«Πότε μια αυτοκρατορία πεθαίνει; Γίνεται αμέσως ή σταδιακά;» Τα ερωτήματα ακούγονται στην τελευταία ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Megalopolis» που προβλήθηκε την Πέμπτη το απόγευμα εντός διαγωνισμού στις Κάννες. Και κακά τα ψέματα. Αν υπάρχει ένας σκηνοθέτης που ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αυτοκρατορία αλλά και τι πτώση της, αυτός είναι ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ταινίες όπως ο «Νονός», ο «Νονός 2» και η «Αποκάλυψη Τώρα!», ο Κόπολα καθόταν στην θέση του κινηματογραφικού αυτοκράτορα. Και μετά την παταγώδη αποτυχία της υπερφιλόδοξης και υπερσπάρταλης ταινίας του «Μια νύχτα, ένας έρωτας» έπεσε από τον θρόνο του απότομα, όχι σταδιακά.
Σε κάθε περίπτωση, με τον τρόπο του, στη νέα του αυτή ταινία, που ανήκει στα μεγάλα γεγονότα της φετινής διοργάνωσης, ο Κόπολα μας λέει ότι η κατάρρευση ίσως έχει ήδη έρθει. Διότι η εικόνα της κοινωνίας που μέσα σε δυόμισι περίπου ώρες δείχνει η «Megalopolis», εντάσσεται στο σύμπαν του απόλυτου χάους, της παράνοιας της ασάφειας και της ανάγκης για μια ριζική αλλαγή που φαίνεται ότι είναι τα συστατικά της αμερικανικής κοινωνίας σήμερα (και ίσως όχι μόνο της αμερικανικής).
Κεντρικό πρόσωπο στην «Megalopolis» είναι ένας σπουδαίος, ιδιοφυής αρχιτέκτονας ονόματι Σίζαρ/ Καίσαρας Καταλίνα (τον υποδύεται ο πολύ καλός Άνταμ Ντράιβερ) ο οποίος έχει την φιλοδοξία της δημιουργίας μιας «νέας» πόλης που θα πάρει την θέση της μουχλιασμένης παλιάς. Αυτή είναι η Megalopolis που εμφανώς αντικατοπτρίζει τη Νέα Υόρκη, αν και αυτό, στην ταινία ποτέ δεν ονομάζεται με καθαρότητας. Οι ουρανοξύστες, όπως και το άγαλμα της Ελευθερίας είναι όμως δείγματα.
Ο Σίζαρ γκρεμίζει κτίρια για να τα αντικαταστήσει με άλλα και αυτή η δραστηριότητά του, έχει διχάσει την κοινωνία σε φανατικούς υποστηρικτές του όπως και φανατικούς εχθρούς του. Ένας από τους τελευταίους είναι ο δήμαρχος της πόλης, ο Κικέρων (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο) με του οποίου την κόρη, Τζούλια (Nάταλι Εμάνουελ) ο πρώτος είναι ερωτευμένος.
Είναι προφανές ότι στη «Megalopolis», ο Κόπολα αποπειράται μια «σύνδεση» της ρωμαϊκής Ιστορίας και του Ιουλίου Καίσαρα με το αμερικανικό όνειρο στο αμερικανικό μέλλον που όμως, ίσως τελικά να είναι το παρόν. Υπάρχουν σκηνές όπως του μεταμοντέρνου Κολοσσαίου όπου νιώθεις πως παρακολουθείς το «Σατυρικόν» του Φεντερίκο Φελίνι σε φουτουριστικό αμπαλάζ.
Από τους τίτλους αρχής δε της ταινίας, την οποία ο Κόπολα αναφέρει ως «παραμύθι» (Fable) ακούμε τον αφηγητή να λέει ότι το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν διαφέρει από εκείνο της αρχαίας Ρώμης αν και το ερώτημα είναι τι μπορεί να κάνει κανείς για να προστατέψει την Αμερική και να μην καταρρεύσει όπως κατέρρευσε η Ρώμη.
Οικογένεια, εξουσία, τρομοκρατία, ανανέωση, σύγκρουση με τις παραδόσεις, συζήτηση για το μέλλον. Η ταινία έχει απανωτές αναφορές σε όλα αυτά τα θέματα – και πολλά άλλα – ενώ παρότι περιέχει σχεδόν όλο τον μέχρι σήμερα κινηματογραφικό «κόσμο» του δημιουργού της, καταφέρνει να αποκτήσει μια απολύτως δική της, ξεχωριστή όψη και ταυτότητα.
Θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο, ως και κάπως άδικο να προσπαθήσει κανείς να ασκήσει κριτική στην «Megalopolis» λίγο μετά την πρώτη θέασή της. Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι βλέποντάς την βυθίζεσαι σε ένα χαοτικό σύνολο και στιγμές που ανατριχιάζεις από την μεγαλοπρέπεια του θεάματος. Πάνω από όλα είναι μια ταινία που πρέπει να «καθίσει» μέσα σου πριν εκφράσεις ξεκάθαρη γνώμη για αυτήν. Και αυτό απαιτεί χρόνο.
Το σίγουρο πάντως είναι, ότι σε όλα της, η «Megalopolis» είναι μια μεγάλη ταινία. Μεγάλη σε διάρκεια (πάνω από δυόμιση ώρες), μεγάλη σε ιδέες, μεγάλη σε εικόνες αλλά και μεγάλη, στην υπερβολή όπως και στην ανισότητά της.
*Θες να μάθεις περισσότερα για το 77ο Φεστιβάλ Καννών; Άκουσε το τελευταίο επεισόδιο του «Σινεμά στη σέντρα» με τους Γιάννη Ζουμπουλάκη και Αντώνη Καρπετόπουλο.