«Δεν είμαστε πολιτικοί, δεν είμαστε ο στρατός, είμαστε απλώς οικογένειες που περιμένουν τους ανθρώπους τους πίσω», λέει στο «Βήμα» με δάκρυα στα μάτια ο Μαρσέλο, πεθερός του Ντολέβ Γιεχούντ, που κρατείται όμηρος από τη Χαμάς στη Γάζα μαζί με την αδερφή του. Απέναντι από τον Μαρσέλο, κάθονται ο Ρούβεν και ο Σάι, ο πατέρας και ο κουνιάδος του Χανάν Γιαμπλόνκα, επίσης ομήρου.
Οι τρεις τους βρέθηκαν στην Αθήνα στα πλαίσια της προσπάθειας των συγγενών των ομήρων να διεθνοποιήσουν το αίτημά τους για την απελευθέρωση των ανθρώπων τους, με σύνθημα «φέρτε τους πίσω στο σπίτι τώρα». Μια εθελοντική πρωτοβουλία «από τις οικογένειες, για τις οικογένειες» όπως επισημαίνουν.
Οι ιστορίες τους
Οι ιστορίες τους διαφορετικές, αλλά με την ίδια κατάληξη. Ο 35χρονος Ντολέβ κατοικούσε με την εννέα μηνών έγκυο σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά στο Νιρ Οζ, το κιμπούτζ που χτυπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο – σχεδόν το ¼ των 400 κατοίκων δολοφονήθηκε (51) ή απήχθη (36). Όταν το πρωί της 7ης Οκτωβρίου άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες, η οικογένειά του έτρεξε προς το καταφύγιο, όμως ο ίδιος βγήκε να βοηθήσει. Έκτοτε, δεν τον ξαναείδε κανείς.
«Ούτε καν οι απελευθερωμένοι όμηροι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους. Η αδερφή του έχει επίσης απαχθεί, μαζί με τον σύντροφό της. Δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα, ζούμε στην αβεβαιότητα, μας λένε ότι είναι “μυστήριο”» εξηγεί ο Μαρσέλο.
Ο Ντολέβ και η κόρη του Μαρσέλο, Σίγκι, είναι μαζί από 12 χρονών, 24 χρόνια. «Μεγάλωσαν μαζί, έχτισαν τη ζωή τους μαζί. Η Σίγκι γέννησε μια εβδομάδα μετά την κόρη τους, χωρίς αυτόν. Την ονόμασε Ντορ, στα εβραϊκά σημαίνει γενιά. Με την ελπίδα πως η νέα γενιά θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Η ευχή όλων μας είναι η Ντορ να γνωρίσει τον πατέρα της», αναφέρει ο Μαρσέλο.
Ο 42χρονος Χανάν δείπνησε με τα δύο του παιδιά στο πατρικό του στο Τελ Αβίβ, το βράδυ της Παρασκευής 6 Οκτωβρίου. Αποχαιρετώντας την οικογένειά του εκείνο το βράδυ, κανείς δεν φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. «Όταν την επόμενη μέρα αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι συνέβαινε, μαζευτήκαμε όλοι ξανά εκεί, στο σπίτι μου. Εκεί συνειδητοποιήσαμε πως δεν μπορούσαμε να βρούμε τον Χανάν, μας φάνηκε περίεργο. Δεν ξέραμε πως είχε πάει στο Supernova», θυμάται ο πατέρας του.
Μετά από πολλά τηλεφωνήματα, έμαθαν πως ο Χανάν είχε πάει στο φεστιβάλ με το αυτοκίνητό του και μαζί με τέσσερις φίλους του. Ο ένας βρέθηκε νεκρός στο αυτοκίνητο, ένας άλλος έξω από αυτό και οι άλλοι δύο σε μια κρυψώνα που είχαν βρει εκεί κοντά. «Για μέρες δεν είχαμε ιδέα για την τύχη του, αν είναι ζωντανός, πού βρίσκεται. Κανείς δεν ήξερε. Πολλές μέρες μετά, μάθαμε πως κρατείται από τη Χαμάς και πως είχε τραυματιστεί. Πλέον δεν έχουμε ιδέα αν έλαβε την απαραίτητη βοήθεια, αν είναι καλά».
Η αγωνία
Και οι δύο όμηροι βρίσκονται τους τελευταίους επτά και πλέον μήνες στη Γάζα, με τις οικογένειές τους να αγωνιούν καθημερινά καθώς δεν γνωρίζουν τίποτα για τους συγγενείς τους, ούτε καν αν ζουν.
«Είναι και αυτό ένα μέρος του προβλήματος και ένα βασικό αίτημά μας: χρειαζόμαστε πληροφορίες, πρέπει να μάθουμε έστω αν είναι καλά. Δεν έχουμε ιδέα για την κατάστασή τους. Διαβάσαμε ότι τρεις όμηροι ανακοινώθηκαν νεκροί, κάθε μέρα ζούμε μέσα στην αγωνία. Ό,τι μαθαίνει ο κόσμος από τις ειδήσεις, τα ίδια μαθαίνουμε κι εμείς, τίποτα περισσότερο», εξηγεί ο Σάι, σύζυγος της αδερφής του Χανάν.
Τα λόγια των δύο ανδρών κυμαίνονται ανάμεσα στον πόνο, την αβεβαιότητα αλλά και την ελπίδα. Ο πόλεμος έχει μπει πλέον στον όγδοο μήνα και έχει στερήσει τις ζωές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως παλαιστίνιων αμάχων. Ωστόσο, για την ώρα η κυβέρνηση του Ισραήλ συνεχίζει να ανθίσταται στις διεθνείς πιέσεις – ακόμη και από τις ΗΠΑ – για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με ρεαλιστική λύση, τόσο για την ανθρωπιστική κρίση όσο και για το δράμα των ομήρων της Χαμάς, που πλέον υπολογίζονται στους 132, εκ των οποίων οι 38 θεωρούνται νεκροί.
«Η Ελλάδα είναι σύμμαχός μας και την ευχαριστούμε για τη συμπόνοια που έχει δείξει όλον αυτό τον καιρό. Ελπίζουμε πως με την παρουσία μας εδώ, αλλά και σε όλο τον κόσμο, κάτι θα γίνει, δεν θα ξεχαστεί το θέμα, θα ασκηθούν πιέσεις. Μας λείπουν οι άνθρωποί μας, όλο αυτό είναι αβάσταχτο», καταλήγει ο Μαρσέλο.