Η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας Άλις Μανρό, που έφυγε από τη ζωή στις 13 Μαϊου σε ηλικία 92 ετών, υπήρξε μια αυθεντική πρωτοπόρος λογοτέχνιδα. Χαρακτηρίστηκε από την Αμερικανίδα συγγραφέα Σίνθια Όζικ ως η «Καναδή Τσέχοφ» με λαμπρή πένα στο είδος του διηγήματος, χάρισμα σπάνιο και μοναδικό που την τοποθέτησε στο πάνθεον των σπουδαιότερων σύγχρονων συγγραφέων παγκοσμίως.
Στο απόγειο της παραγωγικότητας της η Μανρό, που στα τελευταία χρόνια της ζωής της υπέφερε εγκλωβισμένη στη δίνη της άνοιας, πέτυχε το φαινομενικά αδύνατο: να θεωρηθεί ισάξια με συγγραφείς-γίγαντες όπως ο Άντον Τσέχοφ και ο Τζον Τσίβερ γράφοντας διηγήματα, μια μορφή της λογοτεχνίας που έπεται του μυθιστορήματος.
Στα 82 της χρόνια, το 2013, έγινε η πρώτη Καναδή συγγραφέας που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ και η πρώτη παραλήπτρια του ακριβοθώρητου βραβείου αποκλειστικά για το είδος του διηγήματος. Η Σουηδική Ακαδημία την ανακήρυξε «δεξιοτέχνη του σύγχρονου διηγήματος» που μπορούσε «να χωρέσει ολόκληρη την επική πολυπλοκότητα του μυθιστορήματος σε λίγες μόνο μικρές σελίδες».
Αυτό ήταν και το μεγάλο ταλέντο της Μανρό, η οποία ήταν ελάχιστα γνωστή έξω από τα σύνορα του Καναδά μέχρι να αγγίξει τα 40 της χρόνια και να εισχωρήσει στην εκλεκτή παρέα των λίγων διηγηματογράφων που απολάμβαναν συνεχείς εμπορικές επιτυχίες. Οι πωλήσεις των διηγημάτων της μόνο στη Βόρεια Αμερική ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο αντίτυπα ενώ η ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ ώθησε το «Dear Life» στην κορυφή της λίστας των μπεστ σέλερ των New York Times για χαρτόδετα βιβλία λογοτεχνίας. Άλλα δημοφιλή βιβλία της ήταν τα «Too Much Happiness», «The View from Castle Rock» και «The Love of a Good Woman».
Φώτισε το οικουμενικό, βρέθηκε στην κορυφή
Γράφοντας για περισσότερο από μισό αιώνα, η Μανρό τελειοποίησε την τέχνη της συγγραφής: φώτισε το οικουμενικό τονίζοντας την ιδιαιτερότητα της λεπτομέρειας, δημιουργώντας ιστορίες που διαδραματίζονται στον Καναδά αλλά απευθύνονται σε όλους τους αναγνώστες. Υπέγραψε δεκάδες κλασικά έργα που διακρίθηκαν για τη σοφία, την τεχνική και την ταλαντούχα αφήγησή τους με τις εμπνευσμένες ανατροπές στην πλοκή και τις έντεχνες αλλαγές του χρόνου και της προοπτικής. Το λεπτό και κοφτερό χιούμορ της, η περιγραφή των ανθρώπινων ζωών σε ευρεία κλίμακα και λεπτομέρεια, το ευφυές σκιτσάρισμα των χαρακτήρων, κατέστησαν τη γραφή της μοναδική.
Η φήμη της χτύπησε την πόρτα αφού είχε χωρίσει από τον πρώτο σύζυγό της, γιατί «δεν ήταν έτοιμη να γίνει μια υποτακτική σύζυγος». Το πεζογραφικό της ύφος ήταν απλό, ο τόνος της πραγματιστικός, αλλά οι πλοκές της αποκάλυπταν ατελείωτες αναταραχές και απογοητεύσεις: κατεστραμμένους γάμους, βίαιους θανάτους, τρέλα και όνειρα ανεκπλήρωτα ή που δεν έγιναν ποτέ. Το «Canadian Gothic» αποτέλεσε τον τρόπο να καταγράψει την κοινότητα της παιδικής της ηλικίας, έναν κόσμο στον οποίο επέστρεψε όταν, στη μέση ηλικία, με τον δεύτερο σύζυγό της μετακόμισαν στο κοντινό Κλίντον.
