«Ακούμε με μεγάλο σεβασμό και προσοχή την πίεση και τις διαμαρτυρίες των πολιτών για το μείζον ζήτημα της ακρίβειας» δήλωσε προ ημερών ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος. Μάλιστα. Δηλαδή; Θα μπορούσε η κυβέρνηση να μην ακούει με προσοχή και σεβασμό τις διαμαρτυρίες όσων (και είναι εκατοντάδες χιλιάδες) δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα; Όσων ασφυκτιούν επειδή έγινε αβίωτη η καθημερινότητα τους;
Αν δεν κάνω λάθος αυτή είναι η δουλειά μιας κυβέρνησης. Να ακούει με προσοχή και σεβασμό τις αγωνίες των πολιτών. Και να δίνει λύσεις στα προβλήματα τους. Γιατί οι κυβερνήσεις δεν κρίνονται από τις δηλώσεις καλών προθέσεων των υπουργών της. Κρίνονται από τα αποτελέσματά τους. Καλή είναι η προσοχή και ο σεβασμός στους πολίτες αλλά θα ήταν προτιμότερο να έπεφταν οι τιμές των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη δεύτερη θητεία της; Το κόστος ζωής. Τα υψηλά ενοίκια. Η ακρίβεια. Αυτό δείχνουν όλες οι δημοκοπήσεις. Δείχνουν, επίσης, ότι οι πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του μεγαλύτερου πονοκεφάλου της καθημερινότητας τους.
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει κηρύξει, εδώ και καιρό, πόλεμο κατά της ακρίβειας. Το έκανε και με επικοινωνιακούς όρους. Θυμάμαι τις φωτογραφίες από την πρώτη επίσκεψη του Πρωθυπουργού σε σούπερ μάρκετ. Μια φωτογραφία έδειχνε τον κ. Μητσοτάκη να παρατηρεί, με προσοχή, τις τιμές σε ένα ράφι, που μάλλον είχαν πέσει. Μόνο που το ράφι αυτό ήταν γεμάτο μαγιονέζες. Προφανώς στο επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου δεν πάνε συχνά στο σούπερ μάρκετ. Το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει ένα νοικοκυριό είναι η τιμή της μαγιονέζας. Το αν έπεσε ή ανέβηκε.
Στη διάρκεια του «πολέμου» αυτού ακούσαμε και διάφορες εκδοχές για την ακρίβεια. Στην αρχή το κυβερνητικό αφήγημα ήταν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα εισαγόμενο πληθωρισμό. Μετά το αφήγημα άλλαξε. Το πρόβλημα ήταν ο πληθωρισμός της απληστίας. Η λογική ότι πάνω από όλα είναι τα κέρδη. Μετά κηρύξαμε τον πόλεμο στις πολυεθνικές με τον Πρωθυπουργό να στέλνει μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι μπανανία. Αρχίσαν να πέφτουν και πρόστιμα. Οι τιμές, όμως, παρέμειναν στα ύψη.
Στον πόλεμο κατά της ακρίβειας επιστρατεύθηκε και ένα ακόμα pass. Το αποτέλεσμα ήταν αντίστοιχο αυτού που όταν είμασταν παιδιά προσπαθούσαμε να ρίξουμε τα αεροπλάνα που βλέπαμε να περνούν στο ουρανό με τις σφεντόνες μας. Έτσι το πρόβλημα της ακρίβειας παρέμεινε πρώτο και, δυστυχώς, άλυτο.
Τι φταίει; Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να δώσει λύσει στο θέμα της ακρίβειας. Αλίμονο. Δεν υπάρχει κυβέρνηση που να θέλει οι πολίτες της να ψωνίζουν ακριβά, να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν σε βασικές ανάγκες επιβίωσης, να ζητούν δανεικά στις 20 του μήνα για τα βγάλουν πέρα. Αλλά φαίνεται ότι δεν έχουμε ή δεν θέλουμε να κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα.
Αυτό που προκύπτει από τις μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι έχουμε ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες και στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη. Ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Ότι, επί της ουσίας, δημιουργούνται καρτέλ, τα οποία θεωρούν ότι χωρίς πολλά προβλήματα μπορούν στην Ελλάδα να κάνουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Να έχουν προκλητικά υψηλά ποσοστά κέρδους.
Έτσι εξηγείται το γιατί ενώ ακρίβεια υπάρχει σε όλη την Ευρώπη στην Ελλάδα υπάρχει ακρίβεια με …τόκο. Γιατί κάποιοι μπορούν, ανεμπόδιστα, να κερδοσκοπούν σε βάρος του ελληνικού λαού και να του κάνουν αβίωτη την καθημερινότητα του. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα της Ευρώπης. Είναι πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση, που καλείται να δράσει κατά τρόπο που να δείχνει ότι είναι αποφασισμένη να σπάσει τη λογική των καρτέλ. Να συγκρουστεί μαζί τους μέχρι τέλους.
Η τελευταία, μέχρι σήμερα, πράξη του πολέμου κατά της ακρίβειας είναι η επιστολή του Πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ερμηνεύεται ως κίνηση αποφασιστικότητας. Ερμηνεύεται και ως κίνηση επικοινωνιακή καθώς γίνεται παραμονές των Ευρωεκλογών. Η ακρίβεια δεν κατατρώει μόνο τα εισοδήματα των πολιτών. Απειλεί και τα εκλογικά ποσοστά της κυβέρνησης.
Τώρα ζητάμε, όπως γίνεται και στα τηλεπαιχνίδια, τη βοήθεια του κοινού. Ομολογούμε ότι «είναι πολύ δύσκολο μια χώρα μεμονωμένα να βάλει ένα πλαίσιο σε πολυεθνικές που πουλούν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες» Ομολογούμε ότι χάνουμε.
Μένει να δούμε τι θα θελήσει να κάνει η Ευρώπη που όπως μεταδίδει η κυβέρνηση «έχει τη δυνατότητα κανονιστικά να παρέμβει για τις πολυεθνικές που τιμολογούν διαφορετικά τα ίδια προϊόντα σε διαφορετικές αγορές». Αν δηλαδή κάνει τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουμε εμείς. Μέσω της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Με την ενίσχυση, αντί της απαξίωσης των κινημάτων των καταναλωτών. Με την μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά κάτι που έχουν κάνει και άλλες χώρες της Ευρώπης.
Εργαλεία υπάρχουν. Το ζητούμενο είναι αν υπάρχει η βούληση να χρησιμοποιηθούν.