Ο Μπεν είναι αλκοολικός. Eχει απολυθεί από τη δουλειά του και υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα που θα του επιτρέψουν να πιει τόσο ώστε να πεθάνει πριν χρεοκοπήσει. Ο Μπεν ζει στο Λος Aντζελες, όπου το βασικό του πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ανοικτό μπαρ μεταξύ 2 και 6 τα ξημερώματα. Ο Μπεν αποφασίζει να μετοικίσει στο Λας Βέγκας, εκεί όπου τα μπαρ δεν κλείνουν ποτέ. Στα καζίνο το φως μένει ανοικτό όλη τη μέρα και δεν υπάρχουν παράθυρα. Στο Λας Βέγκας δεν υπάρχει χρόνος. Το πρώτο πράγμα που κάνει ο Μπεν στο Λας Βέγκας είναι να βάλει ενέχυρο το ρολόι του, χωρίς καμιά πρόθεση να το πάρει πίσω. Του είναι πλέον άχρηστο.
Στο Λας Βέγκας δουλεύει και η Σέρα. Είναι σεξεργάτρια που προσπαθεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, μακριά από τον προαγωγό της. Βγάζει καλά λεφτά, ζει σε ακριβή γειτονιά και τζογάρει με σύνεση. Δεν επιδιώκει να αλλάξει ζωή, δεν έχει σχέδια για το μέλλον, ζει σε μια αιώνια επανάληψη του ιδίου.
Ο Μπεν και η Σέρα δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα. Είναι οι δύο βασικοί ήρωες στο «Αφήνοντας το Λας Βέγκας», το μυθιστόρημα του Τζον Ο’ Μπράιεν που γνωρίζουμε όλοι και όλες μετά την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Μάικ Φίγκις το 1995. Ο αλκοολικός και η πόρνη που συναντιούνται στο Λας Βέγκας είναι ο αντίποδας του αμερικανικού ονείρου, η απόδειξη ότι δεν υπάρχει στην κοινωνική οργάνωση κάποιο βέλος του χρόνου, η απόδειξη ότι το παρόν μπορεί να είναι αιώνιο – και βαλτώδες.
Μοιάζει περίεργο να σκεφτεί κανείς ότι το Λας Βέγκας δεν υπήρχε από πάντα. Ιδρύθηκε μόλις το 1905, μια μέρα σαν σήμερα, για να φτάσει από τη δεκαετία του 1950 να αποικήσει το συλλογικό φαντασιακό ως η πόλη του απόλυτου τώρα. Πηγαίνοντας στο Βέγκας απεκδύεται κανείς την πραγματικότητα, εισερχόμενος σε κάτι που ανάλογα με τη διάθεση μπορεί να είναι όαση ή έρημος του πραγματικού. Σ’ ένα από τα διασημότερα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Φιλαράκια» είναι στο Βέγκας όπου μεθυσμένοι και χωρίς συνείδηση (άρα εκφράζοντας την πραγματική τους θέληση) ο Ρος και η Ρέιτσελ παντρεύονται. Μήπως δεν κρατάει ακόμα αυτός ο γάμος;
Η ιδέα του αιώνιου παρόντος που το Βέγκας συντηρεί από τα ξενοδοχεία ως τα καζίνο του είναι ίσως η μεγαλύτερη συμβολή του αμερικανικού lifestyle στην ανθρωπότητα. Δεν είναι η «κόλαση» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ούτε ο «παράδεισος» του κομμουνισμού που καθορίζουν τις προσδοκίες των ανθρώπων που το επισκέπτονται, αλλά η διαρκής παρουσία σε ένα Καθαρτήριο, όπου η προσδοκία έχει ξεχάσει τον εαυτό της. Ασχέτως της νίκης ή της ήττας η ζωή στο καζίνο προσφέρει τον ενθουσιασμό της ύπαρξης μιας δυνατότητας – η οποία δεν πραγματώνεται ακριβώς γιατί επαναλαμβάνεται στο διηνεκές ως δυνατότητα.
Αν σκέφτεστε ότι όλο αυτό είναι εξωτικό, υπερβολικά αφηρημένο ή αδιάφορα φιλοσοφικό, θα σας πρότεινα να το ξαναδείτε. Η ιδέα της καθήλωσης στο παρόν αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξής μας σε ένα περιβάλλον διάχυσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η τελευταία μεγάλη επινόηση εκεί, τα stories στο Facebook και το Instagram, πέτυχαν να «φυλακίσουν» άπαξ για παντός τον χρήστη στο εσωτερικό τους. Με διάρκεια ζωής μία ημέρα τα stories απαιτούν να είσαι εκεί διαρκώς για να μη τα χάσεις. Και όπως επαναλαμβάνονται, παρόμοια και ευτελή – ένα φαγητό, ένα ποτό, μια selfie – μοιάζουν με επιτόπια άλματα λογικής σε έναν κόσμο όλο και πιο παράλογο.