«Η ντροπή και η αμηχανία είναι κινητήριες δυνάμεις για τους χαρακτήρες της Μανρό», έγραψε η διάσημη Καναδή ομότεχνός της Μάργκαρετ Άτγουντ («Η ιστορία της θεραπαινίδας»/ «The Handmaid’s Tale»), «ακριβώς όπως η τελειομανία στη γραφή ήταν κινητήριος δύναμη για εκείνη: να το καταφέρει, να το κάνει σωστά, όπως και το ακατόρθωτο όλων αυτών».
Η ίδια η Άτγουντ αποκάλεσε τη Μανρό πρωτοπόρο συγγραφέα όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους Καναδούς. «Πίσω στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν ξεκίνησε να γράφει η Μανρό, υπήρχε η αίσθηση ότι όχι μόνο οι γυναίκες συγγραφείς αλλά και οι Καναδοί καταπατούσαν και παρέβαιναν τον νόμο», σημείωνε η Μάργκαρετ Άτγουντ στον Guardian το 2013 μετά την απόδοση του βραβείου Νόμπελ στη Μανρό. «Ο δρόμος για το Νόμπελ δεν ήταν εύκολος για τη Μανρό: οι πιθανότητες να αναδυθεί ένα αστέρι της λογοτεχνίας στην εποχή της και από τον τόπο καταγωγής της, ήταν κάποτε μηδενικές».
Πραγματικότητα και μυθοπλασία
Αν και δεν ήταν ανοιχτά πολιτικοποιημένη, η Μανρό ήταν μάρτυρας της πολιτιστικής επανάστασης των δεκαετιών του ’60 και του ’70 και επέτρεψε στους χαρακτήρες της να κάνουν το ίδιο. Ήταν κόρη αγρότη και παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία, στη συνέχεια άφησε τον σύζυγό της στα 70s και άρχισε να «φοράει μίνι φούστες και να τριγυρνάει», όπως είχε πει σε συνέντευξή της στο Associated Press. Πολλές από τις ιστορίες της αντιπαρέρχονται εκείνες της γενιάς των γονιών της ως πιο φιλελεύθερες, μακριά από τα χρόνια στα οποία οι νοικοκυρές ήταν υποταγμένες στους συζύγους τους.
Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι η Άλις Μανρό γεννήθηκε ως Αλις Αν Λαίντλο στο Γουίνγκαμ του Οντάριο το 1931 και πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας εκεί, έναν χρόνο και έναν τόπο που χρησιμοποιούσε συχνά στη μυθοπλασία της, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων αυτοβιογραφικών διηγημάτων που ολοκλήρωσαν το «Dear Life». Ο πατέρας της ήταν αγρότης, η μητέρα της δασκάλα την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, με αποτέλεσμα η μεταβαλλόμενη οικονομική τύχη της οικογένειας ανάμεσα στις παροχές της μεσαίας τάξης και τη φτώχεια της εργατιάς, να περιβάλλει τη μελλοντική συγγραφέα με μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα χρήματα και την κοινωνική τάξη.
Λάτρης του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν στην παιδική της ηλικία, ψυχαναγκαστική εφευρέτρια ιστοριών καθώς μεγάλωνε, κορυφαία μαθήτρια στο γυμνάσιο, η ίδια έλαβε υποτροφία για σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο, με ειδικότητα στη δημοσιογραφία ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Ήταν ακόμα προπτυχιακή μαθήτρια όταν πούλησε ένα διήγημα για έναν μοναχικό δάσκαλο, το «The Dimensions of a Shadow», στο CBC Radio. Δημοσίευε επίσης συχνά διηγήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό του σχολείου της.
Ο Τζέιμς Μανρό, συμφοιτητής της, ήταν ο πρώτος της σύζυγος. Παντρεύτηκαν το 1951, όταν εκείνη ήταν μόλις 20 ετών, και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, ένα από τα οποία πέθανε αμέσως μετά τη γέννησή του. Ένας άλλος συμφοιτητής της, ο Τζέραλντ Φρέμλιν, θα γινόταν ο δεύτερος σύζυγός της.
«Συνέθετε ιστορίες ανάμεσα στις σχολικές ώρες των παιδιών, στις δουλειές του σπιτιού και στις εργασίες του βιβλιοπωλείου που διατηρούσε με τον σύζυγό της.»
Εγκατεστημένη με την οικογένειά της στο Βανκούβερ, η Άλις Μανρό συνέθετε ιστορίες ανάμεσα στις σχολικές ώρες των παιδιών, τις δουλειές του σπιτιού και τις εργασίες του βιβλιοπωλείου που διατηρούσε με τον σύζυγό της. Έγραψε μάλιστα βιβλίο στο πλυσταριό, ενώ η γραφομηχανή της ήταν τοποθετημένη δίπλα στο πλυντήριο και το στεγνωτήριο. Η Φλάνερι Ο’ Κόνορ, η Κάρσον ΜαΚάλερς και άλλοι συγγραφείς με καταγωγή από τον αμερικανικό Νότο την ενέπνευσαν στα πρώιμα συγγραφικά της βήματα μέσω της αίσθησης του τόπου και της κατανόησής τους για το παράξενο και το παράλογο.
