Ήταν μια βραδιά με πολιτική σημασία και συμβολισμούς που θύμιζαν τις παλιές καλές ημέρες της γαλλογερμανικής συνεργασίας. Ο Εμανουέλ Μακρόν και ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετά των συζύγων τους δείπνησαν στις 2 Μαΐου στο αγαπημένο μπιστρό του Γάλλου προέδρου, La Rotonde, το οποίο είχε μπει στο στόχαστρο των αντικυβερνητικών διαδηλωτών πέρυσι στις κινητοποιήσεις εναντίον της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού.
Πρώτο πιάτο στο τραπέζι των Μακρόν και Σολτς η ευρωπαϊκή συνεννόηση για εξισορρόπηση των εμπορικών σχέσεων με το Πεκίνο (το κινεζικό πλεόνασμα με την ΕΕ ανήλθε σε $395 δισ. το 2022) ενόψει και της επίσκεψης που έκανε μερικές ημέρες αργότερα στο Παρίσι ο κινέζος πρόεδρος.
Δεύτερο πιάτο ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σοβαρές διαφωνίες του Βερολίνου με το Παρίσι για τον τρόπο στήριξης του Κιέβου, ιδιαίτερα μετά τη δήλωση του Μακρόν για ενδεχόμενη αποστολή δυτικών στρατευμάτων ώστε να πολεμήσουν τη ρωσική επεκτατικότητα που απειλεί την Ευρώπη.
Τρίτο πιάτο η πορεία προς την οικονομική ανάκαμψη και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τα δυο προηγούμενα ζητήματα ενώ σκοντάφτει επίσης στην περαιτέρω άνοδο της ακροδεξιάς που προβλέπεται ότι θα αποτυπωθεί και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Για επιδόρπιο ίσως μοιράστηκαν την ανησυχία για το ενδεχόμενο επανόδου του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο μετά τις εκλογές του φθινοπώρου.
Αβέβαιο το οικονομικό τοπίο
Οι δυο ηγέτες προσπάθησαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις για τη μεταξύ τους κακή χημεία που είναι ορατή από την πρώτη ημέρα ανάληψης καθηκόντων του Γερμανού καγκελάριου το Δεκέμβριο του 2021. Όπως σημείωσε σε πρόσφατη ανάλυσή του το Bloomberg, ο Μακρόν αντιμετωπίζει τον Σολτς ως έναν ηγέτη χωρίς θάρρος και όραμα, που δεν μπορεί να σκεφτεί πέρα από το βραχυπρόθεσμο μέλλον, ενώ στο Βερολίνο ο Μακρόν θεωρείται μια αυτοκρατορική φιγούρα με μεγαλεπήβολα οράματα, τα οποία όμως δεν συνοδεύονται από αντίστοιχα έργα.
Η Γαλλία και η Γερμανία αποτέλεσαν τους πυλώνες αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους την προηγούμενη δεκαετία, παρά τις επιμέρους διαφωνίες ακόμα και τις συγκρούσεις. Η Γερμανία που διεκδίκησε τότε ηγεμονικό ρόλο και πρωτοστάτησε στην επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων τώρα φλερτάρει με την ύφεση και αντιμετωπίζεται ως «ο μεγάλος ασθενής» ενώ η Γαλλία που δεχόταν πιέσεις να βάλει τα τάξη τα δημοσιονομικά της τώρα σημειώνει ανάπτυξη.
Το οικονομικό τοπίο παραμένει αβέβαιο όμως σημαντικός παράγοντας της αντιστροφής των ρόλων υπήρξε η ενεργειακή αυτάρκεια της Γαλλίας χάρις στα πυρηνικά της εργοστάσια τη στιγμή που η Γερμανία τέθηκε υπό ενεργειακή ομηρία μετά την διακοπή της ροής ρωσικού φυσικού αερίου και την καταστροφή του αγωγού Nord Stream.
Χωρίς να διαθέτει πετρέλαιο η Γαλλία κατάφερε να εξάγει περισσότερη ενέργεια από ολόκληρη την ΕΕ με βασικούς πελάτες τη Γερμανία και την Ιταλία.
Η ανασυγκρότηση του γαλλογερμανικού άξονα
Παράλληλα, η Γερμανία προχωρά σε υψηλές αμυντικές δαπάνες για να καλύψει κενά δεκαετιών ενώ η Γαλλία, που είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ με πυρηνικό οπλοστάσιο, προσφέρεται να το διαθέσει για μια ομπρέλα ευρωπαϊκής ασφάλειας που θα μείωνε την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και θα έδινε στην ίδια, αυτοδίκαια, ηγετικό στρατιωτικό ρόλο. Η Ρωσία δεν γνωρίζει πλέον από όρια, εκτίμησε ο Μακρόν σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Economist, καλώντας την Ευρώπη «να ξυπνήσει απέναντι σε αυτόν το νέο κίνδυνο».
Ο Γάλλος πρόεδρος εξέφρασε επίσης ανησυχία για το «βιομηχανικό χάσμα» που αφήνει την Ευρώπη πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, τονίζοντας πως αν οι Ευρωπαίοι δεν βρουν τώρα τρόπο να το καλύψουν, κινδυνεύουν να συνθλιβούν από τον ανταγωνισμό μεταξύ των δυο γιγάντων σε όλα τα επίπεδα. Παρόμοιες ανησυχίες έχει και το Βερολίνο, όμως η γερμανική πολιτική τάξη και οι οικονομικοί παράγοντες δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν την πρωτοκαθεδρία στη Γαλλία και στον Μακρόν.
Η ανασυγκρότηση του γαλλογερμανικού άξονα πάνω σε αυτές τις πιεστικές ανάγκες και η σύμπλευση των υπολοίπων ευρωπαίων εταίρων σε ισότιμη βάση θα μπορούσε να αναδείξει την ΕΕ σε αληθινή υπερδύναμη. Θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα οι επιπτώσεις της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης καθώς και η κρίση αξιοπιστίας των πολιτικών, που δίνουν πνοή στα πανιά του αντισυστημικού ακροδεξιού λαϊκισμού από άκρη σε άκρη στην Ευρώπη ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις.
Οι εκτιμήσεις για τις Ευρωεκλογές
Για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν νίκη της ακροδεξιάς στη Γαλλία με το κόμμα της Μαρίν Λε Πεν να κινείται κοντά στο 32%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από εκείνο του κόμματος του προέδρου Μακρόν.
Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές βρίσκονται κοντά στο 30% την ώρα που οι Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Σολτς παλεύουν για τη δεύτερη θέση με την ακροδεξιά AfD σε ποσοστά γύρω από το 16%. Οι σημερινοί ηγέτες του γαλλογερμανικού άξονα δεν κινδυνεύουν άμεσα να χάσουν την εξουσία, όμως θα πρέπει να δώσουν αξιόπιστες λύσεις στα καυτά προβλήματα της Ευρώπης ώστε να μην βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων στις εθνικές κάλπες.