Οι τελευταίες τρεις εβδομάδες πριν από τις Ευρωεκλογές θα βρουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε θέση εκκίνησης για ένα πολύ δυνατό σπριντ. Από την ώρα που οι πιο πρόσφατες εκ των δημοσκοπήσεων, όπως αυτές παρουσιάστηκαν μέσα στην εβδομάδα, δεν μετέβαλαν το ισχύον καθεστώς της εκτίμησης ψήφου για το τελικό αποτέλεσμα, η ηγεσία της Κουμουνδούρου θα φροντίσει να κυνηγήσει το μερίδιο που της αναλογεί από τις περίφημες «γκρίζες ζώνες» της κάλπης προκειμένου ν’ αυξήσει το ποσοστό της.
Όπου κι αν βρεθεί τις τελευταίες εβδομάδες ο Στέφανος Κασσελάκης επιμένει να λέει ότι «θα πετύχουμε» στην αποστολή ανατροπής. Δια ζώσης ή διαδικτυακά, το αφήγημα είναι αναλλοίωτο. Επίσης πρωτοκλασάτα στελέχη μιλούν ανοικτά πλέον για τον πήχη του 20%.
Μόνο που η επαλήθευση των «αυτοεκπληρούμενων προφητειών» απαιτεί την «αρπαγή» της πλειονότητας όσων παίρνουν την απόφασή τους την τελευταία στιγμή, συνδυαστικά με μια μαζικότερη συμμετοχή στην κάλπη. Διότι μόνο τότε υπολογίζεται πως θα αυξηθούν σημαντικά οι ελπίδες για ένα τέτοιο, σημαδιακό αν μη τι άλλο, αποτέλεσμα.
Πώς ψηφίζει ο ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετατρέψει τις Ευρωεκλογές σε Εθνικές. Οι διαδοχικές προτάσεις που καταθέτει, ρεαλιστικές ή μη, αφορούν κυρίως την εγχώρια καθημερινότητα κι όχι τόσο πολύ το μέλλον της Ευρώπης. Τον κόσμο τον απασχολούν πρώτα απ’ όλα τα εν οίκω (οικονομία, ακρίβεια, υγεία, ασφάλεια κ.α) διαρρέει από την Κουμουνδούρου κι όσο οι έρευνες επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, με αποτέλεσμα να εξαρτάται η ψήφος τους από αυτούς τους παράγοντες, τόσο η στρατηγική θα περιστρέφεται γύρω από τον ίδιο άξονα ικανοποιώντας τα αυτιά.
Πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εφικτό να τερματίσει στην παρούσα φάση – μόλις ένα χρόνο μετά τη διπλή πανωλεθρία του 2023. Κι ας μην εγκαταλείπει μια τέτοια εκδοχή ο Στ. Κασσελάκης συνεχίζοντας να ορίζει το τέμπο της επικοινωνιακής πολιτικής. Μεγαλύτερη σημασία όμως για ανθρώπους με έμπειρο μάτι που διαβάζουν κι αναλύουν τα δεδομένα της κάθε στιγμής, δίνοντας αξία στα ποιοτικά στοιχεία, είναι το γεγονός πως η αξιωματική αντιπολίτευση ανακτά τον κυβερνητικό ψηφοφόρο.
Κόμμα εξουσίας ξανά (;)
Φαίνεται πια, όπως υποστηρίζουν αναλυτές, πως ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται ως κόμμα εξουσίας κι αυτό το στοιχείο τού χαρίζει επιπλέον δυναμική ενόψει της κάλπης στις 9 Ιουνίου. Αρχίζει δηλαδή να μοιάζει το ακροατήριό του με αυτό που έχει επιτρέψει στη Νέα Δημοκρατία να κυριαρχήσει επί μια πενταετία στο πολιτικό σκηνικό και να εκτοξεύσει τα ποσοστά της πάνω από το 40%.
Κοινώς κάποιες από τις προεδρικές πρωτοβουλίες, είτε ξενίζουν είτε όχι, έχουν αρχίσει ν’ αποδίδουν, παρόλο που την ίδια στιγμή έχει χαθεί, οριστικά μάλλον, ένα το μεγαλύτερο κομμάτι του ριζοσπαστισμού της παράταξης, γιατί διαφωνεί με τη στροφή προς τα κεντρώα κοινά και τη νέα πραγματικότητα.
Εφόσον υπερβεί το ποσοστό των εθνικών εκλογών και φτάσει πάνω από το 18%, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει, όπως όλα δείχνουν, κάτι επίσης κρίσιμο. Να εκλέξει τέσσερις Ευρωβουλευτές και να μειώσει τις απώλειες συγκριτικά με τη μάχη του 2019 – είχε έξι που κατέληξαν δύο. Πολλά σε αυτήν την περίπτωση θα εξαρτηθούν από τα κόμματα που θα υπερβούν το όριο του 3%, καθώς το νέο σύστημα που ψηφίστηκε τον περασμένο Γενάρη προβλέπει η δεύτερη κατανομή να ευνοεί εκείνα που έλαβαν υψηλότερα ποσοστά.
