Σε λίγες ημέρες οι Έλληνες πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν τους εκπροσώπους τους στο ευρωκοινοβούλιο. Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα πέρασε από πολλά κύματα για να φτάσει στο σημείο που είναι σήμερα. Η διαδικασία ένταξης πέρασε από πολλά στάδια με την επιβολή της Δικτατορίας να παγώνει τις εξελίξεις.
Πώς φτάσαμε όμως εδώ και ποιοι ήταν οι σκόπελοι που ξεπεράστηκαν ώστε η χώρα μας να είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Οι πρώτες συνομιλίες για την σύνδεση με την ΕΟΚ
Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή θα πρέπει να γυρίσουμε στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50. Η τότε κυβέρνηση άρχισε τις διερευνητικές συνομιλίες με τα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας. Οι επαφές είχαν να κάνουν για τη σύνδεση και όχι για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην νεοσύστατη ΕΟΚ.
Ο βασικός λόγος αυτής της προσπάθειας αφορούσε τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας οι οποίες δεν επέτρεπαν την πλήρη ένταξή της σε αυτήν. Επρόκειτο για μία κίνηση με την οποία ουσιαστικά η χώρα μας θα κέρδισε χρόνο ώστε να καταφέρει να φέρει την οικονομία της σε τέτοιο επίπεδο ώστε μελλοντικά να γίνει πλήρες μέλος της.
Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε τη σχετική αίτηση για συμφωνία σύνδεσης στις 8 Ιουνίου του 1959 και έγινε η πρώτη χώρα που το επιδίωξε αυτό. Λίγες ημέρες αργότερα οι υπουργοί εξωτερικών των έξι ιδρυτικών χωρών αποφάσισαν να αποδεχτούν την αίτηση και να αρχίσει ο κύκλος των διαπραγματεύσεων.
Σημείο τριβής στις επαφές των δύο πλευρών αποτέλεσαν τα γεωργικά προϊόντα. Κάτι που φάνηκε από τις πρώτες επαφές και επιβεβαιώθηκε όταν άρχισαν οι επίσημες διαπραγματεύσεις τον Μάρτιο του 1960. Από την αρχή τόσο η Ιταλία όσο και η Ολλανδία προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στις ελληνικές προτάσεις για το κομμάτι των αγροτικών προϊόντων.
Η υπογραφή της σύνδεσης
Μετά από σχεδόν ένα χρόνο σκληρών διαπραγματεύσεων ανακοινώθηκε η επίθεση οριστικής συμφωνίας για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επίτευξη της συμφωνίας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε να ευχαριστήσει όσους βοήθησαν για αυτή.
«Όσον αφορά εις τα οικονομικά θέματα, οφείλω να εξάρω την κατανόηση και την προθυμία την οποίαν επέδειξαν ο καγκελάριος Αντενάουερ και οι συνεργάτες του δια την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι οικονομικές συμφωνίες στις οποίες καταλήξαμε θα είναι μεγάλης σημασίας δια την πρόοδο της οικονομίας της χώρας μας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Την ημέρα της υπογραφή της συμφωνίας επεσήμανε: «Στη συνείδηση των Ελλήνων η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα δεν αποτελεί απλώς μια οικονομική κοινοπραξία, αλλά οντότητα με ευρύτερη πολιτική αποστολή και σημασία. Εάν πρώτοι επιδιώξαμε τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, το πράξαμε εμπνεόμενοι από την πίστη ότι η οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης θα οδηγήσει στην ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα και δια αυτής εις την ενίσχυση της δημοκρατίας και της ειρήνης σε ολόκληρο τον κόσμο».
Στο επίσημο ανακοινωθέν της ελληνικής κυβέρνησης τονίζεται ότι η «συμφωνία σκοπό έχει να ενισχύσει τους πολιτικούς και πνευματικούς δεσμούς οι οποίοι εκ παραδόσεως ένωναν την Ελλάδα με τις έξι χώρες της Κοινότητας μέσω της δημιουργίας νέων οικονομικών δεσμών οι οποίοι θα συμπληρώσουν την ένωση αυτή».
Η επιβολή της Δικτατορίας και το «πάγωμα» της συμφωνίας
Από το 1963 μέχρι και το 1967 μεσολάβησαν οκτώ κυβερνήσεις στη χώρα μας δείγμα της πολιτικής αστάθειας που υπήρχε. Η πορεία της Ελλάδας προς τη σύγκλιση των όρων της σύνδεσης διακόπηκε το 1967. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου οδήγησε στο πάγωμα της συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή Ένωση.
Αρχικά η κυβέρνηση των συνταγματαρχών απέστειλε μνημόνιο προς την ΕΟΚ δηλώνοντας ότι θα παραμείνουν πιστοί στους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους που υπήρχαν. Ωστόσο, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις από τους πολίτες και τις κυβερνήσεις άλλων χωρών.
Το καθεστώς της χώρας ζήτησε την χρηματοδότηση του οδικού άξονα της Κρήτης. Αυτό το αίτημα ήταν η αρχή του παγώματος της συμφωνίας. Τα κράτη αντέδρασαν αφού η εκταμίευση οικονομικής βοήθειας θα σήμαινε και την αναγνώριση της νομιμότητας της Χούντας.
Ακολούθησαν προσφυγές κατά της χώρας μας για καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η απαίτηση για δημοκρατικές εκλογές στη χώρα μας κάτι που δεν έγινε. Έτσι οδηγηθήκαμε στην αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Αποκατάσταση της Δημοκρατίας και αίτημα πλήρους ένταξης στην ΕΟΚ
Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 άρχισε ένας νέο κύκλος επαφών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 12 Ιουνίου 1975 υπέβαλλε αίτηση για πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.
Το τότε άρθρο 237 της συνθήκης της Ρώμης προέβλεπε ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θα έπρεπε πρώτα να διατυπώσει τη γνώμη της για την αίτηση. Αυτό έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1976. H απάντησή της δεν ήταν αυτή που περίμενε η ελληνική πλευρά.
Από την μία τόνιζε την αναγκαιότητα για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ. Από την άλλη πρότεινε θέσπιση προενταξιακής μεταβατικής περιόδου. Σύμφωνα με όσα ανέφερε η γνώμη της έπρεπε να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Με παρέμβαση του πρωθυπουργού Κώνσταντίνου Καραμανλή προς τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών – μελών και ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, η πρόταση αυτή της Επιτροπής απορρίφθηκε. Έτσι, τον Ιούλιο 1976 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Μάιο 1979 με την υπογραφή, στην Αθήνα (Ζάππειο Μέγαρο), της Πράξης Προσχώρησης.
Η Ελλάδα επίσημα μέλος της Ε.Ε.
Το ημερολόγιο έδειχνε 28 Μαΐου 1979, όταν υπογράφηκε η είσοδος της χώρας μας στην ΕΟΚ. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο Μέγαρο. Στην τελετή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι από όλες τις χώρες μέλη.
Την Ελλάδα υπέγραψαν τα κείμενα ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, και οι υπουργοί Εξωτερικών, Γεώργιος Ράλλης, και για τα θέματα της ΕΟΚ, Γιώργος Κοντογεώργης.
Κατά την προσφώνηση ο κ. Καραμανλής είπε: «Με τη σημερινή Συμφωνία η Ελλάς αποδέχεται τη συμμετοχή της στη διαδικασία της ενοποιήσεως της Ευρώπης, που συντελείται με την ακατανίκητη δύναμη φυσικού φαινομένου. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές απόψεων, ως προς την έκταση, τη μορφή, τις διαδικασίες και το ρυθμό πραγματοποιήσεώς της. Κανένας όμως δεν μπορεί να αρνηθεί την ιστορική της αναγκαιότητα».
