε να αποσυνδέσει το Φεστιβάλ Καννών από το γαλλικό #MeToo (στα γαλλικά #MoiAussi) που απειλούσε να ξεσπάσει κατά τις ημέρες της διοργάνωσης αλλά και να αποφορτίσει οποιαδήποτε σύνδεση με τους συνεχιζόμενους πολέμους στην Ουκρανία και τη Λωρίδα της Γάζας.
Υπό το βάρος της αντιτρομοκρατικής θωράκισης απέναντι σε απειλές ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι τον Ιούλιο αλλά και με το φόβο μιας κρίσης που θα ταλάνιζε τις ημέρες και τις νύχτες της διοργάνωσης από την προαναγγελθείσα απεργία των περιοδικών εργαζομένων του Φεστιβάλ που ζητούν συλλογικές συμβάσεις, η επιχείρηση κατευνασμού οποιασδήποτε πολιτικής κίνησης ήταν αναμενόμενη.
Ίσως επίσης ο Φρεμό να ήθελε να αποφύγει και τα παρατράγουδα της Eurovision όπου η συμμετοχή του Ισραήλ στον διαγωνισμό δυναμίτισε την ατμόσφαιρα, προκάλεσε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες έξω στον δρόμο, κάτω από την σκηνή, εντός της σφαίρας των social media, ανάμεσα στους καλλιτέχνες… Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η διοίκηση του Φεστιβάλ είχε πάρει τα μέτρα της αναθέτοντας σε εταιρεία επικοινωνίας και διαχείρισης κρίσεων την οποιαδήποτε έκρηξη αποσταθεροποίησης. Κίνηση φυσικά που μαρτυρά την αλλαγή των καιρών και έρχεται σε αντίθεση με το παρελθόν του Φεστιβάλ των Καννών αλλά και την ουσία της κινηματογραφικής τέχνης, που αναπνέει μέσα στην κοινωνία και παράγει πολιτική.
Τελικά στο 77ο Φεστιβάλ των Καννών μέχρι στιγμής η λίστα- καταγγελία για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά δέκα επιφανών της γαλλικής ελίτ των σκηνοθετών και ηθοποιών που αποδόθηκε στο μέσο Mediapart, διαψεύστηκε, η περίφημη απεργία δεν είχε μαζική υπόσταση, δηλώσεις με πολιτικό περιεχόμενο έγιναν, αλλά κανείς δεν αναστατώθηκε, οι ταινίες συνεχίζουν να προβάλλονται κατά τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα του προγραμματισμού. Κανένας πολιτικός σεισμός, καμία απειλή. Μία κίνηση πολιτική και συμβατή με την ιστορία του θεσμού των Καννών είναι η παρουσία στην Κρουαζέτ του φυγά Ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ, η οποίος διέφυγε του ιρανικού καθεστώτος που τον καταδίκασε σε 8 χρόνια φυλακή. Η νέα του ταινία «The seed of the sacred fig» διεκδικεί τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Οι Κάννες και τα πολιτικά ορόσημα της ιστορίας τους
Κοιτώντας πίσω στον χρόνο, το 2011 ήταν μια χρονιά η οποία χαράκτηκε στη μνήμη ως σκανδαλώδης και τραυματική για την Κρουαζέτ, με πολλές αναταράξεις. Ο Λαρς Φον Τρίερ προκάλεσε σεισμό δηλώνοντας απόγονος των Ναζί και κατανόηση για τον Χίτλερ σε έναν ατυχές μονόλογο- κρεσέντο στη συνέντευξη τύπου του φιλμ «Melancholia», το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ανακήρυξη του σε «persona non grata» για τις Κάννες. Τότε ο Τρίερ τα είχε μαζέψει άρον άρον από το Φεστιβάλ καθώς το θέμα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις επισκιάζοντας τις ταινίες και κάθε παράλληλη εκδήλωση. Το γεγονός, επειδή ενείχε ρατσιστικές προεκτάσεις προκάλεσε πολλές αντιμαχίες θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με το ξέσπασμα του αντισημιτισμού στη Γαλλία το 2008, τη χρονιά που πραγματοποιήθηκε το 55ο Φεστιβάλ Καννών όταν βίαιες επιθέσεις εναντίον Εβραίων προκάλεσαν την παρέμβαση του Εβραϊκού Συμβουλίου της Αμερικής που καλούσε σε μποϋκοτάζ του Φεστιβάλ.
Ας μην γελιόμαστε, η προϊστορία του Φεστιβάλ στις όχθες της Γαλλικής Ριβιέρας αφηγείται την ταραγμένη πορεία του: προορισμένο να ενώσει έθνη από διαφορετικές ηπείρους, κινηματογραφιστές και επαγγελματίες από κάθε γωνιά του πλανήτη, το Φεστιβάλ των Καννών είχε πάντα αντιφατικές όψεις – αυτή της πολιτιστικής διπλωματίας που γεννήθηκε με την ίδρυση του το 1939 για να πεθάνει ακριβώς έναν χρόνο μετά, το 1940, με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και να ‘’αναστηθεί’’ στη συνέχεια, συνεχίζοντας ακόμα και στα δύσκολα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και της αισθητικής λάμψης, της πασιφιστικής γιορτής που αποθεώνει την τέχνη του σινεμά και τους ανθρώπους της. Οι αντιφάσεις είναι ενσωματωμένες στη λειτουργία του. Την ίδια ημέρα που η «Παναγία των Παρισίων» του Γερμανού σκηνοθέτη Γουίλιαμ Ντίτερλε σηματοδοτούσε την πρεμιέρα του 1ου Φεστιβάλ των Καννών, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία. Μετά από μόλις μία προβολή, η πρώτη διοργάνωση είχε λάβει άδοξο τέλος. Δύο ημέρες μετά, η Γαλλία κήρυσσε τον πόλεμο στη Γερμανία.
