Το 97% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όσοι μαρτύρησαν εκεί πήραν μαζί τους την παράδοσή τους, τα τραγούδια τους, τα ποιήματα τους. «Χάθηκε στο μεγαλύτερο βαθμό του ο πολιτισμός τους που ήταν άυλος», σχολιάζει σχετικά στο ΒΗΜΑ η μονωδός Μαριάντζελα Χατζησταματίου, συγγραφέας του βιβλίου «Τα τραγούδια του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Μια από τις πρώτες ιστορίες -όχι η πιο τραγική- που συναντά ο αναγνώστης στο βιβλίο είναι εκείνη του επιζήσαντα ομήρου Δαυίδ Χαϊμ, ο οποίος διασκευάζοντας μια παραδοσιακή μελωδία, έγραψε πάνω στη χάρτινη συσκευασία τσιμέντου που βρήκε στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασία που κρατείτο έγραψε τους στίχους του «Syete dias enserrados» (πολλά από τα τραγούδια του Ολοκαυτώματος γράφτηκαν στη λαντίνο, την ισπανοεβραϊκή διάλεκτο).
Πέρα από τη θεματική τους, η οποία αναδεικνύει όχι μόνο τις φρικαλεότητες του Ολοκαυτώματος αλλά και μια σειρά άλλων ζητημάτων όπως ο διωγμός, η νοσταλγία για την πατρίδα, την αγάπη για την Ελλάδα, τα τραγούδια αυτά παρουσιάζουν και μουσικολογικό ενδιαφέρον, ειδικά εκείνα που ακολουθούν τη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση για την οποία όσες πληροφορίες έχουμε τις χρωστάμε στις μελέτες του Αλμπέρτου Ναρ, Αλμπέρτο «ο οποίος κατάγραφε όσο ζούσε την σεφαραδίτικη παράδοση, αλλά και την παράδοση της κοινότητας όπως σιγά σιγά διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα», σημειώνει η κυρία Χατζησταματίου. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζουν και όσα κομμάτια δέχονται επιρροές από ρεμπέτικο της Μικράς Ασίας ή ακόμα και από το είδος της οπερέτας.
Η Μαριάντζελα Χατζησταματίου μίλησε στο ΒΗΜΑ στο περιθώριο της παρουσίασης του βιβλίου στης στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης για την πολυετή και λεπτομερή έρευνά της.
Όπως αναφέρετε και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου σας, κληθήκατε να ερμηνεύσετε για πρώτη φορά τα τραγούδια της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης το 2016. Πόσα γνωρίζατε πριν από αυτό για την σεφαραδίτικη μουσική παράδοση;
Οι γνώσεις μου για την σεφαραδίτικη παράδοση συνολικά ήταν εγκυκλοπαιδικές. Πριν από το 2016 ζούσα για πολλά χρόνιά εκτός Ελλάδος και τα ενδιαφέροντά μου είχαν να κάνουν με άλλες πτυχές της μουσικής ιστορίας. Υπήρχαν κάποια σεφαραδίτικα τραγούδια που μου άρεσαν και που είχα ακούσει από καλλιτέχνες που θαύμαζα όπως η Monserrat Figueras ή η ηχογράφηση ενός νανουρίσματος από την υψίφωνο Angela Gheorghiu που άναψε μέσα μου την φλόγα. Η πραγματική μελέτη ξεκίνησε όταν κλήθηκα να παρουσιάσω συναυλίες με αυτό το θέμα. Αρχικά προσέγγισα την σεφαραδίτικη μουσική παράδοση όπως έκανα κάθε φορά που έπρεπε να προετοιμάσω κάποιο ρεσιτάλ με συγκεκριμένη θεματολογία, δηλαδή καθαρά επιστημονικά και χωρίς συναισθηματισμούς, μελετώντας δηλαδή το ιστορικό πλαίσιο, τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας, το ύφος κ.λπ.
«Δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα μοναδικά τραγούδια ήταν το «adio kerida» και η «Μπαλάντα του Μαουχάουζεν» των Ι. Καμπανέλλη και Μ. Θεοδωράκη»
Τι σας γοήτευσε τόσο ώστε να αποφασίσετε να μπείτε σε μια ερευνητική διαδικασία που μάλιστα διήρκησε χρόνια;
Η αγάπη με την οποία με αντιμετώπισαν τα μέλη των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων στην Ελλάδα, αλλά και οι συνεχείς προσκλήσεις να τραγουδήσω σε εκδηλώσεις με θέμα την σεφαραδίτικη παράδοση ή το Ολοκαύτωμα. Αισθάνθηκα την υποχρέωση και την ανάγκη να ψάξω λίγο βαθύτερα από το καθιερωμένο ρεπερτόριο που, ομολογουμένως, είναι αρκετά περιορισμένο σε σχέση με τα εκατοντάδες άγνωστα τραγούδια που υπάρχουν. Σε ό,τι αφορά τις ημέρες μνήμης του Ολοκαυτώματος, πάλι δεν μπορούσα να πιστέψω πως τα μοναδικά τραγούδια ήταν το «adio kerida» και η «Μπαλάντα του Μαουχάουζεν» των Ι. Καμπανέλλη και Μ. Θεοδωράκη. Ήμουν σίγουρη ότι υπάρχουν πολλά ακόμη και όσο τα εντόπιζα, τόσο έπαιρνα δύναμη να συνεχίσω.
Πέρα από πολυετής, η ερευνά σας φαντάζομαι πως θα ήταν και αρκετά δύσκολη, τόσο λόγω έλλειψης πηγών όσο και λόγω φύσης του αντικειμένου, αφού έπρεπε να βουτήξετε σε μερικές από τις σκοτεινότερες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας. Υπήρξε κάποια ιστορία που να σας συγκίνησε ιδιαίτερα; Κάποιο τραγούδι που να σας άγγιξε λίγο περισσότερο από άλλα;
Το παράδοξο με τα τραγούδια του Ολοκαυτώματος είναι ότι ενώ παραμένουν εντελώς άγνωστα στο ευρύτατο κοινό, ο εντοπισμός τους δεν στάθηκε καθόλου δύσκολος. Τα περισσότερα από τα τραγούδια που παρουσιάζονται στο βιβλίο ήταν ήδη παρόντα στις γραπτές μαρτυρίες επιζώντων που επιμελώς κατέγραψαν ερευνητές αμέσως μετά τον πόλεμο, είτε κατέγραψαν οι ίδιοι οι επιζώντες στα προσωπικά τους συγκράματα. Την πλειοψηφία των τραγουδιών εντόπισα μέσα από το έργο του Αλμπέρτο Ναρ ο οποίος κατάγραφε όσο ζούσε την σεφαραδίτικη παράδοση, αλλά και την παράδοση της κοινότητας όπως σιγά σιγά διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, δηλαδή δεχόμενη τις επιρροές από τα ρεμπέτικα ή άλλα μουσικά ιδιώματα που επικρατούσαν όπως η οπερέτα. Όπως επισημαίνω στην εισαγωγή του βιβλίου, η έρευνά μου δεν υπήρξε πρωτογενής και δεν θα μπορούσε άλλωστε καθώς οι περισσότεροι επιζήσαντες δεν ήταν πια στην ζωή την περίοδο της έρευνά μου, αλλά δευτερογενής. Μελέτησα την υπάρχουσα βιβλιογραφία και τα εντόπισα εκεί.
Έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία στο τραγούδι του επιζήσαντος Ιακώβ Λέβυ «Είμαι απ’το Ρεζί Βαρδάρη», παρ’ όλο που δεν είναι το πιο τραγικό κείμενο.
Χρόνια είμαι μακριά σου
παντού πλανήθηκα και ζω,
μα το χώμα σου Ελλάδα
πάντα εγώ το νοσταλγώ.
Είσαι η πρώτη μου πατρίδα
και ποτέ δεν σε ξεχνώ,
είσαι η πρώτη μου πατρίδα
και γι’ αυτό σε νοσταλγώ.
