Η κλασική και μοντέρνα άρνηση της βυζαντινής («ελληνορωμαϊκής») ορθοδοξίας σε συνδυασμό με την εδώ και δύο αιώνες άρνηση του Θεού («αθεΐα») στο πλαίσιο του δυτικού ρασιοναλισμού -δεξιόστροφου και αριστερόστροφου- αποστρέφει το βλέμμα από ένα γεγονός ουσιώδες για όσους λαλούν και αγαπούν τα ελληνικά ή θέλουν να μιλούν ελληνικά τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους.
Με δυο λόγια και με μια «μεταφορική» εικόνα, αποδίδω το γεγονός αυτό ως εξής:
Εδώ και είκοσι αιώνες, ένα γαϊδουράκι ακάματο, έξυπνο και ακατάβλητο, φορτωμένο με σπόρους αειθαλείς, γράμματα και λέξεις και συνδυασμούς αυτών, ταξιδεύει στην ανατολή από τόπο σε τόπο, αφήνει σπόρους να φυτρώσουν και συνεχίζει. Του αρέσει να ξεκουράζεται και να δροσίζεται έξω από ναούς, μεγάλους και μικρούς. Το γαϊδουράκι αυτό, που έχει κουβαλήσει την ελληνική γλώσσα από την εποχή του Ιησού Χριστού μέχρι σήμερα, είναι η Εκκλησία μας, μια θεανθρώπινα οργανωμένη κοινότητα.
Μια γλώσσα που έχασε την εμβέλειά της στους αιώνες· μια γλώσσα που μιλιότανε όλο και πιο παραφθαρμένη από ανθρώπους που δεν τη διδάσκονταν, απλά την άκουγαν· μια γλώσσα που διώχθηκε παντοιοτρόπως· μια γλώσσα που αναμείχθηκε ευλόγως με αραβικά, τούρκικα, ιταλικά, βλάχικα και αρβανίτικα, αυτή η γλώσσα σώθηκε· και σώθηκε, γιατί αυτό το γαϊδουράκι, η Εκκλησία, έκανε με προσήλωση τη δουλειά του. Τι κι αν οι πιο πολλοί (ενδεχομένως ακόμη και ψάλτες, καλόγεροι και ιερείς) δεν καταλάβαιναν -και δεν καταλαβαίνουν- πολλές από τις λέξεις και τις προτάσεις που ακούγανε και ακούνε στην Εκκλησία. Ακούνε πάντως, ρουφάνε θα έλεγα, τη γλώσσα των Ευαγγελίων, τη γλώσσα που μιλούσε, καθώς φαίνεται, ο ίδιος ο Ιησούς. Οι λέξεις, οι φράσεις -τραγουδιστά πολλές φορές- περνάνε μέσα τους με μία ακατάληπτη συνέχεια.
Δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα με το μυαλό, αλλά τη βιώνουν με την ψυχή τους. «Ότε εκ του ξύλου καθελών», προφανώς και δεν ήξεραν ακριβώς τι είναι το «καθελών», αλλά ξέρουν το ξύλο· έχουν δει και πονέσει με τη Σταύρωση, οπότε μέσα τους αποτυπώνεται ένας γλωσσικός σπόρος που γεννάει γλώσσα τρέχουσας επικοινωνίας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες και με συγκεκριμένα ερεθίσματα.
Φανταστείτε πολλούς αιώνες ανθρώπων που δεν είχαν πάει σχολείο, οι οποίοι μιλούσαν ελληνικά ή βλάχικα ή αρβανίτικα ή τούρκικα ή ιταλικά. Μην πάμε μακριά: αυτή ήταν η πραγματικότητα στα 1800 μ.Χ. σε μεγάλα τμήματα της σημερινής Ελλάδος και της Μικράς Ασίας. Οι πρόγονοί μας (αυτοί οι «νέοι» μας πρόγονοι, πολύ πιο πρόγονοι κυριολεκτικώς από τους «αρχαίους ημών προγόνους») δεν ήξεραν να διαβάζουν. Άκουγαν όμως, τον παπά στην Εκκλησία. Άκουγαν το «άρον-άρον», άκουγαν το «τετέλεσται», το «πάτερ ημών» και τον «άρτον τον επιούσιον», το «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν», το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», το «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης», το «ουαί ημίν», το «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», το «όσοι πιστοί προσέλθετε», το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», το «ο Κύριος μετά σου», το «Ησαΐα χόρευε», το «μετά βαΐων και κλάδων», το «νίπτω τα χείρας μου», το «δεύρο έξω», το «Δεύτε λάβετε φως», το «Μνήσθητί μου Κύριε» και τόσα άλλα.
Τόσα που πέρασαν στη ζωή και την καθημερινότητα, έγιναν κοινό κτήμα και αποτέλεσαν ένα πολύτιμο ισχυρό στήριγμα για την διάσωση της γλώσσας σε χαλεπούς καιρούς. Αφήστε που ήτανε και γλώσσα αντίστασης και ελευθερίας, σε καιρούς σκοτεινής σκλαβιάς. Το άκουσμά της, το λάλημά της ήταν γλυκό, γάργαρο νερό απ’ την πηγή της λευτεριάς. Ήτανε φρόνημα και πράξη και κώδικας αντίστασης κατά του αλλόγλωσσου κατακτητή που στόχευσε πολλές φορές να την εξαφανίσει.
Καθώς έβλεπα και πάλι γεμάτες τις Εκκλησίες αυτό το Πάσχα και τους πιστούς να ακούνε με ευλάβεια τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας, αναρωτήθηκα:
Αυτήν τη γλώσσα της Εκκλησίας, τους σπόρους που κράτησαν ζωντανή τη λαλούμενη τώρα ελληνική γλώσσα, γιατί να μη τη διδασκόμαστε στα σχολεία; Γιατί να μην υπάρχει ένα παράλληλο με τη διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής μάθημα στα σχολεία και για την κοινή ελληνική γλώσσα των Ευαγγελίων και της Εκκλησίας, για όλα αυτά τα τροπάρια, τα κοντάκια και τους ύμνους των αιώνων που ακολούθησαν;
Αυτή θα ήταν η ανταπόδοση τιμής και ευχαριστίας μιας νέα πλουραλιστικής ελληνόγλωσσης κοινότητας προς την κοινότητα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Μια πράξη σεβασμού, αναβάπτισης και μνήμης προς τους βυζαντινούς ημών προγόνους, αυτοκράτορες, ακρίτες και κολλήγους. Ένα τάισμα, ένα νερό στην ποτίστρα, ένα χάδι, ένα χαμόγελο προς το γαϊδουράκι που κουβαλάει τη γλώσσα μας εδώ και είκοσι αιώνες.
Ο κύριος Γιώργος Μεντής είναι καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών.