Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.
Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.
Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Κατάμεστη πλατεία
To ζεστό Κυριακάτικο βράδυ της 22ας Ιουλίου του 1951, η κεντρική πλατεία της Λάρισας είναι κατάμεστη. Άνδρες, γυναίκες παιδιά, οικογένειες, ζευγάρια, παρέες έχουν γεμίσει τις γύρω ταβέρνες και τα καφενεία, ενώ πλήθος κόσμου κάνει τον περίπατό του διασχίζοντας το κεντρικότατο αυτό σημείο της πόλης.
Κανένας τους όμως δεν παρατήρησε έναν νεαρό άνδρα να περπατά και να φτάνει κάτωχρος στην πλατεία.
Ξαφνικά επικρατεί χάος. Μια σειρά πυροβολισμών σκορπίζει σε όλους τον πανικό. Εκατοντάδες κόσμου τρέχουν αλλόφρονες.
Τρες άνδρες, μία γυναίκα και ένα νεαρό κορίτσι βρίσκονται αιμόφυρτοι στο έδαφος. Ο ένας από αυτούς, ο 19χρονος Γρηγόρης Βογιατζής, που μόλις είχε φτάσει στην πλατεία πεθαίνει ακαριαία.
Πώς από την απόλυτη ξεγνοιασιά η κεντρική πλατεία της Λάρισας βυθίστηκε στη φρίκη;
Όλα ξεκίνησαν κάποιους μήνες νωρίτερα.
Την αδελφή του φίλου του
Ο Βαγγέλης Θανάκης και ο 19χρονος Γρηγόρης Βογιατζής είναι φίλοι. Σε μια εποχή που οι ερωτικές σχέσεις έπρεπε απαραιτήτως να οδηγούν σε γάμο και φυσικά προ αυτού να μην υπάρχει σεξουαλική επαφή, όπως γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 24ης Ιουλίου 1951, «ο Βογιατζής είχεν ερωτικάς σχέσεις μετά της αδελφής του Θανάκη».
Όταν ο Θανάκης πληροφορήθηκε τον δεσμό της αδελφής του με τον φίλο του, «συνέστησε εις το θύμα όπως νυμφευθή την αδελφήν του αφού ο δεσμός των είχε γίνει».
Παρά τις πιέσεις του Θανάκη, ο Βογιατζής δεν έκανε καμία κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή. Έτσι, ο Θανάκης αποφάσισε να «ξεπλύνει» την χαμένη τιμή της αδελφής του με τον τρόπο που πολύ συχνά, την εποχή εκείνη, αποφάσιζαν οι θιγόμενοι να επιλύουν τα ζητήματα αυτά.
Το μοιραίο βράδυ
Φτάνουμε έτσι, στο απόγευμα της 22ας Ιουλίου. Ο Θανάκης υπηρετεί στον στρατό και την ημέρα εκείνη έχει βάρδια σε σκοπιά. Παρέμεινε στη θέση του για κάμποση ώρα, ώσπου ήρθε στιγμή να κάνει αυτό που είχε από μέρες αποφασίσει.
«Ο Θανάκης ήτο το εσπέρας της Κυριακής σκοπός εις στρατιωτικόν οίκημα, μόλις δε ενύκτωσεν εγκατέλειψε την θέσιν του συμπαραλαβών και το αυτόματόν του».
Ο Θανάκης εγκαταλείπει, λοιπόν, τη σκοπιά του οπλισμένος με ένα γεμάτο αυτόματο.
«Τράβα προς την πλατείαν»
Λίγα λεπτά αργότερα αναζήτησε και εντόπισε τον παλιό του φίλο και άρχισε, πάντα οπλισμένος, να τον παρακολουθεί για αρκετές ώρες.
Θα έλεγε κανείς ότι ο Θανάκης θα περίμενε την κατάλληλη στιγμή να βρεί το θύμα του σε κάποιο απόμερο σημείο της πόλης, όμως έκανε ακριβώς το αντίθετο ακολουθώντας μάλιστα μια απάνθρωπη τακτική.
«Ο δράστης ο οποίος επ’ αρκετήν ώρα προ του εγκλήματος παρηκολούθησε καθ’ οδόν το θύμα, το επλησίασε εις μίαν στιγμήν και του είπε: “Τράβα προς την πλατείαν. Εκεί θα σε σκοτώσω”.
O Boγιατζής έτοιμος να λιποθυμήσει και έχοντας χάσει κάθε ίχνος ψυχραιμίας και δυνατότητας να αντιδράσει συνέχισε, πειθήνια, να περπατάει.
«Παρ’ όλον ότι ήτο πανικόβλητος συνεμορφώθη με την σύστασιν του φονέως και κατηυθύνθη εις την πλατείαν ελπίζων προφανώς ότι ο δράστης θα εδίσταζε να πραγματοποιήση την φοβεράν απειλήν του εμπρός εις τόσον κόσμον».
Πυρ
Λίγα λεπτά αργότερα και ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθρώπους κάθε ηλικίας, το αλλόκοτο αυτό δίδυμο έφτανε στον προορισμό του, την κεντρική πλατεία της Λάρισας.
Μπροστά, ζωντανός – νεκρός με βηματισμό μελλοθάνατου περπατούσε ο 19χρονος Βογιατζής, και πίσω του, μεθυσμένος και οπλισμένος, ο Θανάκης που, σημειωτέον, είχε διατελέσει μέλος του δοσιλογικού τάγματος ασφαλείας ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως).
Φτάνουν στη γωνία της πλατείας. Και μετά…Πυρ.
«Εις την γωνίαν της πλατείας ο στρατιώτης (…) εξεκένωσε το αυτόματον του εναντίον του Γ, Βογιατζή ετών 19 τον οποίον άφηκεν άπνουν».
Αδειάζοντας κυριολεκτικά το αυτόματο όπλο του πάνω στον Βογιατζή, ο Θανάκης άρχισε να ουρλιάζει πάνω από το αιμόφυρτο και ακαριαία νεκρό θύμα του:
«Έκαμα αυτό που ήθελα για την τιμή της αδελφής μου»
Αμέσως μετά παραδόθηκε σε άνδρες της ΕΣΑ που κατέφθαναν στην περιοχή.
Κι άλλα θύματα
Ο Βογιατζής μπορεί να είχε σκοπό να σκοτώσει μόνο τον Θανάκη, όμως όπως ήταν πολύ πιθανό να συμβεί υπήρξαν και άλλα θύματα.
«Βλήματα του αυτομάτου εκτύπησαν εξ’ άλλου τον εκ μπετόν στύλον του ηλεκτρικού ρεύματος της γωνίας.
»Άλλες δε ετραυμάτισαν τον Γ. Καλογιάννην, (…) την Ευτυχίαν, σύζυγον Αθ. Χατζηπαύλου, τον Γ. Βραΐδην και την νεάνιδα Αν. Μπαλάρα.
»Η τελευταία είχε σοβαρώτατα τραυματισθή».
Λίγη ώρα αργότερα ανακοινώθηκε πως «εκ των τραυματισθέντων υπέκυψεν εις τα τραύματά της η Αναστασία Μπακατάρα».
Στις 6 Αυγούστου, το Διαρκές Στρατοδικείο καταδίκασε τον Θανάκη «παμψηφεί εις θάνατον».