Είμαι απ’ το Ρεζί Βαρδάρη,
τον παλιό συνοικισμό,
εβραιόπουλα λεβέντες είδανε εκεί το φως.
Το φωνάζω και καυχιέμαι είμαι Θεσσαλονικιός,
και θα είμαι ως το τέλος
γνήσιος και πιστός Ρωμιός.
Τι μας διδάσκουν σήμερα αυτά τα τραγούδια για την Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αλλά και για την πόλη την ίδια;
Τα τραγούδια της περιόδου του Ολοκαυτώματος μας δίνουν πολλά και πολύτιμα στοιχεία. Βλέπουμε κατ’ αρχάς πως η πλειοψηφία των τραγουδιών είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα και όχι στην ισπανοεβραϊκή. Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο διότι γνωρίζουμε ότι ενόσω οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο σπίτι τους, την Θεσσαλονίκη, μεταξύ τους μιλάνε και εκφράζονται στην λαντίνο. Σε συνθήκες ξενιτιάς και εγκλεισμού, όμως, η ταυτότητα είναι πια καθαρά εθνική ελληνική και η γλώσσα που επιλέγουν για να εκφραστούν είναι η γλώσσα της πατρίδας τους και όχι αυτή της κοινότητάς τους. Μέσα από την μελέτη της βιβλιογραφίας και μέσα από τα εν λόγω τραγούδια γίνεται ξεκάθαρο το φρόνιμα και ο πατριωτισμός των Ελλήνων Εβραίων, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν από τα στρατόπεδα πολεμούν στο αλβανικό μέτωπο και νιώθουν έντονη την ανάγκη για εθνική αντίσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιγραφή του Σλόμο Βενέτσια ο οποίος γίνεται αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όταν κάποιος Γερμανός διοικητής μέσα στο στρατόπεδο διατάσσει τον Έλληνα Ιακώβ Γκαμπάι να του τραγουδήσει κάτι. Ο Έλληνας τότε τραγουδάει
«Την ελληνική μου την σημαία,
Θεέ μου πως την αγαπώ.
Την πατρίδα μου στους ξένους,
μάνα δεν την δίνω εγώ,
προτιμώ να σκοτωθώ.»
Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, όπως και οι Μικρασιάτες, έκαναν τραγούδι την προσφυγιά, την νοσταλγία για την χαμένη πατρίδα, την απώλεια και τις συνθήκες απόλυτης φρίκης που βίωσαν. Ποια η σχέση ρεμπέτικου με την σεφαραδίτικη μουσική παράδοση;
Κάθε λαός της Γης που γνωρίζει την ξενιτιά την έχει τραγουδήσει. Βλέπουμε πως τα πρώιμα τραγούδια των Σεφαραδιτών Εβραίων, δηλαδή αυτά που χρονολογούνται πριν από τον 19ο αιώνα, εμπεριέχουν έντονο το στοιχείο την νοσταλγίας για την Ισπανία που είναι η πατρίδα τους μέχρι και τα μέσα του 15ου αιώνα, την λαχτάρα για επιστροφή στα σπίτια τους που εγκατέλειψαν. Στα μέσα του 20ου αιώνα και αφού έχει προηγηθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 και η ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι τραγουδούν στα ελληνικά, λόγια γεμάτα νοσταλγία για την Ελλάδα που εδώ και πέντε αιώνες είναι πια η νέα πατρίδα.