Στη συνέχεια ανέφερε: «Αν τα Κράτη της Ηπείρου μας δεν συνενώσουν τις υλικές και πνευματικές τους δυνάμεις σε μια οργανική ενότητα, θα παραμερισθούν μοιραία στο περιθώριο της ιστορίας. Και η Ευρώπη, που κυριαρχούσε στον κόσμο, μέχρι και τις αρχές του αιώνος, θα μεταβληθεί σε ουραγό και θα εκτεθεί σε κινδύνους».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ανέφερε: «η Ελλάς δεν μπορούσε να απουσιάσει από αυτήν την ιστορική για το μέλλον της Ευρώπης συλλογική προσπάθεια. Γιατί η τύχη της είναι στενά, αναπόσπαστα θα έλεγα, συνυφασμένη με την τύχη των άλλων Δημοκρατιών της Ηπείρου. Αν η Ευρώπη κινδυνεύσει, σαν μορφή διακυβερνήσεως και σαν τρόπος ζωής, θα είναι εντελώς παράλογο να πιστεύσουμε ότι η Ελλάς θα μπορέσει να διατηρηθεί σαν μοναδική βάση ανεξαρτησίας και ελευθερίας στην Ήπειρό μας».
«Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη»
Αμέσως μετά την τελετή ακολούθησε δείπνο που παρέθεσε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Κατά τη διάρκειά του ο Γάλλος ομόλογός του, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν είπε μια φράση που έμεινε στην ιστορία.
«Η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα δεν θα ήταν Ευρώπη. Είμαι πεπεισμένος ότι ο ελληνικός λαός θα βρει μέσα στην Κοινότητα τις προϋποθέσεις για την πρόοδο και την ευημερία του. Θα μπορεί να βασίζεται στην ενεργό αλληλεγγύη των κατοίκων του. Είμαστε όλοι, στη γλώσσα μας και στους μηχανισμούς της σκέψεώς μας, παιδιά του ελληνικού πολιτισμού». Και κατέληξε, «η Ευρώπη ξαναβρίσκει την Ευρώπη».
Η Βουλή των Ελλήνων κύρωσε την Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες στις 28 Ιουνίου 1979. Η πλήρης ένταξη έλαβε χώρα δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1981.
Οι πέντε προεδρίες της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Σε αυτά τα 43 χρόνια της παρουσίας της στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Ελλάδα έχει προεδρεύσει συνολικά πέντε φορές. Κατά τη διάρκειά τους πάρθηκαν σημαντικές αποφάσεις και μεταξύ άλλων υπεγράφησαν συμφωνίες ένταξης χωρών στην Ε.Ε.
Πρώτη προεδρία: 1η Ιουλίου-31η Δεκεμβρίου 1983
Κατά τη διάρκειά της προχώρησαν οι διαπραγματεύσεις για την διεύρυνση της Ε.Ε. και άρχισαν οι συνομιλίες για με τα Αφρικανικά κράτη και τα κράτη της Καραϊβικής και του Ειρηνικού για την υπογραφή της Σύμβασης LOME ΙΙΙ και την υπογραφή της Συμφωνίας Συνεργασίας ανάμεσα στην ΕΟΚ και το Σύμφωνο των Άνδεων.
Ενόψει της εισδοχής των Ιβηρικών χωρών, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες χρειάσθηκαν την υποστήριξη (διευκόλυνση) ιδιαίτερων χρηματοοικονομικών προγραμμάτων, η Ελλάδα πρότεινε την καθιέρωση περιφερειακής χρηματοδότησης για την άρση των ανισοτήτων.
Δεύτερη προεδρία: 1η Ιουλίου-31η Δεκεμβρίου 1988
Στη Ρόδο μπήκαν τα θεμέλια για την υιοθέτηση του Κοινωνικού Χάρτη της Κοινότητας. Επιπρόσθετα υπήρξαν πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Κοινότητας, του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, της περιβαλλοντικής προστασίας και γενικές συζητήσεις για τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.
Επιπρόσθετα η δεύτερη Προεδρία συνέπεσε με τον ορισμό καταληκτικής προθεσμίας για την εγκαθίδρυση της Ενοποιημένης Εσωτερικής Αγοράς, ενώ υπήρξαν παρεμβάσεις – προτάσεις για το «Πακέτο Ντελόρ».