Αρβανίτης, Παππάς, Φαραντούρης
Ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται ποια πρόσωπα θα είναι εκείνα που είτε θα λάβουν το χρίσμα προκειμένου να βρεθούν στο Ευρωκοινοβούλιο είτε θα το διεκδικήσουν μέχρι τέλους ευελπιστώντας σε αυτήν την πολυπόθητη τέταρτη έδρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας δημοσκοπήσεων Good Affairs.
Ο ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεχωρίσει από τους άλλους τον Κώστα Αρβανίτη κι αυτό δεν μοιάζει ν’ αλλάζει πριν από την τελική ευθεία. Όπως ειπώθηκε στο Βήμα, στο πρόσωπό του αντανακλάται η γενικότερη πολιτική του κόμματος στην Ευρώπη, η μαχητικότητα, η αποφασιστικότητα και η «απογύμνωση της εγχώριας δεξιάς ολίσθησης». Άρα η επανεκλογή του είναι μια συνέχεια και μια επιβράβευση των όσων έπραξε την προηγούμενη πενταετία. Κάτι που δεν φαίνεται πως θα ισχύσει στο έπακρο τουλάχιστον με την Έλενα Κουντουρά, η οποία δεν έχει καταβολές από το κόμμα και δίνει μάχη να προλάβει το τρένο.
Ο παλαίμαχος μπασκετμπολίστας Νίκος Παππάς καρπώνεται πόντους από το προφίλ του αντισυμβατικού που λανσάρει και μαζί από την απήχηση που εμφανίζει στη νεολαία. Για κάποιους πάντως μετρά επαρκώς και η ολοκληρωτική συνεπωνυμία του με τον έτερο Νίκο Παππά της Κουμουνδούρου, αφού μερίδα κόσμου μπερδεύεται και θεωρεί πως είναι αυτός που διεκδικεί την εκλογή του.
Με την υποψηφιότητα του Νικόλα Φαραντούρη, που κερδίζει διαρκώς έδαφος χάρη στην εξωστρέφεια, στην αλεγρία, στην κοινωνικότητα αλλά και στη σοβαρότητα που τον διακρίνει, ταυτίζονται περισσότερο οι «ευρωπαϊστές» της κάλπης. Όπως και «προεδρικοί» ψηφοφόροι της παλιάς φρουράς. Πρόκειται, άλλωστε, για άνθρωπο με βαθιά γνώση του αντικειμένου κι εμπειρία ετών σε ζητήματα που απασχολούν το σήμερα και το αύριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τον Αλ. Τσίπρα.
Η «μάχη» των γυναικών και οι «κομματικοί»
Ψηλά σε δημοφιλία εξακολουθεί να είναι και η Σοφία Μπεκατώρου, αν και αποφεύγει να δημιουργεί ντόρο γύρω από το όνομά της κρατώντας χαμηλούς τόνους. Στο πρόσωπό της άλλωστε συναντώνται οι επιτυχίες της στους Ολυμπιακούς και η έκφραση του ελληνικού #metoo. Άρα είναι ένας πόλος έλξης για ψηφοφόρους που αναζητούν ξεκάθαρους συμβολισμούς στην επιλογή τους.
Εφόσον τα προγνωστικά ισχύσουν, αυτή η μάχη της τέταρτης έδρας θα είναι μια καθαρά γυναικεία υπόθεση, δεδομένου πως η Ελ. Κουντουρά και η Δώρα Αυγέρη διεκδικούν με ισόποσες πιθανότητες το εισιτήριο για τις Βρυξέλλες. Αμφότερες εμφανίζονται πιο μπροστά τόσο από τη Δώρα Τσαμπάζη όσο και τη Μυρτώ Κοροβέση, η οποία (σταθερά στο πλευρό του Στ. Κασσελάκη) επιδιώκει να εκπροσωπήσει το φρέσκο του ΣΥΡΙΖΑ ως η νεαρότερη -μαζί με τη συνομήλική της Ιφιγένεια Μουμτζή- υποψήφια στο ευρωψηφοδέλτιο.
Κομματικά στελέχη όπως ο Γιώργος Τσίπρας, ο Παναγιώτης Κουρουμπλής και η Ολυμπία Τελιγιορίδου δεν φαίνεται πως κερδίζουν την προτίμηση και κατ’ επέκταση τη μάχη του σταυρού. Κινούνται σταθερά κάτω από υποψηφιότητες όπως του ηθοποιού Μάριου Αθανασίου κι εκτιμάται από αναλυτές αυτό ως ένα πρόδηλο σημάδι πως την επομένη των Ευρωεκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πιθανόν ένα άλλο κόμμα. Με ό,τι αυτό περιλαμβάνει.