Η ύπαρξη κρυπτοσπορίδιου σε δεξαμενή στην περιοχή Brixham στα νοτιοδυτικά της Αγγλίας έχει σημάνει συναγερμό στις Αρχές. Οι περίπου 16.000 κάτοικοι της πόλης έχουν ήδη ενημερωθεί να μην πίνουν το νερό που φτάνει στα σπίτια τους.
Ήδη, 46 άνθρωποι έχουν βγει θετικοί στην κρυπτοσποριδίαση και οι ειδικοί τους συνιστούν να βράζουν το νερό πριν το καταναλώσουν. Οι Αρχές αναζητούν την πηγή της μόλυνσης χωρίς ωστόσο να έχουν καταλήξει σε αυτήν. Παράλληλα, δεν μπορούν να δώσουν χρονοδιάγραμμα για το πότε θα καθαρίσει το νερό.
Τι είναι το κρυπτοσπορίδιο;
Το κρυπτοσπορίδιο (Cryptosporidium) είναι ένα ενδοκυτταρικό παράσιτο της συνομοταξίας των Apicomplexa που μολύνει τον άνθρωπο, τα βοοειδή, τα πουλιά, τα ψάρια και τα ερπετά. Ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του εντός του ξενιστή, δημιουργώντας κύστεις που απεκκρίνονται στα κόπρανα, μολύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο νέους ξενιστές. Παρότι έχουν περιγραφεί 22 είδη κρυπτοσποριδίου, σχεδόν το 90% των κρουσμάτων κρυπτοσποριδίωσης στους ανθρώπους αποδίδεται σε δύο μόνο είδη, το C. hominis (προηγουμένως γνωστό ως C. parvum γονοτύπου 1) και το C. parvum. Τα κρυπτοσπορίδια C. meleagridis, C. canis, C. felis, C. suis, C. muris, C. fayeri, C. ubiquitum και C. cuniculus προκαλούν σπανιότερα νόσηση στον άνθρωπο.
Το παράσιτο προστατεύεται από ένα εξωτερικό περίβλημα, το οποίο του επιτρέπει να επιβιώνει έξω από τον ξενιστή για μακρά χρονικά διαστήματα και το καθιστά ιδιαίτερα ανθεκτικό στα επίπεδα που κυμαίνεται συνήθως η συγκέντρωση χλωρίου στο πόσιμο νερό και στις κολυμβητικές δεξαμενές. Ο βρασμός είναι η πιο κοινή μέθοδος για την εξάλειψη του παρασίτου από το νερό. Αντίθετα, τα αντισηπτικά gel χεριών δεν έχουν καμία επίδραση στο μικροοργανισμό.
Το κρυπτοσπορίδιο έχει παγκόσμια κατανομή και μπορεί να ανεβρεθεί σε επιφανειακά ύδατα, σε πισίνες, σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, καθώς και σε νοσοκομεία.
Η επιδημία του 1993 στο Μιλγουόκι
Παρότι η κρυπτοσποριδίωση δεν αποτελεί νέο νόσημα, η ιδιότητα του να προκαλεί νόσηση στους ανθρώπους αναγνωρίστηκε πρώτη φορά το 1976. Ενοχοποιείται τόσο για σποραδικά κρούσματα, όσο και για μεγάλες υδατογενείς επιδημίες με χαρακτηριστική εκείνη του 1993 στο Μιλγουόκι των ΗΠΑ με 403.000 κρούσματα. Η κλινική εικόνα του νοσήματος περιλαμβάνει κυρίως έντονες υδαρείς διάρροιες, κοιλιακό άλγος και κοιλιακές κράμπες, απώλεια όρεξης, πυρετό, ναυτία, έμετο και αφυδάτωση. Στα άτομα με φυσιολογικό ανοσοποιητικό σύστημα η λοίμωξη είναι είτε ασυμπτωματική είτε εκδηλώνεται με οξέα διαρροϊκά επεισόδια, ενώ ένα μικρό ποσοστό ατόμων εμφανίζει εμμένουσα διάρροια διάρκειας μερικών εβδομάδων.
Ο αριθμός των ωοκύστεων που χρειάζεται για να νοσήσει ένα υγιές άτομο (λοιμογόνος δόση) είναι χαμηλός. Έχει περιγραφεί εμφάνιση κρυπτοσποριδίωσης, σε κατά τα άλλα υγιή άτομα, μετά από κατάποση 10-30 ωοκύστεων. Σημειώνεται ότι σε ένα διαρροϊκό επεισόδιο μολυσμένου ανθρώπου ή ζώου απελευθερώνονται εκατομμύρια κρυπτοσπορίδια. Ο αγωγός που συμβάλλει περισσότερο στη μετάδοση του νοσήματος και στην εμφάνιση επιδημιών κρυπτοσποριδίωσης είναι το νερό (νερό δικτύου ύδρευσης, κολύμπι σε πισίνα/σιντριβάνι κλπ.)
Μία και μόνο βουτιά ενός μολυσμένου ατόμου αρκεί για να μολυνθεί μία πισίνα. Τα ανοσοκατεσταλμένα άτομα, τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι είναι πιθανό να εμφανίσουν σοβαρή μορφή κρυπτοσποριδίωσης που χαρακτηρίζεται από διάρροιες όπως της χολέρας, σοβαρή δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και απώλεια έως και 10% του σωματικού τους βάρους. Τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς αυτές ομάδες είναι πιθανό να γίνουν χρόνιοι φορείς του νοσήματος και τα συμπτώματα να επιστρέψουν σε περίπτωση που επιδεινωθεί η ανοσολογική κατάσταση τους.
Ποιοι κινδυνεύουν
Η θνητότητα του νοσήματος στα δηλωθέντα κρούσματα με εργαστηριακή επιβεβαίωση είναι της τάξης του 0,6%. Μεγαλύτερη θνητότητα παρατηρείται στους ηλικιωμένους. Στους ανοσοκατεσταλμένους, το κρυπτοσπορίδιο μπορεί να εξαπλωθεί πέρα από το λεπτό και το παχύ έντερο, αποικίζοντας τους πνεύμονες, το πάγκρεας και το στομάχι με αποτέλεσμα να αναφέρεται πόνος στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλιακής χώρας.
Το παράσιτο μπορεί, επίσης, να μολύνει το χοληφόρο σύστημα προκαλώντας χολοκυστίτιδα και χολαγγειίτιδα. Σύμφωνα με μελέτες, η διάρκεια της συμπτωματικής φάσης του νοσήματος είναι περίπου 3,5 ημέρες για τα άτομα που δεν χρήζουν ιατρικής βοήθειας, 7 ημέρες για αυτούς που αναζητούν ιατρική φροντίδα αλλά δεν χρήζουν νοσηλείας και 18,4 ημέρες για τα άτομα που εισάγονται στο νοσοκομείο. Το νόσημα παρουσιάζει αυξημένη επίπτωση τους καλοκαιρινούς μήνες μέχρι και την αρχή του φθινοπώρου.
Με πληροφορίες από τον ΕΟΔΥ