Οι Μικρασιάτες ερχόμενοι από την Μικρά Ασία φέρνουν μαζί τους την δική τους μουσική παράδοση, αλλά και το σχετικά νέο ιδίωμα που είναι τα ρεμπέτικα. Βλέπουμε πως στην Θεσσαλονίκη αρχίζει ένας μουσικός διάλογος, ένα ζύμωμα μεταξύ του «παλιού» και του «νέου» και έτσι παντρεύονται τα σεφαραδίτικα με τα ρεμπέτικα, πολλές φορές, ρεμπέτικες μελωδίες όπως το «εκατό δραχμές την μέρα» του Παναγιώτη Τούντα γίνεται «syen drahmas el dia» με νέους στίχους στα λαντίνο. Εκτενή έρευνα και καταγραφή αυτών έκανε ο Αλμπέρτο Ναρ μέσω του οποίου διασώθηκαν και όσα τραγούδια υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα. Το τραγικό είναι ότι η σεφαραδίτικη μουσική παράδοση επέζησε και διαδόθηκε μέσω του προφορικού λόγου, ειδικά γιατί η τεχνολογία δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη μέχρι τον πόλεμο. Οι άνθρωποι που χάθηκαν κατά το Ολοκαύτωμα, που ήταν η πλειοψηφία, δηλαδή το 97% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, πήραν μαζί τους και την παράδοσή τους, τα τραγούδια τους, τα ποιήματά τους. Ακριβώς επειδή μιλάμε κυριολεκτικά για γενοκτονία, μαζί με τους ανθρώπους χάθηκε στο μεγαλύτερο βαθμό και ο πολιτισμός που ήταν άυλος.
Τι ρόλο παίζει η γλώσσα στην παράδοση των Ελλήνων Εβραίων; Τι ρόλο έπαιξε στη δική σας έρευνα;
Η γλώσσα των Ελλήνων Εβραίων δεν είναι κοινή μέχρι το 1912 και εξαρτάται από το αν αναφερόμαστε στους Ρωμανιώτες Εβραίους ή τους Σεφαραδίτες. Οι Ρωμανιώτες, δηλαδή γηγενείς Εβραίοι βρίσκονται στην Ελλάδα σε οργανωμένες κοινότητες τουλάχιστον από τον 1ο αιώνα π.Χ. Μιλάνε Ελληνικά και τα κοσμικά τραγούδια τους είναι στην ελληνική γλώσσα. Οι Σεφαραδίτες, δηλαδή Ισπανοί Εβραίοι έρχονται στην Ελλάδα τον 15ο αιώνα και φέρνουν μαζί τους την γλώσσα τους που είναι η ισπανοεβραϊκή ή λαντίνο. Στην ουσία πρόκειται για την καστιλιάνικη διάλεκτο της εποχής η οποία σταδιακά επηρεάστηκε και εμπλουτίστηκε με λέξεις από την εκάστοτε χώρα που επέλεξαν οι Σεφαραδίτες να εγκατασταθούν μετά τον διωγμό τους από την Ισπανία.
Η γλώσσα είναι πάντοτε το πρώτο πράγμα που εμείς οι ερμηνευτές φωνητικής μουσικής έχουμε μάθει να μελετάμε πριν καν ακουμπήσουμε την μουσική ενός έργου. Εν αρχή ην ο λόγος. Ο λόγος μεταφέρει το μήνυμα, ο λόγος καθορίζει τον ρυθμό ενός μουσικού έργου. Δεν είναι τυχαίο πως όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας μουσικής εργογραφίας, είτε μιλάμε για όπερα, μουσική δωματίου, θρησκευτικά έργα μεγάλης ή μικρής κλίμακας, βασίζονται πάνω σε σπουδαία κείμενα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα τραγούδια της εβραϊκής παράδοσης. Η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα, αλλά αυτό που διακρίνει τα τραγούδια των επιμέρους παραδόσεων είναι το κείμενο.