Τρίτη προεδρία: 1η Ιανουαρίου-31η Ιουνίου 1994
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ έφερε μεγάλες προκλήσεις στην τρίτη ελληνική προεδρία. Υιοθετήθηκε η Λευκή Βίβλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρύθηκε το Ταμείο Συνοχής, εγκρίθηκε ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας και προωθήθηκε το 4ο Πιλοτικό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας.
Ιδρύθηκε η Επιτροπή των Περιφερειών, η κοινή εξωτερική πολιτική χρηματοδοτήθηκε από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων και το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (CEDEFOP) μεταφέρθηκε από το Βερολίνο στη Θεσσαλονίκη.
Στη Σύνοδο Κορυφής της Κέρκυρας, στις 24-25 Ιουνίου 1994, ολοκληρώθηκαν οι προσπάθειες για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έγινε η εισδοχή της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας και η υπογραφή των σχετικών Πράξεων Ένταξης. Κατά την τρίτη της Προεδρία, η Ελλάδα προώθησε την προοπτική της ευρωπαϊκής διεύρυνσης προς τη νότια και ανατολική Ευρώπη. Στόχος ήταν να εξασφαλισθεί η σταθερότητα, η ανάπτυξη και η συνεργασία στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Κατά την τρίτη αυτή Προεδρία και κυρίως κατά την διάρκεια μιας άτυπης συνάντησης Υπουργών Εξωτερικών, την 29η Μαρτίου 1994, στα Ιωάννινα, υιοθετήθηκε ο επονομαζόμενος «συμβιβασμός των Ιωαννίνων». Ο συμβιβασμός αυτός προσιδιάζει σε ρήτρα που επιτρέπει σε κάθε κράτος – μέλος που βρίσκεται κοντά σε μειοψηφία αρνησικυρίας, χωρίς να την έχει επιτύχει, να αιτηθεί την αναθεώρηση της απόφασης.
Τέταρτη προεδρία: 1η Ιανουαρίου-31η Ιουνίου 2003
Πλούσια ήταν η ατζέντα και της τέταρτης ελληνικής προεδρίας. Κατά τη διάρκειά της παρουσιάστηκε το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκε και η τελετή υπογραφής της Συνθήκης ένταξης των 10 υποψηφίων χωρών.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διεύρυνση στην ιστορία της Ε.Ε. με την ελληνική προεδρία να ωθεί προς μια σαφή ευρωπαϊκή δέσμευση στο ευρωπαϊκό μέλλον των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.
Πέμπτη προεδρία: 1η Ιανουαρίου-31η Ιουνίου 2014
Μέσα σε ένα κλίμα μεγάλων προκλήσεων από την οικονομική κρίση ήρθε η πέμπτη ελληνική προεδρία. Σε αυτή προσπάθησε να συμβάλει στην εξεύρεση λύσεων στα πολύ πραγματικά και πιεστικά προβλήματα της Ένωσης. Κατά την Ελληνική Προεδρία, ολοκληρώθηκαν 71 νομοθετικές πράξεις.
Οι τέσσερεις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας υπήρξαν:
- Η περαιτέρω ενσωμάτωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης
- Ανάπτυξη – Εργασία – Συνοχή
- Μετανάστευση – Σύνορα – Κινητικότητα
- Oι οριζόντιες θεματικές θαλάσσιων πολιτικών
Η σχέση της Ελλάδας με την Ε.Ε.
- Ημερομηνία ένταξης: 1η Ιανουαρίου 1981
- Μέλος της συνθήκης Σένγκεν: 1η Ιανουαρίου 2000
- Μέλος της ευρωζώνης: 1η Ιανουαρίου 2001
- Εκπρόσωποι στο ευρωκοινοβούλιο: 21 μέλη
- Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: 12 εκπρόσωποι
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών: 11 εκπρόσωποι