Οι συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να μην λύνουν τις μεγάλες και δύσκολες διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, διευθετούν όμως άλλα ζητήματα που έχουν σημασία. Οι μεταναστευτικές ροές μειώθηκαν, η βίζα εξπρές τριπλασίασε τους Τούρκους τουρίστες στα ελληνικά νησιά και ενίσχυσε τις τοπικές οικονομίες, στο Αιγαίο επικρατεί ηρεμία.

Δεν είναι μόνο οι διαχρονικές ελληνοτουρκικές διαφορές που ναρκοθετούν το έδαφος. Η προσωπική σχέση των δύο ηγετών πέρασε από σαράντα κύματα, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη το 2019 όπου η ελληνική πλευρά γκρεμίστηκε απότομα από τις υψηλές προσδοκίες που είχε από μόνη της διαμορφώσει. Ακολούθησε μια περίοδο μεγάλης έντασης με υπαρκτό τον κίνδυνο θερμού επεισοδίου και μετά ήρθε η συνάντηση στο Βίλνιους, τον Ιούλιο του 2023, που άλλαξε το κλίμα. Ακολούθησαν δύο ακόμα, στις οποίες οι διμερείς διαφορές αφέθηκαν στην άκρη και προωθήθηκαν θέματα της «θετικής ατζέντας», όπως συνέβη και χθες στην Άγκυρα. Εντός του έτους έχουν προγραμματιστεί άλλες τρεις συναντήσεις των δύο ηγετών.

Οι διαφωνίες παραμένουν και τίθενται σε κάθε συνάντηση, η μειονότητα της Θράκης, οι θαλάσσιες ζώνες, το Κυπριακό, εσχάτως η μετατροπή μετά την Αγιά Σοφιά της Μονής της Χώρας σε τζαμί. Όμως, είναι σημαντικό να παραμένουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και ενεργός ο διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες. Τη Δευτέρα, μίλησε στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Ιωάννης Κασουλίδης και είπε πράγματα που δεν ακούγονται εύκολα στον δημόσιο διάλογο.

«Πολλοί στην Κύπρο πιστεύουν ότι πρέπει να παραμείνουμε όπως είμαστε γιατί το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Μπορεί στη ζυγαριά όντως το δίκαιο να είναι με το μέρος μας, δεν πρέπει όμως να μένουμε με δεμένα τα χέρια και να αναμένουμε κάποιους τρίτους να έλθουν να μας το αποδώσουν. Δεν θα έλθουν ποτέ (…) Θα βοηθούσε πολύ αν με ψυχραιμία εντοπίζαμε εκείνα τα σημεία που εμείς δεν είχαμε δίκιο και προσπαθούσαμε με πρωτοβουλίες μας να επανορθώσουμε. Γιατί δεν έχουμε 100% δίκιο», επισήμανε. Το λόγια του δεν αφορούν μόνο το Κυπριακό, μπορούν άνετα να ενταχθούν στη μεγάλη εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Όταν παραμεριστεί ο υπερπατριωτισμός ή η στρατηγική της στασιμότητας πολλά μπορούν να ιδωθούν με άλλη ματιά. Αν και η άλλη πλευρά είναι πρόθυμη να αποχωριστεί τους δικούς της διαθλαστικούς φακούς, πράγμα δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, τότε ίσως ανοίξει πραγματικά ένας νέος δρόμος.