Επιβιώνει σήμερα η ισπανοεβραϊκή διάλεκτος; Και τι ρόλο παίζει στη διάσωση της μνήμης;
Επιβιώνει κυρίως μεταξύ σεφαραδιτών μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι την μιλούν πολλές φορές μεταξύ τους όταν δεν θέλουν να γίνουν κατανοητοί. Βέβαια, κάποιος που μιλάει σύγχρονα ισπανικά μπορεί άνετα να καταλάβει την ισπανοεβραϊκή. Η διάλεκτος επίσης επιβιώνει μέσα από τους πολλούς ερευνητές της, φοιτητές ή λάτρεις των γλωσσών, ανεξαρτήτως θρησκείας. Υπάρχουν πολλοί και αξιόλογοι μελετητές της λαντίνο που ευτυχώς την κρατούν ζωντανή. Το Ινστιτούτο Θερβάντες προσφάτως άνοιξε παράρτημα στην Θεσσαλονίκη κατόπιν πρόσκλησης της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκεται πλέον επίσημα η λαντίνο. Η ερμηνεία των σεφαραδίτικων τραγουδιών από ερμηνευτές σε όλον τον κόσμο επίσης συμβάλει στην διάσωση της διαλέκτου. Το πρόβλημα βέβαια που υπάρχει είναι ότι πολλοί τραγουδιστές την αντιμετωπίζουν ως σύγχρονη ισπανική και την προφέρουν έχοντας κατά νου τους σύγχρονους κανόνες προφοράς και ορθογραφίας. Η εν λόγω διάλεκτος, όπως και κάθε γλώσσα ή γλωσσικό ιδίωμα είναι το κλειδί για να ξεκλειδώσει κανείς έναν πολιτισμό, να τον καταλάβει καλύτερα. Δεν μπορεί να υπάρξει κατανόηση του παρελθόντος η διατήρηση μνήμης χωρίς την γλώσσα που την αποκωδικοποιεί…Εν αρχή ην ο λόγος…
«Μέσα από τα εν λόγω τραγούδια γίνεται ξεκάθαρο το φρόνιμα και ο πατριωτισμός των Ελλήνων Εβραίων».
Η μουσική, πέρα από «βάλσαμο για την ψυχή», όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, «μπροστά στον πόνο, στον φόβο, στον καημό και τον θάνατο», μπορεί να βοηθήσει κι αυτή στη διάσωση της μνήμης; Κι αν ναι, γιατί θεωρείτε ότι έχει παραγνωριστεί όλα αυτά τα χρόνια από την ιστοριογραφία;
Η μουσική έχει την δυνατότητα να διεγείρει συναισθήματα, να καταπραΰνει τον πόνο, να ηρεμήσει το νευρικό σύστημα έμβιων όντων. Χρησιμοποιήθηκε ως μέσον διαπαιδαγώγησης των νέων στη αρχαιότητα, ως εργαλείο προπαγάνδας αργότερα, ως μέσον έκφρασης και δημιουργίας. Σε ό,τι αφορά τον λόγο μέσα στην μουσική και εν προκειμένω τα τραγούδια, θεωρώ πως η μουσική είναι ένας καθρέπτης του εσωτερικού κόσμου του κάθε δημιουργού, αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο καθρέπτης της κοινωνίας. Ακούγοντας κανείς τα τραγούδια της κάθε εποχής αντλεί πληροφορίες για την αισθητική, τον πολιτισμό, τους προβληματισμούς, τους καημούς, τα κοινωνικά προβλήματα, την πολιτική και τις επιρροές που δέχεται ένας πολιτισμός από το περιβάλλον. Στην περίπτωση της ιστοριογραφίας, η μουσική της περιόδου του Ολοκαυτώματος, ως φαινόμενο έχει παραγνωριστεί από το ευρύ κοινό, αλλά γράφονται και παρουσιάζονται σημαντικές έρευνες γύρω από τον ρόλο που έπαιξε στην συγκεκριμένη περίοδο είτε ως μέσον προπαγάνδας από μεριάς των θυτών, είτε από μέσον επιβίωσης από μεριάς των θυμάτων.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είπαμε «ποτέ ξανά». Συμφωνήσαμε πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε για να μην επαναληφθεί η ιστορία. Όμως, δυστυχώς, γινόμαστε καθημερινά εδώ και μήνες ξανά μάρτυρες μιας γενοκτονίας. Υπάρχει ποτέ ελπίδα μέσα από τη μουσική, μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων να δούμε πως τελικά δεν διαφέρουμε και τόσο μεταξύ μας;
Είναι ευχή όλων των ανθρώπων να υπάρξει επιτέλους ειρήνη στον κόσμο, ασφάλεια, σεβασμός και αλληλοκατανόηση. Η μουσική είναι πάντα εκεί, το θέμα είναι πόσο ανοιχτά αφτιά και ανοιχτό μυαλό έχουμε για να ακούσουμε τί θέλει να μας πει.