Ακόμη, κατά τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου, οι Ρώσοι έφερναν εις πέρας διάφορα χουνέρια εις βάρος του Φεστιβάλ- κυρίως σε θέματα λογοκρισίας. Μεταξύ άλλων να σημειώσουμε ότι πέτυχαν το 1954 τον αποκλεισμό από το διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης της ελβετικής ταινίας «Four in a jeep», γιατί δεν συμφωνούσαν με τον τρόπο παρουσίασης ενός Ρώσου αξιωματικού στην ταινία.
Η γαλλική κοινωνία δεν υπήρξε ούτε αυτή «αθώα» ως προς τις αντιδράσεις της απέναντι στις επιλογές του Φεστιβάλ. Για παράδειγμα η καθολική εκκλησία τα έβαλε με τη «Βιριδιάνα» του Μπουνιουέλ, θεωρώντας τη προσβολή προς τη θρησκεία, ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Αντρέ Μπρετόν στήριξαν τον Έλληνα δημιουργό της διασποράς Νίκο Παπατάκη στον πόλεμο που εξαπέλυσε εναντίον του ομάδα παραγωγών και εθνικιστών επειδή το Φεστιβάλ περιέλαβε στο πρόγραμμα του τις «Αβύσσους» (1963). Το ντεμπούτο του Παπατάκη ως σκηνοθέτη θεωρήθηκε εφάμιλλο του έργου του Μπουνιουέλ, όταν αποκαλύφθηκε στις Κάννες το 1963, αλλά δεν βραβεύτηκε υπό τον φόβο των απειλών εθνικιστικών οργανώσεων, καθώς ήταν αλληγορική αναφορά στον πόλεμο της Αλγερίας.
«Διπλωματικά επεισόδια»
Σφοδρές αντιδράσεις και διπλωματικά επεισόδια είχαν, επίσης, προκαλέσει ταινίες λόγω του περιεχομένου τους, όπως το εφιαλτικό για την εικόνα της Τουρκίας γενικά «Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978) του Άλαν Πάρκερ, που βρέθηκε στη δίνη αντιδράσεων από τις τουρκικές αρχές και από τους δημοσιογράφους της Τουρκίας στο Φεστιβάλ, όπως και ο γνωστός για τις αριστερές πεποιθήσεις του Κεν Λόουτς με την ταινία «Hidden agenda» (1990), η οποία έβαλε φωτιά στην ατζέντα της Βρετανίας σε σχέση με τις παρασκηνιακές δράσεις των κρατικών μυστικών υπηρεσιών της στη βόρεια Ιρλανδία. Επιθέσεις δέχτηκε και αναγκάστηκε να αποκρούσει ο Μίκι Ρουρκ όταν κατηγορήθηκε για προώθηση του IRA το 1990, χρονιά που υποδύθηκε έναν Ιρλανδό τρομοκράτη στην ταινία «Φραντσέσκο» της Λιλιάνα Καβάνι.
Στη δεκαετία του ΄90, ο Πόλεμος του Κόλπου προκάλεσε κρίση και αληθινό τρόμο στο Φεστιβάλ. Οι απειλές για τρομοκρατικό χτύπημα και οι διαφαινόμενες ακυρώσεις από Αμερικανούς επαγγελματίες από όλο το φάσμα του κινηματογραφικού χώρου, ανάγκασαν τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Ζιλ Ζακόμπ να χρησιμοποιήσει τον τότε αξιοσέβαστο και αγαπητό Ρομάν Πολάνσκι προκειμένου να ανακοινώσει μήνες πριν στη Γαλλία τη διεξαγωγή της διοργάνωσης, την παρουσία του σε αυτή ως Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής.
Υπόθεση πολιτική ήταν συχνά πυκνά και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ, όπως είχε γίνει το 1981 με την απονομή του στον «Άνθρωπο από σίδερο» του Αντρέι Βάιντα που ώθησε τον Γιαρουζέλσκι να κλείσει την κλείσει την εταιρεία παραγωγής του Πολωνού σκηνοθέτη ή το 2004 με την απόδοση του στο «Fahrenheit 9/11» του Μάικλ Μουρ, ένα ντοκιμαντέρ-γροθιά στις πολιτικές του προέδρου Τζορτζ Μπους.
Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με εκείνο το εκρηκτικό κλίμα του Μάη του ’68. Ήταν η χρονιά της πολιτικής αφύπνισης και των κοινωνικών διεκδικήσεων που συνέπαιρνε με το έντονο ιδεολογικό της στίγμα μια ολόκληρη γενιά. Υπό το βάρος των σύγχρονων παγκόσμιων απειλών και της εμπλοκής όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και πολλών άλλων χωρών που συμμετέχουν στα διάφορα τμήματα του Φεστιβάλ, οι Κάννες μπορεί να έχουν πάψει σήμερα να είναι το πεδίο της δημιουργικής επανάστασης που ήταν κάποτε, ωστόσο η πολιτική πάντα θα είναι παρούσα στις ταινίες και στον αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας μέσα από αυτές.