Στα πιο γνωστά μυθιστορήματα της βραβευμένης με Νόμπελ συγγραφέως συγκαταλέγονται το «The Beggar’s Maid», που αναφέρεται στο ειδύλλιο ανάμεσα σε μια ανασφαλή νεαρή γυναίκα και ένα πλούσιο αγόρι που γίνεται σύζυγός της, το «Corrie», στο οποίο μια πλούσια νεαρή γυναίκα έχει σχέση με έναν παντρεμένο αρχιτέκτονα και το «The Moons of Jupiter», το οποίο αφηγείται πώς μια μεσήλικη συγγραφέας επισκέπτεται τον άρρωστο πατέρα της σε ένα νοσοκομείο του Τορόντο και μοιράζεται αναμνήσεις της ζωής τους.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, οι συλλογές διηγημάτων της «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει», «Πάρα πολλή ευτυχία», «Ακριβή μου ζωή», «Απόδραση» σε μετάφραση Σοφίας Σκουλικάρη και «Η αγάπη μιας καλής γυναίκας» σε μετάφραση Τρισεύγενης Παπαϊωάννου.
«Νομίζω ότι οποιαδήποτε ζωή μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα», είχε πει η Μανρό σε συνέντευξή της μετά το βραβείο Νόμπελ το 2013. «Νομίζω ότι κάθε περιβάλλον μπορεί να είναι ενδιαφέρον». Η συγγραφέας με το πλατύ χαμόγελο έγινε αντικείμενο θαυμασμού χωρίς εμφανή φθόνο, αποδεκτή στο υψηλό της βάθρο από σπουδαίους συγγραφείς, όπως ο Τζόναθαν Φράνζεν, ο Τζον Απντάικ και η Σίνθια Όζικ. «Τόσο αδιαμφισβήτητη είναι η αλήθεια της μυθοπλασίας της που μερικές φορές αισθάνομαι σαν να ζω μέσα σε μια ιστορία της Άλις Μανρό» έγραψε η κόρη της συγγραφέως, Σίλα Μανρό, στα απομνημονεύματά της.
Η Άλις Μανρό στο σινεμά
Από τις μεταφορές των διηγημάτων της στο σινεμά, ορισμένοι ενδεχομένως να θυμούνται το τρυφερό όσο και κοφτερό «Away from her» («Υστερόγραφο μιας σχέσης», 2006), προσαρμογή του «The Bear Came Over the Mountain», από τη Σάρα Πόλεϊ που αφηγείται την ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας με απώλεια μνήμης, ιστορία που περιπλέκεται από τις πολλές προηγούμενες απιστίες του συζύγου της. Η ταινία χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ στην υπέροχη Τζούλι Κρίστι.
Το 2013 επίσης, η Αμερικανίδα κωμικός Κρίστεν Γουίγκ πρωταγωνίστησε στο «Hateship, Loveship», προσαρμογή του διηγήματος «Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage» της Άλις Μανρό, στο οποίο μια οικονόμος αφήνει τη δουλειά της και ταξιδεύει σε μια μακρινή αγροτική πόλη για να συναντήσει έναν άντρα που πιστεύει λανθασμένα ότι είναι ερωτευμένος μαζί της.
«Ποτέ δεν είδα τα πράγματα να κολλάνε πολύ καλά μεταξύ τους»
Ακόμη και πριν από το βραβείο Νόμπελ, το έργο της ‘Αλις Μανρό είχε αναγνωριστεί με διεθνείς διακρίσεις που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων το διεθνές βρετανικό βραβείο Booker καθώς και την συμπερίληψή της από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων στο National Book Critics Circle των ΗΠΑ.
Η Μανρό ήταν συγγραφέας διηγημάτων όχι μόνο από επιλογή αλλά και επειδή αυτή η συγγραφική φλέβα προϋπήρχε μέσα της. Η ίδια θα αναγνώριζε ότι δεν σκεφτόταν σαν μυθιστοριογράφος. «Έχω όλες αυτές τις ασύνδετες πραγματικότητες στη ζωή μου, τις οποίες βλέπω στις ζωές άλλων ανθρώπων», είχε δηλώσει. «Αυτό ήταν ένα από τα προβλήματα, εξαιτίας των οποίων δεν μπορούσα να γράψω μυθιστορήματα. Ποτέ δεν είδα τα πράγματα να κολλάνε πολύ καλά μεταξύ τους».